Στουρνάρας: Η Ευρωζώνη κινδυνεύει να χάσει την οικονομική της βαρύτητα - Τι πρέπει να κάνουμε

Viber Whatsapp
Μοιράσου το
Στουρνάρας: Η Ευρωζώνη κινδυνεύει να χάσει την οικονομική της βαρύτητα - Τι πρέπει να κάνουμε
«Αποτύχαμε να ανταγωνιστούμε τους αμερικανικούς τεχνολογικούς κολοσσούς, ενώ οι οικονομίες μας παραμένουν σε στασιμότητα, αντιμετωπίζοντας επιπλέον και δημοσιονομικές δυσχέρειες, ανέφερε.

Στις πιο πιεστικές προκλήσεις που αντιμετωπίζει η Ευρωζώνη αναφέρθηκε ο διοικητής της ΤτΕ Γιάννης Στουρνάρας στο πλαίσιο της ομιλίας του στους πρέσβεις των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην Αθήνα.

Όπως ανέφερε, «αντιμέτωπη με την πολυπλοκότητα των διασυνδεδεμένων οικονομιών μας, η ζώνη του ευρώ βρίσκεται σήμερα σε μια κρίσιμη καμπή, σε ένα σταυροδρόμι θα λέγαμε, όπου οι αποφάσεις που λαμβάνουμε σήμερα θα διαμορφώσουν σε μεγάλο βαθμό το οικονομικό μέλλον της Ευρώπης για τις επόμενες γενιές.

Η Ευρώπη εξήλθε από την πανδημία ευάλωτη και αποδυναμωμένη. Ο ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας της ευρωζώνης ήταν απογοητευτικός το 2023 και το 2024, περίπου 0,5% και 0,7% αντίστοιχα, χαμηλός με βάση οποιοδήποτε κριτήριο. Ένας βασικός παράγοντας που εξηγεί την υποτονική οικονομική δραστηριότητα στη ζώνη του ευρώ τα τελευταία δύο χρόνια είναι οι αδύναμες επιχειρηματικές επενδύσεις, οι οποίες παρέμειναν ουσιαστικά στάσιμες, εάν εξαιρέσουμε την Ιρλανδία. Αυτό έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την κατάσταση στις ΗΠΑ, όπου οι επιχειρηματικές επενδύσεις έχουν αυξηθεί με σχεδόν τριπλάσιο ρυθμό από ό,τι στη ζώνη του ευρώ κατά τη μεταπανδημική περίοδο από το τέλος του 2021.

Και αν μη τι άλλο, οι προβλέψεις μας για τον ρυθμό ανάπτυξης το 2025, που αναμένεται να είναι γύρω στο 1%, σαφώς δεν υποδηλώνουν ισχυρή ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας. Και μάλιστα τα πιο πρόσφατα στοιχεία, όπως η στασιμότητα του ΑΕΠ το τελευταίο τρίμηνο του 2024, ήδη δημιουργούν προβληματισμό σχετικά με την αναπτυξιακή δυναμική το τρέχον έτος. Οι έρευνες συγκυρίας δείχνουν ότι η παραγωγή στον τομέα της μεταποίησης εξακολουθεί να συρρικνώνεται και ο ρυθμός αύξησης του προϊόντος των υπηρεσιών επιβραδύνεται. Οι επιχειρήσεις διστάζουν να πραγματοποιήσουν επενδύσεις και οι εξαγωγές παραμένουν αδύναμες, ενώ ορισμένοι βιομηχανικοί κλάδοι δυσκολεύονται να διατηρήσουν την ανταγωνιστικότητά τους.
Αυτή η εικόνα χαμηλών αναπτυξιακών επιδόσεων στην ευρωζώνη αντανακλά μια σειρά από μακροχρόνιες διαρθρωτικές αδυναμίες, σε συνδυασμό με ασυνήθιστα δυσμενείς γεωπολιτικούς παράγοντες διεθνώς και πολιτικά ζητήματα σε ορισμένες χώρες της ευρωζώνης, περιλαμβανομένων των μεγαλύτερων οικονομιών της. Διεξάγεται πόλεμος επί ευρωπαϊκού εδάφους, διάφορα πολιτικά αδιέξοδα επιδρούν ανασταλτικά στη δυνατότητα προώθησης των μεταρρυθμίσεων και ακραίες πολιτικές απόψεις κερδίζουν έδαφος σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες.

