Οι επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας το 2020 δεν ήταν καλές: το ΑΕΠ μειώθηκε κατά 8,2% (η τρίτη χειρότερη επίδοση εντός της Ευρωζώνης), το δημοσιονομικό έλλειμμα έφθασε στο 9,7% του ΑΕΠ και το δημόσιο χρέος εκτινάχθηκε στο 205,6% του ΑΕΠ. Είναι βέβαια γεγονός ότι η πανδημία επηρέασε αρνητικά όλον τον πλανήτη, αλλά η Ελλάδα, με την τόσο μεγάλη εξάρτηση από τον τομέα των υπηρεσιών (τουρισμός, εστίαση και μεταφορές) είχε τις περισσότερες συνέπειες της αναστολής των σχετικών δραστηριοτήτων. Τα δίδυμα ελλείματα, το δημοσιονομικό και των εξωτερικών συναλλαγών, εμφανίστηκαν πάλι προκαλώντας προβληματισμό.
Το 2021 προβλέπεται να είναι μια καλύτερη χρονιά, με επιστροφή σε θετικό ρυθμό ανάπτυξης και με επιστροφή σε συνθήκες μιας περίπου κανονικότητας στην οικονομική και κοινωνική ζωή. Παραμένει, όμως, η ελληνική οικονομία δέσμια των διαρθρωτικών προβλημάτων της: τη χαμηλή εξωστρέφεια, το μεγάλο επενδυτικό κενό και το βάρος ενός δημόσιου χρέους που, αν και εκτιμάται ως διαχειρίσιμο, δεν θα αργήσει η στιγμή που θα καταστεί αναγκαίο να ληφθούν μέτρα για την αποκλιμάκωσή του. Το δίχτυ προστασίας που παρέχει η ΕΚΤ, και η ρήτρα εξαίρεσης από τον κανόνα της δημοσιονομικής σταθερότητας, κάποια στιγμή πριν το τέλος του 2022 θα πάψουν να ισχύουν. Τότε θα μας έλθει ο λογαριασμός για το 2023.
Η αξιοποίηση των πόρων από το ευρωπαϊκό ταμείο ανάπτυξης, αποκτά κομβική σημασία, σε συνδυασμό με μία αναμενόμενη επενδυτική έξαρση. Σημαντικά θετική επίπτωση θα έχει η πρόοδος που έχει προσφάτως συντελεστεί στον ψηφιακό μετασχηματισμό του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα.
Η Ελλάδα, λόγω γεωγραφίας, κλίματος και ιστορίας, δεν θα πάψει να είναι χώρα ελκυστική στον τουρισμό, αλλά πρέπει να ενισχυθεί η συμμετοχή του δευτερογενούς τομέα στο ΑΕΠ, με έμφαση στην εξωστρέφεια.
Η κρίση της πανδημίας θα έχει θύματα, όσους δεν αντέξουν να επιβιώσουν και να προσαρμοστούν στο νέο πιο απαιτητικό περιβάλλον. Καραδοκεί ο κίνδυνος μίας αυξημένης διαρθρωτικής ανεργίας, η οποία δεν θα μπορεί διαρκώς να καλύπτεται από μεταβιβαστικές πολιτικές. Μόλις υποχωρήσει, όπως ελπίζουμε, η απειλή της πανδημίας, η χώρα θα κληθεί να κάνει τον απολογισμό των έκτακτων μέτρων στήριξης, και να αντιμετωπίσει το θέμα του διαρθρωτικού μετασχηματισμού της οικονομίας ως άμεση προτεραιότητα.
Βραχυπρόθεσμα, μέχρι και το 2022, οι προοπτικές φαίνονται σχετικά καλές, για μια ασφαλή επιστροφή σε ανάκαμψη. Για να υπερβεί η χώρα τις επιπτώσεις της πανδημίας και του κόστους στήριξης, θα απαιτηθεί μια συνεκτική πολιτική διαρθρωτικού μετασχηματισμού. Οι δυσκολίες δεν θα εξαφανιστούν, και δεν γνωρίζουμε ποιο θα είναι το νέο πλαίσιο σταθερότητας και ανάπτυξης που θα υιοθετήσει η ευρωζώνη. Πιθανότατα θα είναι περισσότερο ευέλικτο και λιγότερο περιοριστικό, όμως οι χώρες που ξεκινούν στην καινούρια εποχή με διαρθρωτικά προβλήματα και δυσθεώρητο δημόσιο χρέος, θα αναγκαστoύν μετά τη δημοσιονομική χαλαρότητα της περιόδου της πανδημίας, να επιστρέψουν σε κάποιας μορφής δημοσιονομική πειθαρχία.
Με τα σημερινά δεδομένα και τις πολλές αβεβαιότητες, είναι αδύνατον να κάνει κάποιος ασφαλείς προβλέψεις. Είναι όμως αναγκαίο να εστιάσουμε στις πιο μακροπρόθεσμες προοπτικές και το μείγμα οικονομικής πολιτικής που θα ταιριάζουν στον μακροπρόθεσμο ορίζοντα. Γι’ αυτό θα πρέπει να σταθμίζεται η σχέση κόστους-οφέλους ακόμα και στις έκτακτες πολιτικές διαχείρισης, με το βλέμμα στραμμένο στο όσον το δυνατόν καλύτερο επίπεδο εκκίνησης προς την μετά την πανδημία εποχή. Η τυχόν ανεκτική συγκυρία δεν πρέπει να προκαλεί εφησυχασμό. Ο λογαριασμός έρχεται στο τέλος και θα είναι απαιτητικός.