Στα 830 ευρώ (μεικτά) αυξάνεται ο κατώτατος μισθός από την Δευτέρα 1η Απριλίου, προκειμένου στην έναρξη της θερινής περιόδου οι εποχικοί εργαζόμενοι που δεν καλύπτονται από συλλογικές συμβάσεις να λάβουν την αύξηση των 50 ευρώ το μήνα.
Η κυβέρνηση προχώρησε σε μια αύξηση της τάξης του 6,5%, με γνώμονα την στήριξη των χαμηλόμισθων νοικοκυριών απέναντι στην ακρίβεια και τον πληθωρισμό, σταθμίζοντας και την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων (ειδικά των μικρομεσαίων).
Οι αμειβόμενοι με τον κατώτατο μισθό μειώνονται σταδιακά, καθώς ανέρχονται πλέον στο 22% από 27% τα προηγούμενα χρόνια, ενώ ταυτόχρονα ο αριθμός των απασχολουμένων αυξάνεται κατά 400.000.
Η αύξηση του κατώτατου μισθού συμπαρασύρει προς τα πάνω τριετίες, δώρα και 13 κατηγορίες επιδομάτων και παροχών, όπως την τακτική επιδότηση ανεργίας (που θα ανέλθει στα 510 ευρώ, την ειδική παροχή μητρότητας, το επίδομα γονικής άδειας, το ειδικό βοήθημα ευάλωτων ομάδων, το ειδικό εποχικό βοήθημα και το επίδομα εργασίας.
Η ανακοίνωση της αύξησης από τον πρωθυπουργό και την αρμόδια υπουργό Εργασίας, Δόμνα Μιχαηλίδου, αμέσως μετά το υπουργικό συμβούλιο αντιμετωπίστηκε με επιφυλακτικότητα από τους εκπροσώπους της αγοράς (οι περισσότεροι εκ των οποίων έλαβαν μέρος στη διαβούλευση ζητώντας μικρότερη αύξηση). Με ανακοινώσεις τους ζητούν να συνδυαστεί η βελτίωση των βασικών αποδοχών των εργαζομένων με μέτρα ελάφρυνσης του μη μισθολογικού κόστους, αλλά και φορολογικές παρεμβάσεις που θα στηρίξουν τον επιχειρηματικό κόσμο.
Την αντίθεσή της με το ύψος του νέου κατώτατου μισθού εξέφρασε η ΓΣΕΕ (η οποία είχε προτείνει αύξηση στα 908 ευρώ) και ανακοίνωσε την απόφασή της για Γενική Απεργία στις 17 Απριλίου.
«Την ώρα που η ακρίβεια έχει γίνει θηλιά στο λαιμό των εργαζομένων, με τον πληθωρισμό να έχει εξαντλήσει τα εισοδήματά τους και την αγοραστική τους δύναμη να βρίσκεται στα τάρταρα, την ώρα που η ΓΣΕΕ έχει τεκμηριωμένα καταθέσει πρόταση για αύξηση στο 60% του διάμεσου μισθού που είναι το κατώφλι της φτώχειας συν την αύξηση της παραγωγικότητας και τον εκτιμώμενο πληθωρισμό, την ώρα που η Ελλάδα είναι πρώτη στη συμμετοχή των επιχειρηματικών κερδών στο εθνικό εισόδημα αλλά προτελευταία στους μισθούς των εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα, η Κυβέρνηση ανακοινώνει κατώτατο μισθό αναντίστοιχο των αναγκών των εργαζομένων.
Αυξήσεις που σε καμία περίπτωση δε διασφαλίζουν συνθήκες στις οποίες ένας εργαζόμενος που αμείβεται με τον κατώτατο μισθό, δε θα βρίσκεται κάτω από το κατώφλι της φτώχειας και θα έχει ένα αξιοπρεπές βιοτικό επίπεδο. Εμείς δε ζητάμε ενίσχυση από τον κρατικό προϋπολογισμό, ζητάμε αυξήσεις από τους εργοδότες μας για την αντιμετώπιση της ακρίβειας. Ζητάμε πίσω τα εργαλεία συλλογικής διαπραγμάτευσης μέσω της επαναφοράς του θεσμικού πλαισίου των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας» επισημαίνει σε ανακοίνωσή της η Συνομοσπονδία.