Φυσικά, η περιοριστική, αλλά αναγκαία για την αντιμετώπιση των πληθωριστικών πιέσεων, νομισματική πολιτική που ακολουθήσαμε το προηγούμενο διάστημα, έχει επίσης συμβάλει στις υποτονικές αναπτυξιακές εξελίξεις της ζώνης του ευρώ. Υπό αυτή την έννοια, η φάση μείωσης των επιτοκίων πολιτικής στην οποία έχουμε εισέλθει αναμένεται να στηρίξει την οικονομική δραστηριότητα. Το ευχάριστο νέο είναι ότι η διαδικασία αποκλιμάκωσης του πληθωρισμού εξελίσσεται ομαλά. Ο πληθωρισμός έχει μειωθεί ραγδαία από ένα υψηλό ρυθμό περίπου 10,5% τον Οκτώβριο του 2022 σε 2,5% τον Ιανουάριο του 2025 και συνεχίζει να κινείται πτωτικά, παρά κάποιες ανοδικές επιδράσεις βάσης τους τελευταίους μήνες, λόγω των τιμών του πετρελαίου και του φυσικού αερίου. Ιδιαίτερα ενθαρρυντικό θεωρώ ότι είναι το γεγονός ότι ο πυρήνας του πληθωρισμού είναι αυτή τη στιγμή ελαφρώς χαμηλότερος από ό,τι αναμέναμε στις τελευταίες μας προβλέψεις. Ο πυρήνας είναι ο πληθωρισμός χωρίς τις πιο ευμετάβλητες συνιστώσες του, που η νομισματική πολιτική ελάχιστα μπορεί να τις επηρεάσει ή και καθόλου. Αυτή η εξέλιξη υποδηλώνει ότι η αυστηρότερη νομισματική πολιτική που είχαμε εφαρμόσει την προηγούμενη περίοδο έχει πετύχει τον επιδιωκόμενο σκοπό της, δηλαδή να τιθασεύσει τον πληθωρισμό. Εξίσου ενθαρρυντικό είναι το γεγονός ότι, παρά τις συνθήκες μεγάλης στενότητας στην αγορά εργασίας και τα ιστορικώς χαμηλά ποσοστά ανεργίας, ο ρυθμός αύξησης των αμοιβών ανά απασχολούμενο επιβραδύνεται. Αυτό εγγυάται την περαιτέρω αποκλιμάκωση του συνολικού δείκτη του πληθωρισμού αλλά και του υποδείκτη των υπηρεσιών, οι οποίες χαρακτηρίζονται συνήθως από υψηλότερη ένταση εργασίας σε σύγκριση με τα αγαθά, γι’ αυτό και ο πληθωρισμός τους είναι πιο επίμονος».

«Τα επιτόκια θα μπορούσαν να φτάσουν στο 2% στη διάρκεια του 2025»

Σύμφωνα με τις προβλέψεις των εμπειρογνωμόνων του Ευρωσυστήματος τον Δεκέμβριο του 2024, ο πληθωρισμός εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί σε 2,1% το 2025 και θα σταθεροποιηθεί με διατηρήσιμο τρόπο στον μεσοπρόθεσμο στόχο μας στα τέλη του 2025. Ο διοικητής της ΤτΕ εκτιμά ότι «εφόσον δεν υπάρξουν απρόβλεπτα γεγονότα, το επιτόκιο της διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων, το βασικό επιτόκιο της ΕΚΤ που σηματοδοτεί την κατεύθυνση της νομισματικής πολιτικής, θα μπορούσε να μειωθεί περίπου στο 2% κατά τη διάρκεια του 2025 από το σημερινό επίπεδο του 2,75%. Προφανώς, τα διαδοχικά βήματα, ο ρυθμός και το μέγεθος των μειώσεων των επιτοκίων πολιτικής θα συνεχίσουν να αποφασίζονται με βάση τα εκάστοτε διαθέσιμα στοιχεία και από συνεδρίαση σε συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ.

