Με φανατικούς υποστηρικτές, αλλά και με ορκισμένους εχθρούς, ο Μπόρις Τζόνσον δεν ήταν μια συνηθισμένη περίπτωση πολιτικού. Μόλις στα οκτώ του χρόνια είχε δηλώσει ότι ήθελε να γίνει «βασιλιάς του κόσμου». Αντ' αυτού έγινε πρωθυπουργός της Βρετανίας, μιας θέσης που σύμφωνα με τον περίγυρο του την κυνήγησε για χρόνια. Και την κατέκτησε «μαχαιρώνοντας πισώπλατα» την Τερέζα Μέι, την πρωθυπουργό στης οποίας την κυβέρνηση ο Μπόρις ήταν υπουργός Εξωτερικών. Όμως, όπως αναφέρθηκε κατά κόρον από τον βρετανικό Τύπο, «Carma is a bitch» και ο Τζόνσον «πληρώθηκε» με το ίδιο νόμισμα.
Ποντάροντας στο Brexit και στο «παραμύθι»
Από την εποχή που Τζόνσον ήταν δημοσιογράφος, η ΕΕ ήταν συχνά στο στόχαστρο του με αποτέλεσμα να έχει κερδίσει τον τίτλο του ευρωσκεπτικιστή. Όταν ο τότε Βρετανός πρωθυπουργός Ντέιβιντ Κάμερον ανακοίνωσε το δημοψήφισμα για το Brexit, o Μπόρις είδε μια ευκαιρία. Υπήρξε αιχμή του δόρατος της καμπάνιας «Vote Leave», που ραχοκοκαλιά του ήταν ευρωσκεπτικιστές Συντηρητικοί όπως ο Τζόνσον και ο Μάικλ Γκόουβ που αργότερα διετέλεσε υπουργός στην κυβέρνηση Τζόνσον. Και βέβαια δίπλα του βρισκόταν ο Ντόμινικ Κάμινγκς, ο ιδιοφυής διευθυντής της καμπάνιας του Leave, ο οποίος από συνοδοιπόρο του Τζόνσον θα εξελισσόταν σε νέμεση του.
Αλήστου μνήμης, το πούλμαν της περιοδείας της καμπάνιας- κόκκινου χρώματος που το κοσμούσε ένα σλόγκαν που έκανε αίσθηση: «Στέλνουμε 350 εκατ. λίρες στην ΕΕ κάθε εβδομάδα. Αντ' αυτού να ενισχύσουμε με αυτά τα χρήματα το εθνικό σύστημα υγείας». Το μήνυμα βρήκε στόχο, με την υποσημείωση ότι δεν ήταν αληθές, αλλά αυτό μικρή σημασία είχε. Το Brexit κέρδισε οδηγώντας τον Κάμερον σε παραίτηση. O Τζόνσον είχε θριαμβεύσει, θέτοντας τις βάσεις για την εξόρμηση προς την εξουσία, έστω και αν αυτές είχαν εδραιωθεί πάνω σε ένα ψέμα.
Πισώπλατα
Η Τερέζα Μέι διαδέχθηκε τον Κάμερον στην ηγεσία των Συντηρητικών και στην πρωθυπουργία, με σημαία της ότι «Brexit σημαίνει Brexit», τονίζοντας έτσι ότι δεν θα υπάρξει κάποιο πισωγύρισμα στην απόφαση των Βρετανών. Η Μέι έπρεπε να περάσει την συμφωνία του Brexit- η οποία βρισκόταν σε σκληρές διαπραγματεύσεις με τις Βρυξέλλες- από την βρετανική Βουλή, κάτι που την οδήγησε σε αλλεπάλληλες κοινοβουλευτικές πανωλεθρίες, κυρίως από τις αντιδράσεις των σκληροπυρηνικών Brexiteers εντός των κόλπων των Συντηρητικών. Και ενώ τον Ιούλιο του 2018 φάνηκε ότι βρέθηκε η ισορροπία εντός του κόμματος για την στρατηγική του Brexit, τρεις ημέρες μετά την σύγκληση του υπουργικού συμβουλίου στο Chequers (την καλοκαιρινή πρωθυπουργική κατοικία), o Τζόνσον αιφνιδιαστικά ανακοίνωσε την παραίτηση του. Η κίνηση του χαρακτηρίστηκε από τον βρετανικό Τύπο ως «πισώπλατη μαχαιριά» στη Μέι, ο οποία μετά τις διαδοχικές ήττες στις ψηφοφορίες για τη συμφωνία, οδηγήθηκε στην έξοδο από την πρωθυπουργία και την ηγεσία του κόμματος. Πριν συμβεί αυτό είδε αλλεπάλληλες παραιτήσεις κυβερνητικών μελών, όπως ακριβώς έγινε και στην περίπτωση του Τζόνσον, ωθώντας πολλούς να σχολιάσουν ότι πληρώθηκε με το ίδιο νόμισμα ή ότι «Carma is a bitch».
