• Η επιλογή του σωστού αφηγήματος, δηλαδή της ανάγκης όχι τόσο ακριβούς – με αριθμητικά κριτήρια - πρόβλεψης των μακροοικονομικών στοιχείων, αλλά της ποιοτικά ορθής κατανόησης της τρέχουσας συγκυρίας και της αλληλουχίας των εξελίξεων, αποτελεί πιθανότατα την πιο βασική προϋπόθεση για τη λήψη ορθών αποφάσεων και τη χάραξη των ενδεικνυόμενων στρατηγικών. Η αρχή αυτή ισχύει σε κάθε χρονική συγκυρία, πολλώ δε μάλλον στην τρέχουσα περίοδο όπου ο οικονομικός και πολιτικός χρόνος είναι αφάνταστα συμπυκνωμένος και τα δεδομένα επιδέχονται πολλαπλών ερμηνειών. Η συμπύκνωση αυτή του οικονομικού χρόνου αντανακλάται, πρώτα και κύρια, στο συνεχώς μεταβαλλόμενο αφήγημα που προτείνεται κάθε φορά ως εξήγηση των παγκόσμιων οικονομικών εξελίξεων.
• Εάν πάρουμε το νήμα των εξελίξεων από την αρχή το πρώτο σενάριο που επικράτησε ως ερμηνεία των εξελίξεων σε παγκόσμιο επίπεδο ήταν η «επιστροφή στην προ-Covid κατάσταση με επούλωση των πληγών της πανδημίας». Σύμφωνα με το αρχικό αυτό σενάριο, η μεγάλη πτώση της οικονομικής δραστηριότητας και του πληθωρισμού που καταγράφηκε το 2020, θα ακολουθείτο από μια αντίστοιχη εκτίναξη της ανάπτυξης και των τιμών προς τα άνω κατά τη διάρκεια του 2021. Ωστόσο το όλο φαινόμενο θα ήταν «παροδικό» (transitory) και οι ανεπτυγμένες οικονομίες θα επέστρεφαν στα προ-Covid επίπεδα μόλις οι στατιστικές διαταράξεις (base effects) έχαναν τη δυναμική τους. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο είχε διαμορφωθεί και η αντίστοιχη νομισματική πολιτική της Fed αλλά και των άλλων μεγάλων κεντρικών τραπεζών, μέσω της οποίας διαβεβαίωναν για την παροδική φύση των πληθωριστικών πιέσεων, την υπομονή τους όσον αφορά την άνοδο των επιτοκίων και την στροφή του ενδιαφέροντος τους στην ανάκαμψη της απασχόλησης και επούλωση των «πληγών» της πανδημίας.
• Στη συνέχεια όμως το αφήγημα αυτό άρχισε να το διαδέχεται μια εναλλακτική θεώρηση των πραγμάτων σύμφωνα με την οποία οι οικονομικές εξελίξεις προσδιορίζονται από την «δημοσιονομική κυριαρχία και την υπερθέρμανση της οικονομίας». Σύμφωνα με το δεύτερο αυτό αφήγημα ο συνδυασμός της συνεχιζόμενης επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής και των χαμηλών-μηδενικών επιτοκίων θα οδηγήσει, αργά ή γρήγορα, σε υπερθέρμανση των ανεπτυγμένων οικονομιών. Η αναζωπύρωση της ζήτησης σε συνδυασμό με τη διατάραξη της παγκόσμιας εφοδιαστικής αλυσίδας θα οδηγήσει σε πιο μόνιμα πληθωριστικά φαινόμενα και επαναπροσανατολισμό των πληθωριστικών προσδοκιών σε υψηλότερα επίπεδα. Αντιμέτωπες με τους κινδύνους αυτούς και προκειμένου να μην απωλέσουν την αξιοπιστία τους οι Κεντρικές Τράπεζες θα αναγκαστούν να αναθεωρήσουν την στάση τους και να προβούν σε αυξήσεις επιτοκίων πιο σύντομα από ότι υπολόγιζαν.
• Στον αντίποδα αυτού του σενάριού της οικονομικής υπερθέρμανσης βρίσκεται η συζήτηση που έρχεται από τη δεκαετία του 1970 αναφορικά με τον «στασιμοπληθωρισμό». Στον πυρήνα αυτής της εκδοχής των πραγμάτων βρίσκεται η παρατήρηση ότι οι πρόδρομοι οικονομικοί δείκτες αρχίζουν να καταδεικνύουν σημάδια επιβράδυνσης και όλες οι πληθωριστικές πιέσεις πηγάζουν από την πλευρά της προσφοράς των αγαθών και υπηρεσιών. Σε αυτή την εκδοχή των πραγμάτων η άσκηση νομισματικής πολιτικής καθίσταται ιδιαίτερα προβληματική καθώς τυχόν αυξήσεις επιτοκίων στοχεύουν στον περιορισμό της ζήτησης – άρα θα εμβαθύνουν ακόμα περισσότερο την υφέρπουσα οικονομική στασιμότητα- ενώ δεν επηρεάζουν καθόλου την πλευρά της προσφοράς και τις τιμές ενέργειας συνεπώς δεν θα περιορίσουν τις πληθωριστικές πιέσεις που οφείλονται σε αυτές.