Συνολικά, το ισοζύγιο των μακροοικονομικών κινδύνων στην ευρωζώνη έχει μετατοπιστεί: ενώ προηγουμένως κύρια ανησυχία ήταν ο υψηλός πληθωρισμός, τώρα οι ανησυχίες αφορούν κυρίως τη χαμηλή ανάπτυξη. Κατά την άποψή μου, η ζώνη του ευρώ κινδυνεύει να χάσει την οικονομική της βαρύτητα σε παγκόσμιο επίπεδο, αν δεν την έχει χάσει ήδη. Αποτύχαμε να ανταγωνιστούμε τους αμερικανικούς τεχνολογικούς κολοσσούς, ενώ οι οικονομίες μας παραμένουν σε στασιμότητα, αντιμετωπίζοντας επιπλέον και δημοσιονομικές δυσχέρειες. Η οικονομία της ζώνης του ευρώ καταγράφει μέσο τριμηνιαίο ρυθμό ανάπτυξης μόλις 0,3% τα τελευταία 12 τρίμηνα, ενώ ο αντίστοιχος ρυθμός της οικονομίας των ΗΠΑ είναι συγκριτικά πολύ υψηλότερος για την ίδια περίοδο. Εκτός από τα δικά μας προβλήματα, ο νέος Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής φαίνεται να πραγματοποιεί τις προεκλογικές εξαγγελίες του που αφορούν δασμούς στις εισαγωγές.

Ο χρόνος εξαντλείται. Η Ευρώπη αντιμετωπίζει, όπως είπε η πρόεδρος της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ στο Νταβός πριν από λίγες εβδομάδες, μια υπαρξιακή κρίση, η οποία καθιστά επείγουσα την ανάγκη για άμεση δράση και συλλογική προσπάθεια, ώστε να ανταποκριθούμε αποτελεσματικά στις προκλήσεις τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό».

Πού πρέπει να δοθεί προτεραιότητα

Ο κ. Στουρνάρας τόνισε ορισμένους βασικούς τομείς ανησυχίας στους οποίους πρέπει, κατά τη γνώμη του, νβα δοθεί προτεραιότητα:

«Ο πρώτος τομέας είναι η ανταγωνιστικότητα. Η αύξηση της παραγωγικότητας στη ζώνη του ευρώ έχει σχεδόν ανακοπεί, λόγω των δυσμενών δημογραφικών τάσεων, των δυσκαμψιών της αγοράς εργασίας σε πολλές χώρες και της αδύναμης αύξησης του κεφαλαίου. Η χαμηλή παραγωγικότητα οφείλεται επίσης στην υστέρηση της Ευρώπης σε όρους επιχειρηματικού και επενδυτικού δυναμισμού. Η Ευρώπη δεν έχει ακόμη καταφέρει, όπως οι ανταγωνιστές της, να διαθέσει επαρκείς πόρους στην καινοτομία και σε παραγωγικές οικονομικές δραστηριότητες, ενώ η ενέργεια παραμένει ακριβή. Οι ευρωπαϊκές βιομηχανίες επιβαρύνονται με περίπου το διπλάσιο κόστος για ηλεκτρική ενέργεια από ό,τι οι βιομηχανίες στις ΗΠΑ. Εν τω μεταξύ, καθώς η οικονομία θα γίνεται ολοένα πιο ψηφιακή, οι ανάγκες για ηλεκτρική ενέργεια θα είναι τεράστιες. Οι υποδομές για την τεχνητή νοημοσύνη, π.χ. οι υπερυπολογιστές (supercomputing), μετατρέπονται σε γεωπολιτικό πεδίο μάχης και τα κράτη-μέλη της ΕΕ θα πρέπει να μειώσουν τη στρατηγική εξάρτησή τους από τις ξένες μεγάλες εταιρείες τεχνολογίας.

Σύμφωνα με την Έρευνα Επενδύσεων του 2024 της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, η επέκταση των παραγωγικών δυνατοτήτων της οικονομίας αποτέλεσε σημαντικότερο μοχλό των επενδύσεων στις ΗΠΑ από ό,τι στη ζώνη του ευρώ, στην οποία οι επενδύσεις αφορούσαν κυρίως αντικατάσταση απαρχαιωμένου κεφαλαιακού εξοπλισμού. Οι επενδύσεις σε Έρευνα και Ανάπτυξη στην ευρωζώνη επικεντρώθηκαν σε ώριμους κλάδους, όπως η αυτοκινητοβιομηχανία και η παραγωγή μηχανολογικού εξοπλισμού, ενώ στις ΗΠΑ εστίασαν ολοένα και περισσότερο σε δραστηριότητες που σχετίζονται με τις Τεχνολογίες Πληροφοριών και Επικοινωνιών, όπως τα κέντρα δεδομένων και άλλες υποδομές για την τεχνητή νοημοσύνη. Επίσης, οι άυλες επενδύσεις αποδείχθηκαν κρίσιμες για την αύξηση της παραγωγικότητας και της προστιθέμενης αξίας, και πιθανότητα συνέβαλαν στη διεύρυνση του χάσματος παραγωγικότητας μεταξύ των ΗΠΑ και της ζώνης του ευρώ, επηρεάζοντας επίσης τη διαφορά στο ρυθμό αύξησης του δυνητικού ΑΕΠ μεταξύ των δύο οικονομικών περιοχών.