Η ώρα του Μπόρις- του «Βρετανού Τραμπ»
Μετά την παραίτησή του από ΥΠΕΞ, ο Τζόνσον φέρεται να ήρθε σε επαφή με τον Στηβ Μπάνον, τον σύμβουλο του Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος από την πλευρά του σε συνεντεύξεις του ανέφερε ότι ο Τζόνσον θα πρέπει να διεκδικήσει την ηγεσία του Συντηρητικού κόμματος. Πράγματι τον Ιούνιο του 2019, ο Τζόνσον εύκολα καθάρισε τον... ανταγωνισμό, κέρδισε την αρχηγία, έγινε πρωθυπουργός και έβαλε πλώρη για την ολοκλήρωση της συμφωνίας του Brexit. Νέο σύνθημα έγινε το «get Brexit done».
Όμως η προσέγγιση του στο «get Brexit done»- αλλά και στον γενικότερο τρόπο διακυβέρνησης του- χαρακτηρίστηκε από τους επικριτές του ως μορφή λαϊκισμού. Σύμφωνα με αυτούς ο Τζόνσον ήταν ένας ερασιτέχνης τζέντλεμαν, όχι ιδιαίτερα καταρτισμένος, φωνακλάς, που δεν έδινε καμία σημασία στη λεπτομέρεια. Τον διέκρινε μια περιφρόνηση προς τους ειδικούς, προς την εξειδικευμένη ελίτ, ενώ «πουλούσε» αυτά τα χαρακτηριστικά ως ιδεολογία.
Όπως είχε αναφέρει χαρακτηριστικά, ο Τζόναθαν Φριλαντ στον Guardian, «την εποχή του Τραμπ και του Brexit, το να είσαι εκ γενετής καλλιτέχνης στην μπούρδα –όπως ήταν πάντα ο Τζόνσον– σήμαινε να ορίζεις τον εαυτό σου ως άνθρωπο του «λαού» και των «ενστίκτων» του, να είσαι ασυγκράτητος, αδιάφορος για τους βαρετούς αρνητές σου και τα κουραστικά στοιχεία τους, έτοιμος να πάρεις θέση ενάντια στις γνωστές ελίτ, το κατεστημένο και τους ειδικούς. Από αυτή την άποψη τουλάχιστον, ο πρόεδρος των ΗΠΑ (Ντόναλντ Τραμπ), δεν είχε άδικο όταν αναγνώρισε στον Τζόνσον ένα συγγενικό πνεύμα, έναν «Βρετανό Τραμπ».
Οι κανόνες (για τους άλλους), ο Κάμινγκς και η κατρακύλα
Ο Τζόνσον βρέθηκε στην κορυφή του παιχνιδιού του. Τον Οκτώβριο του 2019 επικράτησε συντριπτικά έναντι των Εργατικών στις εκλογές (με σύνθημα το «get Brexit done») και όλα έδειχναν να του πηγαίνουν πρίμα. Όμως η πανδημία του κορονοϊού περιέπλεξε την κατάσταση. Τα lockdown που επιβλήθηκαν δεν ήταν αρεστά, αλλά η επιβολή τους τη δεδομένη στιγμή ήταν επιβεβλημένη για όλους. Ή όχι; Τα «κορονοπάρτι» στην πρωθυπουργική κατοικία στην Ντάουνινγκ Στριτ και το ταξίδι του στενού του συμβούλου Ντόμινινγκ Κάμινγκς στο Ντάραμ, ενώ υπήρχε απαγόρευση μετακινήσεων και ο ίδιος εμφάνιζε συμπτώματα κορονοϊού, ξεσήκωσαν θύελλα. Όμως ο Μπόρις έκανε αυτό που έκανε καλύτερα: Την αγνόησε. Στην περίπτωση του Κάμινγκς, κάλυψε τον σύμβουλο του, ενώ για τα «κορονοπάρτι» άρχισε να αραδιάζει το ένα ψέμα πίσω από το άλλο, εξοργίζοντας ακόμα και τους Συντηρητικούς, που άρχισαν (δημοκοπικά) να του γυρίζουν την πλάτη. Όμως, μια επιστολή του Μάρτιν Χάμοντ, καθηγητή στο κολέγιο του Ήτον- όπου φοιτούσε τη δεκαετία του '80 ο Μπόρις- προς τον πατέρα του μετέπειτα πρωθυπουργού, έδειχνε την «φιλοσοφία» του: «Νομίζω ότι πιστεύει ειλικρινά ότι είναι τρελό εκ μέρους μας να μην τον θεωρούμε εξαίρεση, κάποιον που θα πρέπει να είναι απαλλαγμένος από το δίκτυο υποχρεώσεων που δεσμεύει όλους τους άλλους», είχε αναφέρει σε ανύποπτο χρόνο ο Χάμοντ. Και έτσι κινήθηκε ο Τζόνσον, πάντα με την αίσθηση ότι οι κανόνες είναι για τους άλλους.
