Τέσσερις εβδομάδες πριν από τις εκλογές για την Καγκελαρία στη Γερμανία, το SPD, το αντίπαλο κεντροαριστερό κόμμα της Άνγκελα Μέρκελ βλέπει αύξηση της στήριξης του κοινού και προσπερνά το CDU στις δημοσκοπήσεις, με 24% έναντι 21% για το CDU. Κάτι τέτοιο είχε να συμβεί 15 (!) χρόνια στη Γερμανία. Απόψε το βράδυ οι τρεις κορυφαίοι υποψήφιοι για καγκελαρία (Λάσσετ, Σόλτς και Μπέρμποκ) θα αναμετρηθούν ζωντανά στην τηλεόραση, κάτι που αναμένεται να κρίνει κι άλλο τις δημοσκοπικές τάσεις.
Ο υποψήφιος της συμμαχίας του CDU, Άρμιν Λάσσετ, αναδεικνύεται σε πρόβλημα για τη συσπείρωση των ψηφοφόρων, καθώς ένα μεγάλο μέρος της γερμανικής κοινωνίας είναι εντελώς διστακτικό στο να αναμετρηθεί με την μετα-Μέρκελ εποχή. Η «γκάφα» του, που ο τηλεοπτικός φακός τον έπιασε να γελάει κατά την επίσκεψή του σε πλημμυρισμένη πόλη στη Βόρεια Ρηνανία-Βεστφαλία τον περασμένο μήνα, θεωρήθηκε σημείο χωρίς επιστροφή για πολλούς. Ιδιαίτερα αν αναλογιστεί κανείς ότι ο Λάσσετ είναι και πρωθυπουργός του κρατιδίου. Επίσης, σε πολλούς ψηφοφόρους ο Λάσσετ «χτυπάει» αρνητικά ως ανεπαρκής γενικά (ανεξάρτητα από τη «γκάφα»), καθώς δεν θεωρούν ότι μπορεί να φέρει την Πέμπτη συνεχόμενη νίκη για τη συμμαχία του CDU, μετά τις 4 διαδοχικές νίκες της Μέρκελ.
Το κοινό στο οποίο απευθύνεται το CDU φαίνεται ακόμα προσκολλημένο στην προσωπικότητα και την πολιτική επάρκεια της Μέρκελ και δύσκολα θα πειστεί ότι μπορεί με οποιονδήποτε τρόπο να υπάρξει μια ομαλή μετάβαση.
Το ελληνικό πρόβλημα και η αναταραχή στο Βερολίνο
Η Ελλάδα έχει δειλά ξεκινήσει τη συζήτηση για χαλάρωση των δημοσιονομικών κανόνων, βάζοντας δύο παραμέτρους στην σχετική συζήτηση: Πρώτον ότι πρέπει να συνυπολογιστούν οι διαρκείς επιπτώσεις της πανδημίας στα δημοσιονομικά ταμεία, οι οποίες συνεχίζουν να «γράφουν». Δεύτερον, ότι η κλιματική αλλαγή δημιουργεί κόστη για αποκατάσταση αλλά και για πρόληψη που θα προκαλούν δημοσιονομικό βάρος και δεν θα μπορούν να αντιμετωπιστούν με τα υπάρχοντα χρηματοδοτικά εργαλεία.
Το αν θα μπορέσει η συζήτηση αυτή να τελεσφορήσει, είναι άμεση συνάρτηση με το αποτέλεσμα των γερμανικών εκλογών και με την ισχύ της επόμενη κυβέρνησης.
Το δύσκολο σενάριο προς υλοποίηση είναι η «έκπληξη»: Να κερδίσει ο Σόλτς (SPD) και να μπορέσει να συμμαχήσει με Πράσινους και με έναν τρίτο εταίρο για να κυβερνήσει.
Ο Σόλτς, σε πρόσφατη συνέντευξή του στην Frankfurter Allgemeine, είπε ότι δεν θα αποκλείσει καμία συμμαχία με κόμματα πιο αριστερά, αλλά τόνισε ότι κάθε γερμανική κυβέρνηση πρέπει να δεσμευτεί στη συμμαχία του ΝΑΤΟ. Αυτή η δήλωση αποκλείει για την ώρα τους Πράσινους, οι οποίοι είναι ακόμα σε καλή θέση για να γίνουν μέρος του επόμενου συνασπισμού, οι οποίοι είναι ρητά αντίθετοι στην ένταξη της Γερμανίας στο ΝΑΤΟ. Μάλιστα, η Αναλένα Μπέρμποκ, η υποψήφια των Πράσινων, δήλωσε στην εφημερίδα Funke ότι οι Πράσινοι (και το Die Linke) δεν ήταν καν πρόθυμοι να υποστηρίξουν στη Βουλή το σχέδιο διάσωσης Γερμανών υπηκόων και τοπικών δυνάμεων από το Αφγανιστάν.
Αυτή τη θέση προσπάθησε να εκμεταλλευτεί πολιτικά ο Λάσσετ, ο οποίος υπενθύμισε το Σάββατο ότι τόσο το SPD όσο και οι Πράσινοι έχουν μπλοκάρει τα μέτρα για την υποστήριξη του γερμανικού στρατού στο παρελθόν.
Από τα παραπάνω, είναι σαφές ότι η ενδεχόμενη κυβέρνηση Σολτς θα έχει αντιμετωπίσει πολλά μεγαλύτερα για τη Γερμανία, από την ενδεχόμενη συζήτηση για χαλάρωση των δημοσιονομικών κανόνων. Το ενδιαφέρον στην περίπτωση Σολτς, είναι ότι ο ίδιος έχει πει ότι πρέπει να παραμείνουν οι κανόνες ως έχουν, κάτι που δεν θα δεχθούν οι κυβερνητικοί του εταίροι.
Η πλευρά Λάσσετ, αν είναι η νικήτρια, θα έχει να αντιμετωπίσει το ίδιο πρόβλημα από την αντίστροφη πλευρά. Οι δικοί της σύμμαχοι είναι πιο κοντά στην «σκληρή» λογική παραμονής των κανόνων ως έχουν, ενώ ο Λάσσετ προσπαθεί να σκεφτεί πραγματιστικά και να διαμορφώσει μια ευρωπαϊκή πλειοψηφία προς όφελος της Γερμανίας, έχοντας ανοιχτότερα αυτιά στη συζήτηση για αλλαγή των δημοσιονομικών κανόνων. Κάτι που δεν θα μπορεί να κάνει με κανέναν τρόπο, αν έχει μια οριακή νίκη στην καγκελαρία, αφού θα αμφισβητείται διαρκώς ως ο ανεπαρκής αντικαταστάτης της Μέρκελ.
Το συμπέρασμα είναι, ότι δεν θα υπάρξει η συζήτηση αυτή πριν το πρώτο τρίμηνο του 2022 και αυτό πιέζει την ελληνική πλευρά, η οποία πρέπει να κινηθεί προβλέποντας στο σωστό αποτέλεσμα των γερμανικών εκλογών.