• Μπροστά σε αυτό το συνεχώς μεταβαλλόμενο αφήγημα που τροποποιείται κάθε φορά ανάλογα με τη φορά των γεγονότων, έχουμε να προτείνουμε μια εναλλακτική θεώρηση της τρέχουσας συγκυρίας. Σύμφωνα με την άποψη μας ο οικονομικός κύκλος δεν έχει διαταραχθεί ούτε έχει πάψει να υφίσταται. Αντίθετα αυτό που βιώνουμε είναι μια άνευ προηγουμένου «επιτάχυνση του οικονομικού κύκλου με συνέπεια την απορρύθμιση της σχέσης μεταξύ οικονομικής δραστηριότητας και πληθωρισμού». Μπορεί να ακούγεται παράδοξο αλλά οι τεχνολογικές εξελίξεις των τελευταίων 20-30 ετών επέτρεψαν στις παγκόσμιες εφοδιαστικές αλυσίδες να καταστούν πολύ πιο ευέλικτες και να προσαρμόζονται πολύ πιο άμεσα στις αυξομειώσεις της ζήτησης. Αυτή η βελτιστοποίηση του κύκλου των αποθεμάτων ήταν ένας από τους βασικούς παράγοντες της μείωσης της οικονομικής μεταβλητότητας και ελέγχου του πληθωρισμού από τη δεκαετία του 1980 και ύστερα.
• Η πρωτοφανής κατάρρευση λόγω της πανδημίας και στη συνέχεια η εκτόξευση της ζήτησης μέσα σε μια περίοδο 3-4 τριμήνων ήρθε να απορυθμίσει την ικανότητα της προσφοράς να ανταποκρίνεται στις μεταβολές της ζήτησης με αποτέλεσμα τον αντιπληθωρισμό του 2020 και τις πληθωριστικές πιέσεις του 2021. Ακόμα και οι τιμές ενέργειας που συνήθως θεωρούνται εξωγενείς μπορούν να ερμηνευθούν μέσα σε αυτό το πλαίσιο. Καθώς όμως η επίδραση όλων αυτών των παραγόντων αρχίζει να φθίνει, ο οικονομικός κύκλος θα συνεχίσει τη φυσιολογική εξέλιξη του. Οι ανεπτυγμένες οικονομίες ούτε πρόκειται να υπερθερμανθούν, ούτε να περιέλθουν σε στασιμοπληθωρισμό αλλά ούτε και να επιστρέψουν ακριβώς στην προ-Covid κατάσταση. Αντίθετα, οι οικονομίες έχοντας περάσει από τη φάση της ανάπτυξης έχουν αρχίσει – σε επίπεδο πρόδρομων δεικτών τουλάχιστον - να εισέρχονται στη φάση της αποθέρμανσης δηλαδή θετικών αλλά συνεχώς μειούμενων ρυθμών ανάπτυξης. Μια πρόγευση του μέλλοντος μας δίνει η οικονομία της Κίνας, η οποία ήταν η πρώτη που μπήκε και στη συνέχεια βγήκε από την ύφεση στη συνέχεια στην ανάπτυξη και τώρα οι πρόδρομοι δείκτες έχουν περάσει στη φάση της συρρίκνωσης.
• Μέσα σε αυτό το ρευστό σκηνικό, οι Κεντρικές Τράπεζες αδυνατούν να περάσουν ένα ξεκάθαρο και σαφές μήνυμα στις αγορές. Αρχικά, όσο είχε προβάδισμα το αρχικό σενάριο της επιστροφής στην προ-Covid κατάσταση, εξέπεμπαν ένα μήνυμα ανοχής στον παροδικό πληθωρισμό και έμφασης στη βελτίωση της απασχόλησης. Όταν όμως η έμφαση άρχισε να μετατοπίζεται στο δεύτερο σενάριο της υπερθέρμανσης και μονιμότερου πληθωρισμού άρχισαν να στρέφονται προς μια πιο συντηρητική στάση και να επικοινωνούν - τουλάχιστον η Fed- την απαρχή μιας νέας περιόδου ανοδικής πορείας των επιτοκίων. Στην περίπτωση όμως που η δική μας ανάλυση είναι σωστή τότε είναι υπαρκτός ο κίνδυνος η Fed να εισέλθει σε μια διαδικασία σύσφιξης της νομισματικής πολιτικής των ΗΠΑ προχωρώντας σε 6-7 διαδοχικές αυξήσεις επιτοκίων μέσα στα επόμενα χρόνια τη στιγμή που οι ρυθμοί οικονομικής ανάπτυξης θα βαίνουν μειούμενοι. Τέλος στην ΕΚΤ το ζητούμενο ήταν και θα είναι η νομισματική πολιτική να παραμείνει επεκτατική με συνέχιση της ποσοτικής χαλάρωσης, δημιουργώντας έτσι τον απαραίτητο δημοσιονομικό χώρο στις οικονομίες της Ευρωζώνης έτσι ώστε να αυξήσουν της δημόσιες επενδύσεις και εν τέλει την μακροπρόθεσμή αναπτυξιακή δυναμική τους.