Σε αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της ελληνικής οικονομίας σε «BBB» με σταθερό outlook προχώρησε ο καναδικός οίκος αξιολόγησης DBRS ανοίγοντας με τον πλέον θετικό τρόπο τον «χορό» των αξιολογήσεων της ελληνικής οικονομίας για το 2025.
Η αναβάθμιση αντικατοπτρίζει την άποψη της DBRS ότι κίνδυνοι που είχαν κληροδοτηθεί στο τραπεζικό σύστημα έχουν υποχωρήσει συνδυαστικά με τη διατήρηση της υπεραπόδοσης των δημοσιομικών στόχων.
Οι ελληνικές τράπεζες έχουν βελτιώσει τα θεμελιώδη μεγέθη τους, είναι πιο ανθεκτικές και είναι σε καλή θέση να προσφέρουν δάνεια στην οικονομία, ακόμη και μετά το τέλος του Ταμείου Ανάκαμψης. Αυτό αντανακλά πως σειρά ζητημάτων του παρελθόντος έχουν υποχωρήσει πλέον, με σημαντική πτώση του δείκτη ακαθάριστων μη εξυπηρετούμενων δανείων, πλέον κοντά στον μέσο ευρωπαϊκό όρο, σε συνδυασμό με την προσδοκία ότι τα επίπεδα DTC θα μειωθούν ταχύτερα από ό,τι αρχικά αναμενόταν.
Επιπλέον, με την υποστήριξη της ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας και του ισχυρού επενδυτικού ενδιαφέροντος, το ΤΧΣ μείωσε τα ποσοστά του στις συστημικές τράπεζες χαλαρώνοντας τη σχέση μεταξύ του κράτους και του τραπεζικού κλάδου. Η DBRS σημειώνει επίσης ότι ο δείκτης δημόσιου χρέους αναμένεται να είχε μειωθεί κατά σχεδόν 10 ποσοστιαίες μονάδες από το 2023 σε 154% περίπου μέχρι τα τέλη του 2024.
Τα δημοσιονομικά έσοδα συνεχίζουν να υπεραποδίδουν έναντι των δημοσιονομικών στόχων με αυξανόμενα πρωτογενή πλεονάσματα, τα οποία αναμένεται να παραμείνουν αυξημένα στο μέλλον. Αυτό πιθανότατα θα διευκολύνει μια περαιτέρω σημαντική μείωση του δείκτη δημόσιου χρέους, ο οποίος προβλέπεται να υποχωρήσει κάτω από το 140% έως το 2027. Η δράση αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας υποστηρίζεται από βελτιώσεις στα δομικά στοιχεία «Νομισματική Πολιτική και Χρηματοπιστωτική Σταθερότητα» και «Δημοσιονομική Διαχείριση και Πολιτική».
Λίγες ώρες πριν την «ετυμηγορία» της DBRS ανακοινώθηκαν τα προσωρινά στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για το ΑΕΠ που έδειξαν ότι η ελληνική οικονομία αναπτύχθηκε κατά 2,3% συνολικά το 2024, ενώ το ΑΕΠ μεγεθύνθηκε κατά 2,6% το τέταρτο τρίμηνο του έτους σε σχέση με ένα χρόνο πριν. Σε τριμηνιαία βάση το ελληνικό ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 0,9%.
Σύμφωνα με την πρώτη εκτίμηση της ΕΛΣΤΑΤ, το ΑΕΠ το 2024 ανήλθε σε όρους όγκου (χωρίς τον πληθωρισμό) σε 201,5 δισ. ευρώ έναντι 197 δισ. ευρώ το 2023 παρουσιάζοντας αύξηση κατά 2,3%.
Το σταθερό trend αντανακλά την άποψη της DBRS ότι οι κίνδυνοι για τις αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας είναι ισορροπημένοι. Οι αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας στηρίζονται σε ένα αξιόπιστο πλαίσιο πολιτικής χάρη στην ένταξη στην ΕΕ και στην Ευρωζώνη και στην εφαρμογή παλαιότερων θεσμικών και οικονομικών μεταρρυθμίσεων που έχουν ενισχύσει την ανθεκτικότητα της οικονομίας. Οι οικονομικές προοπτικές της Ελλάδας φαίνεται να ενισχύονται σημαντικά από το πλαίσιο διακυβέρνησης, τις επενδύσεις, τις εξαγωγές και τις μεταρρυθμίσεις, που στηρίζουν τη βιωσιμότητα του χρέους.