Προκειμένου η ευρωπαϊκή οικονομία να ακολουθήσει μια πορεία ισχυρής ανάκαμψης απαιτείται η κινητοποίηση σημαντικών ιδιωτικών επενδύσεων που είναι αναγκαίες για την αναζωογόνηση της ανάπτυξης και την ενίσχυση της ανθεκτικότητας. Για να συμβαδίσει με τους παγκόσμιους ανταγωνιστές της, η Ευρώπη πρέπει να δώσει προτεραιότητα στη σημαντική αύξηση των επενδύσεων τα επόμενα χρόνια και σε διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που θα ενισχύσουν τη μακροχρόνια αναπτυξιακή της δυναμική. Ιδιαιτέρως η αύξηση των δαπανών για την πράσινη και την ψηφιακή μετάβαση, την καινοτομία και την ενέργεια είναι υψίστης σημασίας για να γίνει η Ευρώπη πιο παραγωγική, πιο ανταγωνιστική και πιο ανθεκτική.

«Πρέπει να ολοκληρωθεί η Τραπεζική Ένωση»

Ο κ. Στουρνάρας προτείνει να γίνουν τα εξής:

«Πρώτον, ένα πιο εναρμονισμένο, αλλά λιγότερο επιβαρυντικό κανονιστικό πλαίσιο στην ΕΕ – π.χ. στο πεδίο του εταιρικού, πτωχευτικού, φορολογικού και εργατικού δικαίου – θα βελτίωνε την ανταγωνιστικότητα χωρίς να χρειαστεί να επενδυθεί ούτε ένα ευρώ.

Δεύτερον, είναι απαραίτητη η προώθηση μιας ενιαίας αγοράς κεφαλαίων. Η δημιουργία μιας Ευρωπαϊκής Ένωσης Αποταμιεύσεων και Επενδύσεων είναι μια κίνηση προς τη σωστή κατεύθυνση, καθώς μπορεί να εξασφαλίσει την ομαλή ροή επενδύσεων σε όλη την Ένωσή μας. Η ίδρυση κοινού εποπτικού μηχανισμού για τις αγορές κεφαλαίων της ΕΕ, η ενοποίηση των κατακερματισμένων υποδομών των ευρωπαϊκών χρηματοπιστωτικών αγορών και η τυποποίηση προϊόντων για ιδιώτες επενδυτές μπορούν να κινητοποιήσουν τόσο τις αποταμιεύσεις της ΕΕ, οι οποίες βρίσκονται σε υψηλά επίπεδα, όσο και ξένο κεφάλαιο. Επιπλέον, η βάθυνση της αγοράς τιτλοποιήσεων και η απλοποίηση της σχετικής νομοθεσίας μπορούν επίσης να συμβάλουν στην προσέλκυση επενδυτών.

