Οι Ταλιμπάν ανακοίνωσαν το υπουργικό τους συμβούλιο την Τρίτη, 7 Σεπτεμβρίου, το απόγευμα, τρεις ημέρες αφότου ο επικεφαλής της Πακιστανικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (ISI) Υποστράτηγος Φαΐζ Χάμιτ έφτασε στην Καμπούλ για να αποφασίσει για τον σχηματισμό κυβέρνησης.
Το Αφγανιστάν (ή Ισλαμικό Εμιράτο του Αφγανιστάν κατά τους Ταλιμπάν) θα διοικείται πλέον από τον ανώτατο θρησκευτικό ηγέτη, Μουλά Χαϊμπατουλάχ Αχουντζάντα, ο οποίος δεν είναι μέλος της κυβέρνησης. Μετά την ανακοίνωση του υπουργικού συμβουλίου, ο Αχουντζάντα έδωσε εντολή στη νέα κυβέρνηση να τηρήσει τους ισλαμικούς κανόνες και το νόμο της Σαρία στο Αφγανιστάν. Επίσης, παρότρυνε τους υπουργούς να προστατεύσουν τα υψηλότερα συμφέροντα της χώρας και να εξασφαλίσουν «διαρκή ειρήνη, ευημερία και ανάπτυξη».
Πρωθυπουργός ορίστηκε ο στενός συνεργάτης του Αχουντζαντά, Μουλά Μοχάμαντ Χασάν Αχούντ και αναπληρωτής πρωθυπουργός ο Μουλά Αμπντούλ Γκάνι Μπαραντάρ. Το γεγονός ότι ο Μπαραντάρ υπέγραψε τη Συμφωνία της Ντόχα το 2020 πρέπει να θεωρείται ο ανασταλτικός παράγοντας για την παραγκώνισή του και την τοποθέτησή του σε ένα εν πολλοίς διακοσμητικό αξίωμα.
Η κυβέρνηση έχει τα εξής χαρακτηριστικά:
α) Πρώτον ότι δεν έχει τα συμπεριληπτικά χαρακτηριστικά που περίμεναν αρκετοί από τη Δύση. Δεν υπάρχει γυναίκα στο υπουργικό συμβούλιο και μόλις 3 από τους 33 του συμβουλίου είναι από άλλη φυλή εκτός της φυλής των Ταλιμπάν, Παστούν. Μάλιστα από τους τρεις, οι δύο είναι Τατζίκοι και ο ένας Ουζμπέκος, συνεπώς (όπως ήταν αναμενόμενο) οι Χαζάρα βρίσκονται ξανά εκτός ορατότητας στο Αφγανιστάν.
α) Η επιρροή του Πακιστάν είναι καταλυτική όχι μόνο στον σχηματισμό της κυβέρνησης αλλά και στην ιδεολογική ηγεμονία της σκληροπυρηνικής τάσης των Ταλιμπάν και του Δικτύου Χακάνι, το οποίο έχει περίπου 20 από τις 33 θέσεις του υπουργικού συμβουλίου και εννοείται τις κομβικότερες θέσεις για τη δημιουργία του Ισλαμικού Εμιράτου. Χαμένοι πρέπει να θεωρούνται όσοι στήριξαν τη Συμφωνία της Ντόχα το 2020.
γ) Η «παλιά φρουρά» των Ταλιμπάν παραμένει ενεργή και στα πράγματα, παρά τη μεγάλη (και ίσως αναπόφευκτη) ανανέωση στελεχών.
Οι διεθνείς αντιδράσεις
Οι ΗΠΑ, αφού πρώτα δήλωσαν την έντονη ανησυχία τους για τις «σχέσεις και το ιστορικό» ορισμένων από τους ανθρώπους που κατέλαβαν υπουργικές θέσεις στη νέα κυβέρνηση, προχώρησαν στην παραδοχή ότι θα κρίνουν τους Ταλιμπάν από τις πράξεις τους ως κυβέρνηση. «Κατανοούμε ότι οι Ταλιμπάν παρουσίασαν το συγκεκριμένο ως υπηρεσιακό υπουργικό συμβούλιο. Ωστόσο, θα κρίνουμε τους Ταλιμπάν από τις πράξεις του και όχι τα λόγια τους», δήλωσε ο εκπρόσωπος του Υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ.