Η εφαρμογή των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων παραμένει σε καλό δρόμο, που μαζί με τις υψηλότερες επενδύσεις που υποστηρίζονται από τους ευρωπαϊκούς πόρους, θα μπορούσαν να βελτιώσουν το επιχειρηματικό περιβάλλον της χώρας, να τονώσουν την παραγωγικότητα και να συμβάλουν στη μείωση του επενδυτικού χάσματος με τους ομολόγους της στην Ευρωζώνη. Από το 2021, η Ελλάδα ξεπερνά τον μέσο ρυθμό ανάπτυξης της Ευρωζώνης και αυτό είναι πιθανό να συνεχιστεί τα επόμενα δύο χρόνια. Το ΑΕΠ εκτιμάται ότι θα αυξηθεί κατά 2,2% το 2024 ενώ θα αυξηθεί κατά 2,3% το 2025, σύμφωνα με το υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών. Επιπλέον, υπάρχει ισχυρή πολιτική δέσμευση για διατήρηση μιας συνετής δημοσιονομικής στρατηγικής, που αντανακλάται στη ταχεία βελτίωση του πρωτογενούς πλεονάσματος παρά τους πολλαπλούς κλυδωνισμούς που αντιμετώπισε η οικονομία από το 2020. Ωστόσο, οι αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας περιορίζονται από τον ακόμη υψηλό δείκτη δημόσιου χρέους, το μικρό μέγεθος της οικονομίας και το επίμονο έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών.
Τράπεζες
Σύμφωνα με την DBRS, έχει γίνει σημαντική προσπάθεια για την ενίσχυση του τραπεζικού κλάδου της χώρας, ο οποίος, χάρη στη βελτίωση της πιστωτικής ποιότητας και των κεφαλαίων, είναι πλέον πιο ανθεκτικός από ό,τι στο παρελθόν. Οι πρόσφατες κρίσεις, συμπεριλαμβανομένης της ενεργειακής κρίσης και του υψηλού κόστους τόκων, δεν εμπόδισαν τον συνολικό δείκτη ακαθάριστων NPLs να συνεχίσει να μειώνεται. Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών (EBA) ήταν στο 3,3% το τρίτο τρίμηνο του 2024, σημειώνοντας πτώση πάνω από 40 ποσοστιαίες μονάδες από το υψηλό τους στο τρίτο τρίμηνο του 2016. Αυτή η μείωση οφείλεται κυρίως στις πωλήσεις και τις τιτλοποιήσεις δανείων στο πλαίσιο του «Ηρακλή». Η συγχώνευση της Attica Bank με την Παγκρήτια αποτελεί ένα ακόμη βήμα προς τη μείωση του δείκτη NPL του τραπεζικού συστήματος προς τον μέσο όρο της Ευρωζώνης στο 2% περίπου. Επιπλέον, οι τράπεζες είναι καλύτερα κεφαλαιοποιημένες, με μεγαλύτερη ρευστότητα και έχουν αυξήσει την κερδοφορία τους, με την υποστήριξη της αύξησης του καθαρού επιτοκιακού περιθωρίου. Στο μέλλον, η DBRS αναμένει βελτίωση της διαφοροποίησης των εσόδων των ελληνικών τραπεζών, αντανακλώντας οργανικές και ανόργανες στρατηγικές δράσεις.
Ένας χαμηλότερος δέσιμο μεταξύ του κράτους και των τραπεζών σε συνδυασμό με την ταχύτερη μείωση των DTCs και τους περιορισμένους κινδύνους χρηματοπιστωτικής σταθερότητας αποτελούν θετικά σημεία για την υγεία του τραπεζικού συστήματος.
