Όσοι παρακολουθούν τις εξελίξεις στον τομέα την ενέργειας στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια, θα συμφωνήσουν πως πρόκειται, μάλλον, για τον δυναμικότερο κλάδο της ελληνικής οικονομίας, ο οποίος παρουσιάζει πλείστες ευκαιρίες για εγχώριους και ξένους επενδυτές. Ο εκσυγχρονισμός των υποδομών, η σταδιακή μετάβαση από τον δημόσιο στον ημι-δημόσιο και εν τέλει στον ιδιωτικό έλεγχο των μεγαλύτερων ενεργειακών εταιρειών και των περιουσιακών τους στοιχείων, ο γρήγορος πολλαπλασιασμός των έργων ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και η εμφανής διεθνοποίηση του κλάδου, αποτελούν ορισμένα συστατικά στοιχεία του γρήγορου μετασχηματισμού του. Είναι όμως αυτός ο - καθυστερημένος σε σχέση με άλλα Κράτη Μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης -μετασχηματισμός απαλλαγμένος από μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα ρίσκα;
Σε μια χώρα όπου οι μεταρρυθμίσεις πραγματοποιούνται συνήθως με αποκλειστική πρωτοβουλία της εκάστοτε Κυβέρνησης βάσει πολιτικού προγράμματος ή προεκλογικών δεσμεύσεων, παρατηρούμε με (ευχάριστη) έκπληξη πως πολλές από τις κινήσεις του αρμόδιου Υπουργείου σήμερα έρχονται προς ικανοποίηση των αναγκών της αγοράς κατόπιν σχετικών διαβουλεύσεων με φορείς του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα. Η επικείμενη νομοθέτηση για τα υπεράκτια αιολικά πάρκα, την οποία ανέμεναν ξένοι και Έλληνες παράγοντες της αγοράς επί μακρόν, η περαιτέρω επιτάχυνση των ρυθμιστικών διαδικασιών για την αδειοδότηση και λειτουργία αιολικών και φωτοβολταϊκών πάρκων, η δημιουργία ρυθμιστικού πλαισίου για την ηλεκτροκίνηση σε τοπικό και εθνικό επίπεδο, η ένταξη των έργων Υδρογόνου στα «Σημαντικά Έργων Κοινού Ευρωπαϊκού Ενδιαφέροντος» και η κατάθεση στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή του σχεδίου για τη δημιουργία μιας οργανωμένης αγοράς σύναψης διμερών «πράσινων» συμβολαίων αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας (του καλούμενου και «Green Pool») είναι μερικές μόνο από τις πρόσφατες παρεμβάσεις που αντικατοπτρίζουν τον παραγωγικό διάλογο μεταξύ εκτελεστικής εξουσίας και αγοράς.
Τα παραπάνω ειδικά μέτρα σε συνδυασμό με τις πολιτικές πρωτοβουλίες σε γεωπολιτικό επίπεδο, όπως η πρόσφατη υπογραφή Μνημονίων Κατανόησης μεταξύ Ελλάδας και Αιγύπτου για τη στρατηγική συνεργασία των δύο χωρών στον τομέα του φυσικού αερίου και την ηλεκτρική διασύνδεση αυτών, αλλά και με την υλοποίηση στρατηγικών πολιτικών στόχων του Υπουργείου, όπως η διάσωση και ο μετασχηματισμός της ΔΕΗ, η απολιγνιτοποίηση και η ενίσχυση των πληττόμενων από τις αυξήσεις στις τιμές του φυσικού αερίου πολιτών, δεν μπορούν παρά να έχουν θετικό πρόσημο και να δημιουργούν αισιοδοξία.
Κανείς όμως δεν πρέπει να αγνοεί ή να υποβαθμίζει τους κινδύνους που μπορεί να υποκρύπτει η έντονη αυτή δραστηριότητα στον τομέα της ενέργειας. Στην πραγματικότητα, η υπερρύθμιση από την απορρύθμιση απέχουν πολύ λίγο και η δημιουργία της αναγκαίας ισορροπίας δεν είναι εύκολη υπόθεση. Ο συνεχής διάλογος με την αγορά σε συνδυασμό με τη διαβούλευση με την τοπική αυτοδιοίκηση και τις τοπικές κοινωνίες μπορούν να δημιουργήσουν το πλαίσιο επίτευξης μιας τέτοιας ισορροπίας.
Ορατός είναι εξάλλου ο κίνδυνος να μετατραπεί η Ελλάδα σε πεδίο διαμάχης ξένων επενδυτών με στόχο το γρήγορο κέρδος και την άμεση έξοδο από τη χώρα. Ήδη, η δημιουργία σημαντικής «δευτερεύουσας» αγοράς μη ολοκληρωμένων αιολικών και φωτοβολταϊκών πάρκων από ξένα επενδυτικά κεφάλαια αποτελεί ένδειξη ενός ιδιότυπου καιροσκοπισμού στη σχετική αγορά τη στιγμή που οι απαιτήσεις ορισμένων εξ αυτών για ευνοϊκή μεταχείριση σε ρυθμιστικό και φορολογικό επίπεδο είναι καθόλα υπερβολικές. Εδώ, απαιτείται προτεραιοποίηση βάσει του συστημικού και μακροπρόθεσμου χαρακτήρα των σκοπούμενων επενδύσεων και με γνώμονες το εθνικό συμφέρον και την προστασία του περιβάλλοντος.
Η προστασία εξάλλου των εργαζομένων στα πολλαπλασιαζόμενα νέα έργα ανά την επικράτεια, η εξασφάλιση ενεργειακής επάρκειας μακροπρόθεσμα για τη χώρα και τους πολίτες της και η δίκαιη σε ρυθμιστικό επίπεδο μεταχείριση μεταξύ Ελλήνων και ξένων επενδυτών αλλά και μεταξύ μικρομεσαίων και μεγάλων επιχειρήσεων είναι αναγκαίες επιλογές για τον περιορισμό του ρίσκου δημιουργίας μιας ευκαιριακής αγοράς ενέργειας, μικρής εμβέλειας και αμφιβόλου βιωσιμότητας.
Συμπερασματικά, η δικαιολογημένη αισιοδοξία που δημιουργούν οι μεταρρυθμίσεις και ο ζωντανός διάλογος Διοίκησης – αγοράς στον τομέα τη ενέργειας δεν αναιρούν τους κινδύνους που ελλοχεύουν για τη χειραγώγηση της. Απαιτείται ad hoc στάθμιση προτεραιοτήτων και συμφερόντων με ενιαίο παρονομαστή το εθνικό συμφέρον και την προστασία των πολιτών.