Τρίτον, θα πρέπει να ολοκληρωθεί η Τραπεζική Ένωση με την καθιέρωση ενός Ευρωπαϊκού Συστήματος Εγγύησης των Καταθέσεων (EDIS) και την ενίσχυση του υφιστάμενου πλαισίου διαχείρισης κρίσεων και ασφάλισης καταθέσεων (CMDI), δεδομένου ότι ένας κατακερματισμένος τραπεζικός τομέας στην ΕΕ δεν μπορεί ποτέ να επιτύχει την αποδοτικότητα και τα οφέλη από τις οικονομίες κλίμακας που έχουν οι τράπεζες των ΗΠΑ.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η χρηματοπιστωτική ενοποίηση μπορεί να ενδυναμώσει τις καινοτόμες επιχειρήσεις σε όλα τα στάδια της ανάπτυξής τους με τη χρηματοδότηση που χρειάζονται για να αναπτυχθούν σε μέγεθος και να ευδοκιμήσουν μέσα σε ένα ανταγωνιστικό παγκόσμιο περιβάλλον, μειώνοντας την εξάρτησή τους από χρηματοδότηση εκτός Ευρώπης. Για τον σκοπό αυτό, είναι κρίσιμο να δίνονται κίνητρα στους επενδυτές ώστε να προσφέρουν περισσότερα κεφάλαια επιχειρηματικού κινδύνου, για παράδειγμα, με την άρση των θεσμικών και λειτουργικών εμποδίων που καθιστούν τις ευρωπαϊκές εταιρίες κεφαλαίων επιχειρηματικών συμμετοχών (venture capital) λιγότερο αποδοτικές σε σύγκριση με τις αντίστοιχες των ΗΠΑ.

Τέλος, ένας μόνιμος δημοσιονομικός μηχανισμός σε επίπεδο ΕΕ θα μπορούσε να πολλαπλασιάσει τις επενδύσεις και τα έργα σε τομείς που στηρίζουν την ανάπτυξη και ενισχύουν τη δυναμική και την ανθεκτικότητα των οικονομιών σε όλη την Ευρώπη. Η θετική εμπειρία από το Μηχανισμό Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας της ΕΕ αποτελεί ένα πολύτιμο παράδειγμα για το τι μπορεί να επιτευχθεί μέσω συντονισμένων και στοχευμένων δημοσιονομικών πρωτοβουλιών. Η αξία του συντονισμού επιβεβαιώνεται σαφώς και από τη διαπίστωση της έκθεσης Ντράγκι ότι, παρά το γεγονός ότι οι δημόσιες δαπάνες για έρευνα και καινοτομία είναι παρόμοιες σε ύψος στην ΕΕ και τις ΗΠΑ, αποδίδουν πολύ μικρότερα οφέλη στην ΕΕ επειδή είναι κατακερματισμένες και ασυντόνιστες μεταξύ των χωρών.

Σχετικά με αυτό, πρέπει να εξετάσουμε προσεκτικά τους παράγοντες που λειτουργούν ανασχετικά στις ιδιωτικές επενδύσεις και, κατ’ επέκταση, την παραγωγικότητα.

Πρώτον, φαίνεται ότι ο λόγος για τον οποίο κάποιες χώρες δεν είναι ανταγωνιστικές είναι η ύπαρξη διαρθρωτικών εμποδίων, όπως οι υπερβολικές ρυθμίσεις σε ορισμένες αγορές. Θεωρώ ενδιαφέρον το γεγονός ότι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες οικονομίες στην ευρωζώνη αυτή τη στιγμή είναι εκείνες που αναγκάστηκαν να εφαρμόσουν διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις την τελευταία δεκαετία – χώρες όπως η Ισπανία, η Πορτογαλία, η Κύπρος και η Ελλάδα.

Δεύτερον, θα πρέπει να μελετήσουμε τη σχέση μεταξύ των επενδύσεων και της φορολογικής μας πολιτικής. Μπορεί να χρειάζεται να εναρμονίσουμε καλύτερα τις φορολογικές μας πολιτικές έτσι ώστε να παρέχονται κίνητρα για επενδύσεις.

Η πρόοδος σε αυτά τα ζητήματα προϋποθέτει ότι θα αντιμετωπιστούν μακροχρόνιοι φραγμοί και φαινόμενα κατακερματισμού μεταξύ χωρών και μεταξύ τομέων, ωστόσο θα βελτίωνε σημαντικά και την πρόσβαση των επιχειρήσεων σε χρηματοδότηση. Η αύξηση της αποδοτικότητας των επιχειρήσεων και η ανακατανομή των πόρων προς πιο παραγωγικούς και ανταγωνιστικούς τομείς θα μπορούσε να στηρίξει τη διατηρήσιμη οικονομική μεγέθυνση.