Δέσμευση για δημοσιονομική σύνεση
Μετά την πανδημία του COVD-19 και την ενεργειακή κρίση, τα δημοσιονομικά της Ελλάδας έχουν βελτιωθεί σημαντικά. Μετά το υψηλό του 9,8% του ΑΕΠ το 2020, το έλλειμμα μειώθηκε στο 1,6% το 2023. Οι πιο πρόσφατες προβλέψεις από την κυβέρνηση αναφέρουν πρωτογενές δημοσιονομικό αποτέλεσμα με πλεόνασμα 2,4% του ΑΕΠ, ελαφρώς υψηλότερο από 2,1% το 2023, κυρίως λόγω των υψηλότερων φορολογικών εσόδων. Ωστόσο, θα μπορούσε να είναι μεγαλύτερο από το αναμενόμενο, με αποτέλεσμα ένα δημοσιονομικό ισοζύγιο με ένα μικρό πλεόνασμα το 2024. Λόγω της υγιούς οικονομικής ανάπτυξης και των ισχυρότερων δημοσιονομικών εσόδων, τα πρωτογενή πλεονάσματα είναι πιθανό να παραμείνουν υψηλά. Η κυβέρνηση δεσμεύεται στο Μεσοπρόθεσμο Δημοσιονομικό Σχέδιο για μια πορεία καθαρής αύξησης των δαπανών σύμφωνα με τις συστάσεις της ΕΕ για διατήρηση του δημοσιονομικού ισοζυγίου κάτω από το όριο του 3% του ΑΕΠ, αντικατοπτρίζοντας την ισχυρή δέσμευση της ελληνικής κυβέρνησης σε μια συντηρητική δημοσιονομική στρατηγική. Στον προϋπολογισμό της για το 2025, η Ελλάδα προβλέπει σημαντικές αυξήσεις στις αμυντικές της δαπάνες κυρίως λόγω των παραδόσεων στρατιωτικού εξοπλισμού, με τις τρέχουσες αμυντικές δαπάνες να υπολογίζονται στο 3% περίπου του ΑΕΠ. Η DBRS αναμένει από την κυβέρνηση να διατηρήσει πρωτογενές πλεόνασμα 2% του ΑΕΠ ή υψηλότερο για παρατεταμένη χρονική περίοδο.
Το 2025, η κυβέρνηση προβλέπει υγιές πρωτογενές δημοσιονομικό πλεόνασμα 2,5%, με την αναμενόμενη μείωση των ασφαλιστικων εισφορών να αναμένεται να αντισταθμιστεί από τα έσοδα από τα μέτρα ενίσχυσης της φορολογικής συμμόρφωσης και μείωσης της φοροδιαφυγής. Τα τελευταία στοιχεία για τα φορολογικά έσοδα είναι ενθαρρυντικά, υποδεικνύοντας αύξηση της τάξεως του 12% για το 2024 σε σύγκριση με το 2023. Στο πλαίσιο αυτό, το πρωτογενές πλεόνασμα αναμένεται να παραμείνει κατά μέσο όρο στο 2,4% περίπου του ΑΕΠ για την περίοδο 2025-2028. Η επίμονη υπεραπόδοση των δημοσιονομικών εσόδων βελτίωσε τη θετική προσαρμογή των δημοσιονομικών στόχων.
Αξιολόγηση δομικών στοιχείων δημοσιονομικής διαχείρισης και πολιτικής
Οι κίνδυνοι για τις δημοσιονομικές προοπτικές παραμένουν και σχετίζονται με μια επιβράδυνση της ανάπτυξης που θα μπορούσε να οδηγήσει σε ασθενέστερα δημοσιονομικά έσοδα, νέες πιέσεις σε τιμές ενέργειας και τροφίμων που θα απαιτούσαν πρόσθετα μέτρα στήριξης, ακραία γεγονότα που σχετίζονται με το κλίμα και επιπτώσεις στις ενδεχόμενες υποχρεώσεις. Από την άλλη πλευρά, η επίμονη βελτίωση των δημοσιονομικών εσόδων χάρη στα κυβερνητικά μέτρα για την αύξηση της φορολογικής συμμόρφωσης μπορεί να αποφέρει καλύτερα από τα αναμενόμενα δημοσιονομικά αποτελέσματα. Σύμφωνα με το ΔΝΤ, το μερίδιο της παραοικονομίας μειώθηκε σημαντικά στο 16% το 2021 από περίπου 30% το 2013, λόγω της προόδου στην ψηφιοποίηση με πιθανή περαιτέρω υποχώρηση. Περαιτέρω βελτιώσεις είναι δυνατές, με οφέλη στη μελλοντική δημοσιονομική ικανότητα, όπως αναφέρει η DBRS.