Στο ίδιο μοτίβο και η ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι εκπρόσωποι της Ε.Ε. δήλωσαν ότι η «προσωρινή» κυβέρνηση που παρουσίασαν οι Ταλιμπάν δεν τήρησαν τις υποσχέσεις περί συμπεριληπτικότητας και πώς δεν είναι τελικά αντιπροσωπευτικό το υπουργικό συμβούλιο ως προς «την πλούσια εθνοτική και θρησκευτική ποικιλομορφία του Αφγανιστάν».
Το Κατάρ, που αναδείχθηκε σε κράτος – κλειδί για τα συμφέροντα των ΗΠΑ ως προς τις συνεννοήσεις για τον σχηματισμό κυβέρνησης στο Αφγανιστάν, δήλωσαν στο ίδιο πνεύμα με τις ΗΠΑ ότι οι Ταλιμπάν δείχνουν «πραγματισμό» και πρέπει να κριθούν για τις πράξεις τους. Συγκεκριμένα, η δήλωση από το Υπουργείο Εξωτερικών του Κατάρ αναφέρει ότι «Έδειξαν (σ.σ. οι Ταλιμπάν) μεγάλο ρεαλισμό. Ας εκμεταλλευτούμε τις ευκαιρίες εκεί ... και ας δούμε τις δημόσιες ενέργειές τους». Παρόλο που το Κατάρ δεν αναγνώρισε ακόμα την κυβέρνηση των Ταλιμπάν, στην ίδια δήλωση αναφέρει ότι «είναι οι de facto κυβερνήτες του Αφγανιστάν, δεν υπάρχει αμφιβολία για αυτό».
Η Τουρκία, μέσα από δηλώσεις του Τούρκου Προέδρου, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν δήλωσε ότι παρακολουθεί προσεκτικά τις εξελίξεις στο Αφγανιστάν. «Δεν γνωρίζουμε πόσο θα διαρκέσει αυτό το υπουργικό συμβούλιο. Το μόνο που έχουμε να κάνουμε είναι να παρακολουθήσουμε αυτή τη διαδικασία προσεκτικά», είπε στους δημοσιογράφους κατά τη διάρκεια επίσημης επίσκεψης στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό.
Η μόνη μεγάλη χώρα που διαφοροποιήθηκε από τις δυτικές δηλώσεις είναι η Κίνα. Το κινέζικο Υπουργείο Εξωτερικών δήλωσε ότι η δημιουργία μιας νέας προσωρινής κυβέρνησης στην Καμπούλ, «έληξε τις περισσότερες από τρεις εβδομάδες αναρχίας στο Αφγανιστάν και είναι ένα απαραίτητο βήμα για την αποκατάσταση της τάξης και την ανοικοδόμηση της χώρας». Το κινέζικο Υπουργείο Εξωτερικών κάλεσε τους Ταλιμπάν να αποκαταστήσουν την τάξη στη χώρα. Μάλιστα, συμπλήρωσαν στην ίδια ανακοίνωση ότι είναι απαραίτητο οι Ταλιμπάν να βοηθήσουν στη σταθερότητα μετά το χάος που προκάλεσε η «κακοπρογραμματισμένη και βιαστική αμερικάνικη αποχώρηση» από το Αφγανιστάν.
Η Ρωσία, δεσμεύτηκε να βοηθήσει την Ινδία, μέσα από συντονισμένες προσπάθειες ώστε να αποφύγουν την κλιμάκωση της βίας και να διαχειριστούν επερχόμενες προσφυγικές ροές.
Το «μακρύ χέρι» του Πακιστάν
Το Πακιστάν απέστειλε όπως είδαμε τον επικεφαλής της Πακιστανικής Υπηρεσίας Πληροφοριών για να βοηθήσει στον σχηματισμό κυβέρνησης. Ο πρωθυπουργός Αχούντ πρέπει να θεωρείται επιλογή του Πακιστάν και επίσης, η επικράτηση του σκληροπυρηνικού Δικτύου Χακάνι, που έχει περίπου τα 20 από τα 33 μέλη του υπουργικού συμβουλίου, πρέπει να υπολογίζεται ως μέρος των συνδιαλλαγών μεταξύ Πακιστάν και Ταλιμπάν.
Το Πακιστάν «έσπρωξε» και την ιδεολογική και στρατηγική αντιπαράθεση μέσα στους κόλπους του Ταλιμπάν, δίνοντας το χρίσμα της ηγεσίας στο Δίκτυο Χακάνι, το οποίο έχει σχέσεις με την επαρχία Παντζάμπ στο Πακιστάν, αλλά στο Αφγανιστάν έχει έδρα στην ιστορική Κανταχάρ. Θυμίζουμε ότι η Κανταχάρ είναι η ιστορική πόλη που δημιουργήθηκε η πρώτη φρουρά Ταλιμπάν το 1994.