Για τον σκοπό αυτό, χαιρετίζουμε τον χάρτη πορείας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας που δημοσιεύθηκε στα τέλη Ιανουαρίου του 2025, τη λεγόμενη "Πυξίδα Ανταγωνιστικότητας", η οποία βασίστηκε στις συστάσεις της έκθεσης Ντράγκι. Η αύξηση της παραγωγικότητας μέσω της γεφύρωσης του χάσματος καινοτομίας είναι μείζονος σημασίας για την οικονομική ευημερία των Ευρωπαίων πολιτών. Το ίδιο ισχύει για τις επενδύσεις σε ανθρώπινο κεφάλαιο μέσω της αναβάθμισης των δεξιοτήτων και της επανεκπαίδευσης, της προσέλκυσης και της διατήρησης ταλέντων, και της αποτελεσματικής ένταξης των υποαπασχολουμένων και των μεταναστών στο εργατικό δυναμικό.

Υπό την ηγεσία της Προέδρου Λαγκάρντ, το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ είναι έτοιμο να στηρίξει ενεργά από την πλευρά του αυτή την προσπάθεια για υψηλότερη παραγωγικότητα και ανταγωνιστικότητα. Πρώτον, διατηρώντας ένα περιβάλλον χαμηλού και προβλέψιμου πληθωρισμού, η ΕΚΤ προάγει την εμπιστοσύνη μεταξύ των επιχειρήσεων και μεταξύ των επενδυτών και συμβάλλει στην ενίσχυση των επενδύσεων και των κεφαλαιακών τοποθετήσεων με μακροπρόθεσμο ορίζοντα που απαιτούνται για μια διατηρήσιμη οικονομική ανάπτυξη. Δεύτερον, η ΕΚΤ μπορεί να στηρίξει με τον έγκαιρο μετριασμό του βαθμού στον οποίο η νομισματική πολιτική είναι περιοριστική. Καθώς ο πληθωρισμός σταθεροποιείται γύρω από τον στόχο μας, οι χαλαρότερες συνθήκες χρηματοδότησης θα είναι καθοριστικής σημασίας για την τόνωση των επενδύσεων, διευκολύνοντας την πρόσβαση σε χρηματοδοτικούς πόρους και μειώνοντας το κόστος του κεφαλαίου.

Ο δεύτερος τομέας ανησυχίας για την ευρωζώνη είναι η εξαγγελθείσα εμπορική πολιτική από τον νέο Πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών. Αν και οι λεπτομέρειες μιας πιθανής επιβολής αμερικανικών δασμών δεν έχουν ακόμη αποσαφηνιστεί, η προοπτική μιας επιθετικής εμπορικής πολιτικής των ΗΠΑ, σε συνδυασμό με πιθανά αντίποινα από τους εμπορικούς εταίρους τους, αναμένεται να έχουν εκτεταμένες οικονομικές συνέπειες, δυσχεραίνοντας περαιτέρω τη θέση της ευρωζώνης. Με τον όγκο του εμπορίου μεταξύ της ΕΕ και των ΗΠΑ να ανέρχεται σε 1,5 τρισεκ. ευρώ, είναι σαφές ότι οι δασμοί των ΗΠΑ στην Ευρώπη θα είναι αρνητικοί για την ανάπτυξη. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις παραγόντων της αγοράς, ένας δασμός 10% των ΗΠΑ σε όλες τις εισαγωγές από τη ζώνη του ευρώ, σε συνδυασμό με υψηλότερη αβεβαιότητα σχετικά με τις μελλοντικές εμπορικές σχέσεις ΗΠΑ-ΕΕ, θα μπορούσε να μειώσει το ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ της ζώνης του ευρώ έως και 0,5 της ποσοστιαίας μονάδας εντός ενός έτους. Το μέγεθος των αρνητικών επιδράσεων στην ανάπτυξη θα εξαρτηθεί, μεταξύ άλλων, από το εύρος των προϊόντων που θα υπόκεινται σε υψηλότερους δασμούς, τη διάρκεια ισχύος αυτών των δασμών, τα μέτρα που θα ληφθούν ως αντίποινα και η ανταπάντηση σε αυτά, και τα αποτελέσματα ανατροφοδότησης από τις παγκόσμιες οικονομικές και χρηματοπιστωτικές συνθήκες. Παρεμπιπτόντως, τόσο η θεωρία όσο και η πρακτική εισηγούνται ότι οι δασμοί είναι συνήθως εργαλείο που προκαλεί ζημίες σε όλους τους εμπλεκόμενους (loose-loose), επομένως δεν θα ζημιωθούν μόνο οι εμπορικοί εταίροι των Ηνωμένων Πολιτειών, αλλά και οι ίδιες οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής.