Σε έντονη καθοδική τροχιά ο δείκτης δημόσιου χρέους
Ο δείκτης δημόσιου χρέους αναμένεται να συνεχίσει να μειώνεται, επωφελούμενος από τα αυξημένα πρωτογενή πλεονάσματα, τους συγκρατημένους τόκους και την υγιή, αν και επιβραδυνόμενη, ονομαστική ανάπτυξη. Ο δείκτης δημόσιου χρέους κορυφώθηκε στο 209,4% το 2020 προτού υποχωρήσει στο 154% το 2024, το χαμηλότερο επίπεδο από το 2010, με περαιτέρω υποχώρηση να είναι πιθανή μεσοπρόθεσμα. Η αναταξινόμηση 12 δισ. ευρώ (5,5% του ΑΕΠ) του χρέους σε σχέση με τους αναβαλλόμενους τόκους των δανείων του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (EFSF) δεν άλλαξε την απότομη υποχώρηση του δείκτη δημόσιου χρέους, αλλά επηρέασε μέτρια το κόστος εξυπηρετήσης της κεντρικής κυβέρνησης που αυξήθηκε στο 1,7% από 1,2% έναντι του δημόσιου χρέους.
Σύμφωνα με τους αναλυτές της DBRS, οι κίνδυνοι για τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους μετριάζονται από διάφορους παράγοντες. Πρώτον, η δομή του χρέους της χώρας είναι πολύ ευνοϊκή με το 100% του χρέους να έχει κλειδώσει σε σταθερά επιτόκια μετά τα swaps. Δεύτερον, η μέση σταθμισμένη ωρίμανση αυτού είναι πολύ υψηλή, περίπου στα 19 έτη και περίπου το 74% του χρέους βρίσκεται στα χέρια του επίσημου τομέα, γεγονός που καθιστά το χρέος λιγότερο επιρρεπές στην αστάθεια της αγοράς. Τέλος, ο ΟΔΔΗΧ κατάφερε να υπερκαλύψει προσωρινά το χαρτοφυλάκιο δανεισμού του, μετριάζοντας τις επιπτώσεις της αύξησης του κόστους εξυπηρέτησης. Αυτό θα μεταφραστεί σε περιορισμένο κόστος για τόκους μεσοπρόθεσμα. Αυτοί οι παράγοντες αποτελούν καλό οιωνό για την εμπιστοσύνη των επενδυτών και οι αποδόσεις των κρατικών ομολόγων συνεχίζουν να επωφελούνται από την ευνοϊκή ζήτηση, με την απόδοση 10ετούς έναντι του Bund να κυμαίνεται κατά μέσο όρο στις 90 μονάδες βάσης περίπου τους τελευταίους έξι μήνες.
Το δημόσιο χρέος της Ελλάδας επωφελείται επίσης από μια προληπτική στρατηγική διαχείρισης του χρέους με πρόωρες αποπληρωμές που μείωσαν τον βραχυπρόθεσμο δανεισμό και εξομάλυνσαν το προφίλ εξόφλησης. Από το 2022 ο ΟΔΔΗΧ έχει προπληρώσει τα δάνεια του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου ύψους 2,3 δισ. ευρώ μαζί με μέρος της Ελληνικής Δανειακής Διευκόλυνσης (δάνεια GLF) συνολικού ύψους 13,3 δισ. ευρώ. Δάνεια GLF ύψους 5,3 δισ. ευρώ είναι πιθανό να αποπληρωθούν πρόωρα φέτος. Αυτό θα συμβάλει στη μείωση των αναγκών χρηματοδότησης και θα περιορίσει το κόστος χρηματοδότησης, εκμεταλλευόμενοι τη mark-to-market θέση στα derivatives.