Τι ζητούν οι κοινωνικοί εταίροι
«Αναγκαία η αύξηση του κατώτατου μισθού για τη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής, απαιτούνται όμως παρεμβάσεις για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας» τονίζει η πρόεδρος του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Αθηνών, Σοφία Κουνενάκη Εφραίμογλου. «Χρειάζεται να συνδυαστεί με περισσότερα βήματα για τη μείωση του μη μισθολογικού κόστους της εργασίας, αλλά και συνέχιση των παρεμβάσεων για την υποστήριξη της επιχειρηματικότητας και της επίσημης εργασίας, μέσα από φορολογικές, ασφαλιστικές και ρυθμιστικές παρεμβάσεις, βελτίωση της λειτουργίας της δημόσιας διοίκησης, δημιουργία κατάλληλων υποδομών και υπηρεσιών».
«Η αύξηση του κατώτατου μισθού που ανακοίνωσε η κυβέρνηση ήταν απαραίτητη, κυρίως για την ενίσχυση του εισοδήματος των χαμηλόμισθων εργαζομένων, των οποίων το εισόδημα επηρεάζεται περισσότερο από τον επίμονο πληθωρισμό» σημειώνει η Γενική Συνομοσπονδία Επαγγελματιών Βιοτεχνών Εμπόρων Ελλάδος.
«Αναγκαία είναι, επίσης, και η λήψη μέτρων για τη μείωση του κόστους λειτουργίας των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων, που τα τελευταία 2 έτη έχει αυξηθεί κατά 35%, καθώς και μέτρα για την ενίσχυση της ρευστότητάς τους. Τέτοια θα μπορούσαν να είναι η πλήρης κατάργηση τους τέλους επιτηδεύματος, η ρεαλιστική ρύθμιση των οφειλών, η μείωση των έμμεσων φόρων, ο περιορισμός των ειδικών φόρων και τελών, η επαναφορά του αφορολόγητου ορίου για τα εισοδήματα που αποκτώνται από επιχειρηματική δραστηριότητα και βέβαια η απόσυρση της τεκμαρτής φορολόγησης των ατομικών επιχειρήσεων, η οποία θα τις επιβαρύνει έτι περαιτέρω καθώς συνδέεται άμεσα με το ύψος του κατώτατου μισθού» τονίζει.
«Η ΚΕΕΕ συμφωνεί με την αύξηση του κατώτατου μισθού, όμως σε κάθε περίπτωση πρέπει να συνοδευθεί με ταυτόχρονες παροχές προς τις επιχειρήσεις, με ελάφρυνση των εργοδοτικών εισφορών και κίνητρα για διατήρηση και πρόσθεση νέων θέσεων εργασίας» επισημαίνει ο πρόεδρος της Κεντρικής Ένωσης Επιμελητηρίων Ελλάδος, Ιωάννης Μασούτης.
«Η νέα αύξηση του κατώτατου μισθού στα 830 ευρώ, θα έπρεπε να έχει σχεδιαστεί με καταλληλότερο τρόπο για την εθνική οικονομία, με ταυτόχρονη μείωση του μη μισθολογικού κόστους, ώστε να ωφεληθούν τόσο οι εργαζόμενοι όσο και οι επαγγελματίες» υποστηρίζει σε ανακοίνωσή του το Βιοτεχνικό Επιμελητήριο Αθήνας. Χαρακτηριστικά αναφέρεται πως με την αύξηση του κατώτατου αυξάνεται η μηνιαία επιβάρυνση των επιχειρήσεων κατά 62,90 ευρώ για κάθε εργαζόμενο, από τα 953,8 ευρώ στα 1.016,7 ευρώ. Έτσι μια μικρομεσαία επιχείρηση, με 5 άτομα αμειβόμενα με τον κατώτατο μισθό, θα κληθεί να καταβάλει επιπλέον 4.403 ευρώ, σε ετήσια βάση.
«Ναι στην αύξηση του κατώτατου αλλά χωρίς ελάφρυνση βαρών των ΜμΕ ο λογαριασμός δεν βγαίνει» σημειώνει σε δήλωσή του ο πρόεδρος του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών Γιάννης Χατζηθεοδοσίου.
«Είχαμε κάνει ξεκάθαρο προς την κυβέρνηση πως η οποιαδήποτε αύξηση του κατώτατου θα έπρεπε να συνοδευτεί από τη μείωση του μη μισθολογικού κόστους το οποίο παραμένει σε υψηλά επίπεδα. Κάτι τέτοιο δεν έγινε και οι επιχειρήσεις, ειδικά οι μικρομεσαίες, επιβαρύνονται κι άλλο σε μία χρονική στιγμή που η βιωσιμότητα τους απειλείται από διάφορους ανασταλτικούς παράγοντες όπως η ακρίβεια, το υψηλό λειτουργικό κόστος, η έλλειψη χρηματοδοτικών εργαλείων, η επιπλέον φορολόγηση, ο βραχνάς των ανεξόφλητων οφειλών».