Πάντως, στην περίπτωση του Κάμινγκς (του κατά πολλούς ιθύνοντα νου του Brexit), η ρήξη με τον Τζόνσον ήρθε, αλλά το παρασκήνιο της παραμένει «θολό». Σύμφωνα με κάποιες πηγές αφορούσε μια σύγκρουση με την Κάρι Σίμοντς, την τότε σύντροφο (και νυν σύζυγο) του Τζόνσον. Η ουσία είναι ότι ο Κάμινγκς έφυγε από την Ντάουνινγκ Στριτ, με έναν ογκώδη φάκελο που πολλοί είκασαν ότι περιείχε «άπλυτα» του Μπόρις.
Πάντως ο Κάμινγκς φρόντισε με συνοπτικές διαδικασίες, να μεταμορφωθεί στη «νέμεση» του πρώην εργοδότη και συνοδοιπόρου του στο Brexit. Σε συνεντεύξεις του παρουσίαζε έναν ματαιόδοξο ηγέτη, που είχε την εμμονή με τα μνημεία προς τιμή του, ενώ δεν δίστασε να τον αποκαλέσει «εντελώς ηλίθιο».
Όμως κάθε φορά που ένα νέο σκάνδαλο του Τζόνσον διέρρεε στον Τύπο, όλα τα βλέμματα γυρνούσαν προς το πρώην δεξί χέρι του πρωθυπουργού. Ο ίδιος βέβαια δεν παραδέχθηκε ποτέ την παραμικρή εμπλοκή.
Ασχέτως αν ο Κάμινγκς είχε ή δεν είχε εμπλοκή, η ουσία είναι ότι η διαδοχή σκανδάλων (μικρών ή μεγαλύτερων) και η αίσθηση που διαμορφώθηκε ότι οι κανόνες ισχύουν για τους άλλους, αλλά όχι για τον Τζόνσον, έπαιξε καταλυτικό ρόλο στην διαμόρφωση της κοινής γνώμης, όσον αφορά την εικόνα των Συντηρητικών. Ενδεικτικό του κλίματος που είχε διαμορφωθεί οι δύο ήττες των Συντηρητικών στις ενδιάμεσες εκλογές του περασμένου Ιουνίου στις περιφέρειες του Γουέικφιλντ (έχασαν την έδρα από τους Εργατικούς) και του Τίβερτον και Τόνιτον (κέρδισαν την έδρα οι Φιλελεύθεροι).
Τα εκλογικά αποτελέσματα, σε συνδυασμό με την πτώση στις δημοσκοπήσεις, έθεσαν σε συναγερμό τους Συντηρητικούς που άρχισαν να αντιλαμβάνονται ότι αν φτάσουν στις εκλογές με τον Τζόνσον, θα υπάρξει αντιστροφή του εκλογικού αποτελέσματος του 2019: Όπως τότε οι Εργατικοί υπό τον Κόρμπιν γνώρισαν την μεγαλύτερη ήττα εδώ και μισό αιώνα, έτσι και οι «Τόρις» θα όδευαν σε «Βατερλό».
Ακολούθησε η εκ των έσω πρόταση δυσπιστίας, που ναι μεν επιβίωσε ο Τζόνσον, αλλά έδειξε ότι το πολιτικό του τέλος είχε ζυγώσει. Η «καταιγίδα παραιτήσεων των τελευταίων ημερών ήταν απλά το επιστέγασμα του προαναγγελθέντος τέλους.
Όμως ο Ντόμινικ Κάμινγκς έχει διαφορετική άποψη. Με μήνυμα του στο Twitter ανέφερε: «Τον ξέρω αυτόν τον τύπο- δεν πιστεύει ότι έχει τελειώσει. Σκέφτεται ότι είναι σε πόλεμο και πολλά περίεργα πράγματα μπορούν να συμβούν και θα προσπαθήσει να κερδίσει χρόνο. Σκέφτεται μπορεί ακόμα να τη γλιτώσω, έχω τη λαϊκή εντολή, πολλοί με λατρεύουν, να φτάσω μέχρι τον Σεπτέμβριο. Αν οι βουλευτές τον αφήσουν στη θέση του θα γίνει ΣΦΑΓΗ».
Το αν ο Τζόνσον δώσει μια μάχη οπισθοφυλακής, αυτό μένει να φανεί. Αλλά ακόμα και αν το πράξει, τίποτα δεν δείχνει ικανό να ανατρέψει την κατάσταση. Θα φύγει με τον εύκολο, θα φύγει με το δύσκολο τρόπο; Σύντομα θα το δούμε. Όμως το μόνο σίγουρο είναι ότι με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, οι μέρες του στη Ντάουνινγκ Στριτ έφτασαν στο φινάλε τους.