Ωστόσο, παρά το ευνοϊκό προφίλ χρέους, η DBRS σημειώνει ότι η βιωσιμότητα του χρέους της Ελλάδας βασίζεται κυρίως στην ικανότητά της να διατηρεί πρωτογενή πλεονάσματα και σε σταθερούς ρυθμούς αύξησης του ονομαστικού ΑΕΠ, καθώς το χρέος του επίσημου τομέα θα αντικατασταθεί με χρέος χρηματοδοτούμενο από την αγορά εκθέτοντας την Ελλάδα στην αυξημένη μεταβλητότητα των αγορών.
Η επιτυχής εφαρμογή του RRP αποτελεί «κλειδί» για τη βιώσιμη ανάπτυξη
Μετά την αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ κατά 2,3% το 2023, η ελληνική οικονομία αναμένεται να έχει ανάπτυξη άνω του 2% το 2024 χάρη στην ισχυρή αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης, των εξαγωγών και των επενδύσεων. Αν και με υψηλό βαθμό αβεβαιότητας, η ελληνική οικονομία πιθανότατα θα συνεχίσει να υπεραποδίδει έναντι του μέσου όρου της Ευρωζώνης φέτος, καθώς η ανάκαμψη υποστηρίζεται από εισροές των ευρωπαϊκών πόρων και τη χαλάρωση των συνθηκών χρηματοδότησης, μαζί με την έντονη ιδιωτική κατανάλωση και τον ενισχυμένο τραπεζικό κλάδο. Η αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ προβλέπεται να είναι 2,3% το 2025 και 2,0% το 2026, σύμφωνα με εκτιμήσεις του υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών. Η αγορά εργασίας έχει επίσης επιδείξει ανθεκτικότητα, με το ποσοστό ανεργίας να διαμορφώνεται στο 9,4% τον Δεκέμβριο του 2024, υποχωρώντας κατά περισσότερες από 19 ποσοστιαίες μονάδες από το υψηλό του Ιουλίου του 2023, αν και εξακολουθεί να είναι υψηλότερα από τον μέσο όρο της ΕΕ.
Οι οικονομικές προοπτικές της Ελλάδας εξαρτώνται από γεωπολιτικούς κινδύνους, συμπεριλαμβανομένων των εμπορικών προστατευτικών μέτρων που ενδέχεται να επηρεάσουν την ανάπτυξη στην Ευρώπη και στην Ελλάδα. Όπως και άλλες μικρές οικονομίες, η Ελλάδα εκτίθεται σε γεωπολιτικούς κινδύνους που θα μπορούσαν να επηρεάσουν αρνητικά τις εξαγωγικές βιομηχανίες της ή να οδηγήσουν σε άνοδο των τιμών των εμπορευμάτων και να ασκήσουν ανοδικές πιέσεις στις τιμές. Η επιβολή των αμερικανικών δασμών είναι πιθανό να έχει κυρίως έμμεσο αντίκτυπο στην Ελλάδα, δεδομένου του μικρού μεριδίου εξαγωγών προς τις ΗΠΑ, τη στιγμή που η χώρα παραμένει επίσης ευάλωτη σε ακραία καιρικά φαινόμενα. Σε ένα περιβάλλον υψηλής αβεβαιότητας, η ενίσχυση των επενδύσεων και της παραγωγικότητας μέσω επιταχυνόμενων μεταρρυθμίσεων σε συνδυασμό με την αξιοποίηση των εξωτερικών κεφαλαίων θα στηρίξει περαιτέρω τις προσπάθειες της Ελλάδας να αντιμετωπίσει τα προβλήματα που έχουν κληροδοτηθεί από την κρίση, να αντιμετωπίσει με επιτυχία τις διαρθρωτικές προκλήσεις και να διατηρήσει περαιτέρω την ανάπτυξη πέρα από τη λήξη του NGEU.