Ο αντίκτυπος των δασμών στον πληθωρισμό της ζώνης του ευρώ είναι λιγότερο ξεκάθαρος, καθώς λειτουργεί μέσω διάφορων διαύλων. Από τη μία πλευρά, η ανατίμηση του δολαρίου ΗΠΑ ή τα ευρωπαϊκά αντίποινα στα αμερικανικά προϊόντα θα κάνουν ακριβότερες τις εισαγωγές της ζώνης του ευρώ από τις ΗΠΑ –καθώς και το μεγαλύτερο μέρος των συνολικών εισαγωγών ενέργειας που τιμολογούνται σε δολάρια ΗΠΑ–, αυξάνοντας τον πληθωρισμό. Από την άλλη πλευρά, μια πιθανή ανακατεύθυνση των φθηνότερων κινεζικών εξαγωγών από τις ΗΠΑ προς την αγορά της ΕΕ, λόγω του εμπορικού πολέμου ΗΠΑ-Κίνας, θα ενισχύσει ceteris paribus τη διαδικασία αποκλιμάκωσης του πληθωρισμού στη ζώνη του ευρώ.

Σε κάθε περίπτωση, η αβεβαιότητα σχετικά με τις γεωπολιτικές, εμπορικές και χρηματοπιστωτικές εξελίξεις δύναται να επιβαρύνει σημαντικά το οικονομικό κλίμα και την εμπιστοσύνη, καθιστώντας δυσκολότερη την ανάκαμψη της κατανάλωσης και των επενδύσεων. Ταυτόχρονα, οι περιορισμοί στο εμπόριο είναι πιθανόν να επηρεάσουν τη δραστηριότητα στον τομέα της μεταποίησης, που παραμένει ο μεγάλος ασθενής στην Ευρώπη, παρατείνοντας την παρατηρούμενη οικονομική στασιμότητα της ζώνης του ευρώ. Η ολοκλήρωση της Ενιαίας Αγοράς θα βοηθήσει στην αντιμετώπιση αυτών των προκλήσεων.

Η ενδυνάμωση και επέκταση των εμπορικών συμμαχιών της Ευρώπης είναι επίσης κομβικής σημασίας για την αντιστάθμιση των εμπορικών κινδύνων. Η επέκταση διμερών και περιφερειακών προτιμησιακών εμπορικών συμφωνιών θα προωθήσει τη συνεργασία με άλλες χώρες και θα συμβάλει σε ένα λειτουργικό πολυμερές σύστημα διεθνούς εμπορίου, βασισμένο σε κανόνες. Αυτά τα βήματα είναι καθοριστικά για την αύξηση των επενδύσεων και την προώθηση της διατηρήσιμης ανάπτυξης, ενώ παράλληλα ενισχύουν την ανθεκτικότητα των οικονομιών μας απέναντι σε εξωτερικές διαταραχές.

Όσον αφορά το πιεστικό ζήτημα της προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή και του μετριασμού των επιπτώσεών της, είναι σαφές ότι βρισκόμαστε σε μία περίοδο άκρας απαισιοδοξίας. Η απόσυρση των Ηνωμένων Πολιτειών από τις διεθνείς διαπραγματεύσεις και πρωτοβουλίες για την κλιματική αλλαγή έχει συνοδευθεί από τη σταδιακή αποστασιοποίηση μεγάλων τραπεζών και επενδυτικών οίκων στις ΗΠΑ και την Ευρώπη από τις κλιματικές πολιτικές. Οι κίνδυνοι είναι ορατοί. Όμως πρέπει να δούμε και τις ευκαιρίες. Οι προσπάθειες για την πράσινη μετάβαση πρέπει να παραμείνουν δυναμικές στην ήπειρό μας και σε ολόκληρο τον κόσμο. Σήμερα έχουμε έναν ακόμη πιο ισχυρό λόγο ώστε να εντείνουμε τις δικές μας πρωτοβουλίες για αποανθρακοποίηση, αποφεύγοντας ταυτόχρονα την αποβιομηχάνιση της Ευρώπης. Η καθαρή ενέργεια σε ανταγωνιστικές τιμές θα πρέπει να θεωρηθεί ως μια μεγάλη ευκαιρία για εκβιομηχάνιση και όχι το αντίθετο.