Η άλλη τάση των Ταλιμπάν είναι αυττή που είχε έδρα τη Ντόχα, η οποία διαπραγματευόταν με τη διεθνή κοινότητα και είχε δημιουργήσει επαφές με το Νέο Δελχί. Αυτή η τάση φαίνεται να έχει παραγκωνιστεί, δημιουργώντας έντονη ανησυχία στην Ινδία για το άμεσο μέλλον.
Ποιοι είναι το Δίκτυο Χακάνι;
Δίκτυο Χακάνι ονομάζεται μια ομάδα μέσα στους Ταλιμπάν που έχει ως ιδρυτή τον μουτζαχεντίν Τζαλαλουντίν Χακάνι. Ο Τζαλαλουντίν Χακάνι υπήρξε σύμμαχος της CIA στον σοβιετο-αφγανικό πόλεμο και μέχρι τον θάνατό του, το 2018, θεωρούνταν ο βασικός σύνδεσμος με την Αλ Κάιντα. Σήμερα, ο ηγέτης του Δικτύου Χακάνι είναι ο Σιρατζουντίν Χακάκι, ο γιος του, ο οποίος έχει αναλάβει το «βαρύ» Υπουργείο Εσωτερικών. Αυτό σημαίνει ότι θα αναλάβει την αναδιοργάνωση της τοπικής αυτοδιοίκησης και την εσωτερική επιβολή του νόμου στο Αφγανιστάν. Στρατηγικά, αν επιβιώσει η συγκεκριμένη κυβέρνηση, αναμένεται ο Χακάνι να δημιουργήσει ένα συμπαγές μπλοκ που θα περιλαμβάνει τα νότια σύνορα του Πακιστάν και τα αντίστοιχα του Αφγανιστάν, και διά μέσου αυτών θα γίνονται επιθέσεις στην Ινδία.
Ο Σιρατζουντίν Χακάνι είναι επικηρυγμένος με 10 εκατ. δολάρια από τις ΗΠΑ καθώς, μεταξύ πολλών άλλων, φέρεται να συμμετείχε στον σχεδιασμό της απόπειρας δολοφονίας του τότε προέδρου του Αφγανιστάν Χαμίντ Καρζάι το 2008.
Η «παλιά φρουρά» στο προσκήνιο
Πολλοί πίστευαν ότι δεν θα υπάρχουν παλιοί Ταλιμπάν στο νέο υπουργικό συμβούλιο. Παρόλα αυτά, ο τρόπος με τον οποίο σχεδιάστηκε, φαίνεται ότι αποτείνει φόρο τιμής στην πρώτη κυβέρνηση των Ταλιμπάν (1996-2001).
Ο πρωθυπουργός, Μουλά Μοχάμαντ Χασάν Ακούντ, εκτός από δεξί χέρι του θρησκευτικού ηγέτη Μουλά Χαϊμπατουλάχ Αχουντζάντα, θεωρείται και σχεδόν θρύλος των Ταλιμπάν. Υπήρξε ο επικεφαλής του συμβουλίου ηγετών Ρεχμπάρι Σούρα, που δημιουργήθηκε μετά την 11η Σεπτεμβρίου και την έναρξη του πολέμου. Ανήκει επίσης στους 30 πρώτους Ταλιμπάν και θεωρείται ο εγκέφαλος πίσω από την καταστροφή της έδρας των Χαζάρα, Μπαμιγιάν. Εκεί, το 2001, το πυροβολικό των Ταλιμπάν κατέστρεψε τα λαξευτά όρθια αγάλματα του Βούδα που υπήρχαν από τον 6ο μ.Χ. αιώνα στην κοιλάδα του Μπαμιγιάν.
Τέλος, ο Αχούντ είχε διατελέσει υπουργός Εξωτερικών και αναπληρωτής πρωθυπουργός κατά την πρώτη κυβέρνηση των Ταλιμπάν στο Αφγανιστάν από το 1996 έως το 2001. Ήταν επίσης κυβερνήτης του Κανταχάρ και αντιπρόεδρος του υπουργικού συμβουλίου το 2001.
Ο υπηρεσιακός υπουργός Δημοσίων Έργων, Μουλά Αμπντούλ Μανάν Ομάρι, είναι ο αδελφός του ιδρυτή ηγέτη των Ταλιμπάν, Μουλά Ομάρ, και ο θείος του γιου του Ομάρ, Μουλά Γιακούμπ, είναι ο υπηρεσιακός υπουργός Άμυνας στο νέο καθεστώς.