Η επίσκεψη του ειδικού διαπραγματευτή του ΟΗΕ Μάθιου Νίμιτς στα Σκόπια και οι επαφές του με την πολιτική και πολιτειακή ηγεσία της γείτονος, ανέδειξε, αν μη τι άλλο, το ότι, μπορεί να υφίσταται σε αμφότερες τις πλευρές στη διαπραγμάτευση η βούληση να βρεθεί μια κοινή συνισταμένη για όλα τα ανοιχτά ζητήματα, πλην όμως υπάρχουν και σημαντικοί ανασχετικοί παράγοντες.
Έναν, μάλιστα, και ιδιαίτερα κρίσιμο ανέδειξε με ευκρίνεια ο υπουργός Εξωτερικών της γείτονος Νίκολα Ντιμιτρόφ, ο οποίος και θα χειριστεί εν πολλοίς τη διαπραγμάτευση σε διμερές επίπεδο με τον Νίκο Κοτζιά. Ο κ. Ντιμιτρόφ υπεραμύνθηκε της «μακεδονικής ταυτότητας, αλλά και της «μακεδονικής γλώσσας», την οποία μάλιστα ενέταξε στη σλαβική ομάδα γλωσσών. Ο κ. Ντιμιτρόφ, υιοθετώντας μια σκληρή προσέγγιση και προειδοποιώντας ότι, αν στη διαπραγμάτευση θιγεί το ζήτημα της ταυτότητας, τότε τα περιθώρια για λύση θα είναι μικρά, ουσιαστικά κατέδειξε και το εύρος παραχωρήσεων που έχουν οι Σκοπιανοί, παρά τη θετική προαίρεση και τη διεθνή πίεση για εξεύρεση λύσης.
Από την άλλη, αίσθηση προκάλεσε και αυτό που είπε ο κ. Νίμιτς ότι δεν έχει ακούσει στις συζητήσεις που είχε στην Αθήνα ζήτημα αμφισβήτησης της ταυτότητας των Σκοπίων. Το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών, πάντως, δια πηγών του απαντούσε «εμείς έχουμε διατυπώσει σαφώς την άποψή μας. Δεν ερμηνεύουμε τον κ. Νίμιτς, ούτε να μας ερμηνεύει». Πρακτικά, αυτό σημαίνει ότι η ελληνική πλευρά με σαφήνεια θέτει ζήτημα ταυτότητας της γείτονος και, σύμφωνα με διπλωματικές πηγές, αυτό θα είναι και ένα από τα κεντρικά ζητήματα που θα θιγούν στο προσύμφωνο που θα καταθέσει σε λίγες μέρες ο κ. Κοτζιάς στον κ. Ντιμιτρόφ, απεικονίζοντας τις ελληνικές θέσεις. Άλλωστε, θα ήταν οξύμωρο για την ελληνική κυβέρνηση να επιδιώκει μετονομασία της γείτονος και να μην θίγει τα κεφάλαια της ταυτότητας και της γλώσσας, από τη στιγμή που θεωρούνται ως κορυφαίες επιδείξεις αλυτρωτισμού εκ μέρους της πΓΔΜ.
Βέβαια, την ώρα που, όχι τόσο ο κ. Νίμιτς, όσο ο κ. Ντιμιτρόφ έθετε ζήτημα ταυτότητας, αναδεικνύοντας ουσιαστικά την κόκκινη γραμμή (;) της πΓΔΜ, ο κ. Κοτζιάς εμφανιζόταν σε συνέντευξή του στο Reuters εξαιρετικά αισιόδοξος για θετική κατάληξη των συνομιλιών με τη γείτονα ως τον Ιούνιο. Μάλιστα, απάντησε με σαφήνεια σε ερώτηση για το αν θα έχει διευθετηθεί το ζήτημα ως τότε, λέγοντας πως θα γίνει. «Θέλουμε λύση, είναι προς το συμφέρον της Ελλάδας και της περιοχής, θα φέρει σταθερότητα, ασφάλεια και οικονομική ανάπτυξη», προσέθεσε ο κ. Κοτζιάς.
Βέβαια, πέραν του διπλωματικού πόκερ που παίζεται, μια κρίσιμη παράμετρος για την κυβέρνηση είναι και τα συλλαλητήρια. Μπορεί το Μέγαρο Μαξίμου να μην το παραδέχεται επισήμως και να κάνει λόγο για επικράτηση ακροδεξιών και εθνικιστικών στοιχείων, πλην όμως καθισταται σαφές ότι ο όγκος του συλλαλητηρίου μπορεί να επηρεάσει και τις πολιτικές εξελίξεις. Μπορεί, συνεπώς, η κυβέρνηση να έχει αταλάντευτη βούληση να βρει κοινή συνισταμένη με τα Σκόπια, το ερώτημα όμως που συζητείται έντονα σε πολιτικούς και διπλωματικούς κύκλους αυτές τις ημέρες, είναι πώς προτίθεται να αντιδράσει, σε περίπτωση που βρεθεί αντιμέτωπη με ένα συλλαλητήριο ογκωδέστερο και από αυτό της Θεσσαλονίκης. Με άλλα λόγια, πολιτικοί κύκλοι εμφανίζονται ιδιαίτερα προβληματισμένοι για τον τρόπο που μπορεί να επιδράσει τυχόν μαζικοποίηση της διαφωνίας των πολιτών με τους κυβερνητικούς χειρισμούς, στην προοπτική εξεύρεσης λύσης. Μάλιστα, από μια άλλη οπτική, το ζήτημα έθεσε και ο επικεφαλής της VMRO Χριστιάν Μιτσκόσκι, λέγοντας ότι η ελληνική κοινωνία προχώρησε σε συγκεκριμένα βήματα που δημιουργούν αρνητικά συναισθήματα απέναντι στην Δημοκρατία της Μακεδονίας (sic) και δεν βοηθούν στην όλη διαδικασία».