Τα σχέδια της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για μια Καθαρή Βιομηχανική Συμφωνία και οι προθέσεις της να εξορθολογίσει τους κανόνες υποβολής εκθέσεων βιωσιμότητας, χωρίς εκπτώσεις στη διαφάνεια, είναι παραδείγματα για το πώς μπορεί να εξισορροπηθεί ο στόχος για δημιουργία μιας πράσινης οικονομίας με το στόχο για διατήρηση της βιομηχανικής βάσης της ΕΕ και της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων.

Ως εποπτικές αρχές, οι κεντρικές τράπεζες μπορούν επίσης να διασφαλίσουν ότι ο τομέας των εμπορικών τραπεζών είναι σε θέση να διαχειριστεί τους κινδύνους που σχετίζονται με την κλιματική αλλαγή. Μπορούμε να ενισχύσουμε την αξιοπιστία της νομισματικής μας πολιτικής ως προς την επίτευξη των στόχων της, λαμβάνοντας υπόψη τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στον πληθωρισμό και το προϊόν της οικονομίας. Τέλος, η Ευρώπη πρέπει να ξαναγίνει πρωτοπόρος στις πράσινες τεχνολογίες και στην πράσινη χρηματοδότηση, γεγονός που αναδεικνύει για άλλη μια φορά την επιτακτική ανάγκη για μια Ευρωπαϊκή Ένωση Αποταμιεύσεων και Επενδύσεων».

Κλείνοντας, ο κ. Στουρνάρας τονισε ότι «βασική προϋπόθεση για την οικονομική ευημερία είναι μια ασφαλέστερη και πιο σταθερή Ευρώπη. Δεν μπορούμε να προοδεύσουμε σε ένα περιβάλλον όπου η ασφάλεια είναι εύθραυστη ή υπονομεύεται. Η πολωνική Προεδρία της ΕΕ το πρώτο εξάμηνο του 2025 δικαίως έθεσε την πρόκληση της ασφάλειας ως κεντρική για το μέλλον της Ευρώπης. Η ενίσχυση της πολιτικής και στρατιωτικής ετοιμότητας της ΕΕ πρέπει να αποτελεί προτεραιότητα, καθώς διασφαλίζει ότι η Ένωση είναι ανθεκτική σε ποικίλες απειλές, τόσο εσωτερικές όσο και εξωτερικές. Από την προετοιμασία έναντι φυσικών καταστροφών μέχρι την οικοδόμηση ισχυρής αμυντικής ικανότητας και τη θωράκιση των οικονομιών μας από σύγχρονες απειλές, όπως οι κυβερνοεπιθέσεις και οι διαταράξεις σε κρίσιμες υποδομές, η ασφάλεια είναι ζωτικής σημασίας για τη διατήρηση της οικονομικής σταθερότητας και την επίτευξη οικονομικής προόδου.
Σε έναν κόσμο αβεβαιότητας σχετικά με τις γεωπολιτικές, εμπορικές και χρηματοπιστωτικές εξελίξεις, θα ήθελα να υπογραμμίσω την επείγουσα ανάγκη για άμεσες και συντονισμένες ενέργειες ώστε να αντιμετωπίσουμε αποτελεσματικά τις προκλήσεις, οι οποίες όσο σύνθετες κι αν είναι, δεν είναι ανυπέρβλητες. Με κοινή δέσμευση για οικονομική σταθερότητα, ανάπτυξη και καινοτομία, μπορούμε να συνεχίσουμε να οικοδομούμε μια πιο συμπεριληπτική και βιώσιμη ευρωπαϊκή οικονομία, ενισχύοντας το ρόλο της ηπείρου μας στη διεθνή διπλωματία. Πιστεύω ότι το φιλόδοξο πρόγραμμα της Πολωνικής Προεδρίας της ΕΕ θα έχει θετικά αποτελέσματα και θα προσφέρει στους Ευρωπαίους πολίτες αίσθημα ασφάλειας και αισιοδοξίας για το μέλλον των οικονομιών μας».

Ακολουθήστε το insider.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.

Διαβάστε ακόμη

Στα top picks της Euroxx η Metlen - «Καταλύτης» η είσοδος στο LSE

Μητσοτάκης στο Bloomberg: Πρέπει να υπάρξει δημοσιονομική ευελιξία για υψηλότερες αμυντικές δαπάνες

BEST OF LIQUID MEDIA

gazzetta
gazzetta reader insider insider