Το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών θα μειωθεί αργά αλλά θα παραμείνει υψηλό μεσοπρόθεσμα
Το διαρκές και επίμονο έλλειμμα της Ελλάδας στο ισοζύγιο αγαθών και η αυξημένη αρνητική Καθαρή Διεθνής Επενδυτική Θέση (NIIP) επιβαρύνουν την εξωτερική θέση της χώρας και τις αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας. Στο μέλλον, αυτές οι ευπάθειες είναι πιθανό να υποχωρήσουν, αν και οριακά, με το εμπορικό έλλειμμα να μειώνεται σταδιακά, αλλά να παραμένει αυξημένο, ενώ το εξωτερικό χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ μειώνεται ως αποτέλεσμα των καθαρών αποπληρωμών του δημόσιου χρέους και της ισχυρότερης ονομαστικής ανάπτυξης.
Ωστόσο, η DBRS θεωρεί την εξωτερική θέση της Ελλάδας ως πιο ανθεκτική από ό,τι στο παρελθόν. Η χώρα έχει βελτιώσει την ανταγωνιστικότητά της, έχει γίνει πιο ανοιχτή οικονομία και οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών σε όρους ΑΕΠ έχουν διπλασιαστεί από το 2010. Επιπλέον, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, μετά από προσωρινή διεύρυνση το 2022 πάνω από το 10,2% του ΑΕΠ, μειώθηκε σε περίπου 6,2% το 2023. Μεσοπρόθεσμα, παρά την οικονομική ανάπτυξη σε επίπεδα υψηλότερα της δυναμικής και τις υψηλές εισαγωγές επενδυτικών αγαθών, το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών θα μπορούσε να συνεχίσει να μειώνεται, με το ΔΝΤ να προβλέπει ότι θα μειωθεί ελαφρώς σε επίπεδα ελαφρώς υψηλότερα του 5% του ΑΕΠ το 2025. Οι υποστηρικτικές εισροές ΑΞΕ, οι οποίες έφθασαν σε υψηλό δύο δεκαετιών το 2022, και τα ευρωπαϊκά κεφάλαια θα πρέπει να μετριάσουν τους κινδύνους χρηματοδότησης που προκύπτουν από τα αυξημένα ελλείμματα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών.
Οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις βρίσκονται ψηλά στην πολιτική ατζέντα
Οι πρόσφατες εξελίξεις, συμπεριλαμβανομένου του αποτελέσματος των ευρωεκλογών του περασμένου έτους, υποδεικνύουν μια στενότερη υποστήριξη για το κυβερνών κόμμα. Ωστόσο, το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας, υπό τον Κυριάκο Μητσοτάκη, υποστηρίζεται από μια ισχυρή πλειοψηφία στο κοινοβούλιο που παρέχει πολιτική σταθερότητα και συνέχεια. Αυτό βοηθά την Ελλάδα να εκπληρώσει τους στόχους και τα ορόσημα του Ταμείου Ανάκαμαψης, με στόχο να τονώσει την ανθεκτικότητά της και τις οικονομικές της προοπτικές. Η υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων και των επενδύσεων που περιλαμβάνονται στο Ελλάδα 2.0, παραμένει βασική προτεραιότητα για την ελληνική κυβέρνηση, συμπεριλαμβανομένης της αντιμετώπισης αδυναμιών στο σύστημα δικαιοσύνης, της δημόσιας διοίκησης και της ενίσχυσης του συστήματος δημόσιας υγείας. Επιπλέον, η κυβέρνηση σχεδιάζει επίσης να βελτιώσει το εκπαιδευτικό σύστημα, το οποίο θα βοηθήσει την Ελλάδα να επιτύχει μακροπρόθεσμα οφέλη. Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας συνεχίζει να δίνει προτεραιότητα στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις διατηρώντας τις ψηλά στην πολιτική ατζέντα, ωστόσο όσο πλησιάζουν οι επόμενες εκλογές υπάρχει ο κίνδυνος να χάσει τη δυναμική της η πρόοδος. Η βελτίωση του πολιτικού περιβάλλοντος και η δέσμευση της κυβέρνησης να αντιμετωπίσει τις μακροχρόνιες προκλήσεις της Ελλάδας δικαιολογεί μια θετική ποιοτική προσαρμογή στην αξιολόγηση του δομικού στοιχείου του Πολιτικού Περιβάλλοντος.