Η Εργατική Πρωτομαγιά αποτελεί κατάκτηση των εργαζομένων για το δικαίωμα της 8ώρης εργασίας, το δικαίωμα της ξεκούρασης και του ελεύθερου χρόνου, ενώ έχει τις ρίζες της στις ΗΠΑ, με αιχμή του δόρατος τους εργάτες στα εργοστάσια, ειδικά στο Σικάγο που εξεργέθηκαν την 1η Μαΐου του 1886, απεργώντας ώστε να δουλεύουν για να ζουν και όχι να ζουν για να δουλεύουν.
Στην πρώτη μεγάλη απεργία, έλαβαν μέρος περίπου 350.000 εργάτες από 1.200 εργοστάσια σε πολλές πόλεις των ΗΠΑ και αγωνίζονταν ώστε να πάψουν τα εξαντλητικά ωράρια, οι δυσμενείς συνθήκες δουλειάς και οι μισθοί - πείνας, διεκδικώντας οκτώ ώρες εργασίας, οκτώ ώρες ύπνου και οκτώ ώρες ανάπαυσης. Στη μεγαλειώδη πορεία στο Σικάγο συμμετείχαν 90.000 διαδηλωτές, ενώ της κεφαλής της κινητοποίησης ηγούνταν ο Άλμπερτ Πάρσονς, η σύζυγός του, Λούσι και τα 7 παιδιά τους.
Οι συγκρούσεις με τις αστυνομικές δυνάμεις και οι δίκες μετά το μπαράζ συλλήψεων, οδήγησε σε δεκάδες νεκρούς απεργούς. Όμως, ο αγώνας που ποτίστηκε με το αίμα και τον μόχθο των λαϊκών μαζών, δικαιώθηκε. Οι εργαζόμενοι σε όλα τα μήκη και πλάτη της Γης ξεσηκώθηκαν και διεκδίκησαν το δίκιο τους, με την 1η Μαΐου να καθιερώνεται επί αμερικανικού εδάφους ως η Παγκόσμια Ημέρα των Εργατών (Labour Day) στις 20 Ιουλίου του 1889.
- ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Οι 12 απεργίες που άλλαξαν τον κόσμο - Από το 8ωρο έως την Θάτσερ
Πρώτα δείγματα στην Ελλάδα
Στην Ελλάδα, η ιστορία είναι διαφορετική. Τα πρώτα σημάδια εργατικών κινημάτων άρχισαν να αποτυπώνονται μετά την ανάπτυξη της καπνοκαλλιέργειας τον 19ο αιώνα. Η πρώτη απεργία, στον υπό οθωμανική διοίκηση ελλαδικό χώρο εκδηλώθηκε την Πρωτομαγιά του 1888 στην Δράμα, όταν καπνεργάτες διεκδίκησαν 10ωρη εργασία. Το 1892 σημειώθηκε η πρώτη συγκέντρωση για την Πρωτομαγιά στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος και το επόμενο έτος, 2.000 εργάτες απαιτούσαν οκτάωρη εργασία, κυριακάτικη αργία και κρατική περίθαλψη στα θύματα εργατικών ατυχημάτων. Το 1894 σε ογκώδη πορεία με τα ίδια αιτήματα έγιναν 10 συλλήψεις.
Συνθήκες φτώχειας και εξαθλίωσης
Από την δεκαετία του 1930, ένα έτος μετά το παγκόσμιο οικονομικό κραχ (1929) έως το 1967 στα χρόνια της Χούντας, οι συνθήκες δουλειάς ήταν άθλιες, η εργασία ανασφάλιστη και το 8ωρο έμοιαζε με ένα μακρινό όνειρο... θερινής νυκτός. Οι εργαζόμενοι πληρώνονταν με... συμβολικές αμοιβές και χιλιάδες πρόσφυγες μετά την καταστροφή της Μικράς Ασίας, αποτέλεσαν μια από τις αφορμές ώστε να υποχωρήσουν περαιτέρω τα μεροκάματα, καθώς υπήρχε υπερπροσφορά εργατικών χεριών. Ταυτοχρόνως, παρατηρήθηκε ραγδαία κορύφωση της πολιτικής δράσης μετά και το περίφημο «ιδιώνυμο Βενιζέλου», δηλαδή το αδίκημα όπως περιγράφεται στον νόμο N. 4229/24 Ιουλίου 1929 (ΦΕΚ 245/Τεύχος Πρώτον/25 Ιουλίου 1929) «περί των μέτρων ασφαλείας του κοινωνικού καθεστώτος και προστασίας των ελευθεριών των πολιτών», που οδήγησε στην φυλακή χιλιάδες ανθρώπους.
Μικρασιατική καταστροφή
Με την Ελλάδα να προσπαθεί να συνέλθει από τις συνέπειες της μικρασιατικής καταστροφής, οι πρόσφυγες καθ'όλη τη δεκαετία του 1920 στοχοποιούνταν καθώς συνιστούσαν φθηνό δυναμικό που συμπίεζαν καθοδικά την αξία της εργατικής δύναμης, πυροδοτώντας φαινόμενα κοινωνικού αυτοματισμού. Παράλληλα, ο ανταγωνισμός ανάμεσα στα 2 φύλα έπαιρνε μεγαλύτερες διαστάσεις λόγω του μισθολογικού χάσματος που υφίσταται μέχρι και σήμερα, καθώς οι άνδρες πληρώνονταν καλύτερα από τις γυναίκες ενώ και η ανεργία εκτοξεύονταν.
- ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: UBS: Κοντά στο 25% η «ψαλίδα» στις συντάξεις ανδρών και γυναικών στην Ελλάδα - Οι ανισότητες στον εργασιακό στίβο
Γενικός ξεσηκωμός
Το 1932 η ελληνική οικονομία κατέρρευσε, με τις ανεξέλεγκτες απολύσεις και τις δυσβάσταχτες αυξήσεις των τιμών σε νερό και ρεύμα, να εντείνουν την πείνα σε μεγάλο κομμάτι κοινωνίας, συνιστώντας έναυσμα για δυναμικές κινητοποιήσεις, ειδικά σε Αθήνα και Πειραιά με αιματηρές συγκρούσεις μεταξύ διαδηλωτών και αστυνομικών. Ακολούθως, η πίεση προς την πολιτική ηγεσία εντάθηκε όταν απήργησαν οι εργαζόμενοι στα ΜΜΜ, «τραβώντας χειρόφρενο» με επακόλουθο να παραλύσει η ελληνική πρωτεύουσα. Το 1933, οι καπνέμποροι της Καβάλας αποφάσισαν να απολύσουν τους άνδρες και να προσλάβουν γυναίκες με το κατώτατο μεροκάματο, με αποτέλεσμα να ξεσπάσει γενικός ξεσηκωμός, καθώς οι 400 εργαζόμενοι κλείστηκαν στις καπναποθήκες. Επί ημέρες έμειναν πολιορκημένοι από χωροφυλακή και στρατό, μέχρι που η κυβέρνηση απέσυρε τις ένοπλες δυνάμεις, αποδεχόμενη τα αιτήματα των εξεγερμένων για ίσες προσλήψεις ανδρών και γυναικών με ίδιους μισθούς, ωστόσο σε έναν μήνα, οι υποσχέσεις που εκφράστηκαν από τα επίσημα χείλη του κράτους, ανετράπησαν.
Σιδηροδρομικοί, η «εργατική αριστοκρατία»
Το 1934 στον Πειραιά, οι ναυτεργάτες και τα πληρώματα καταλαμβάνουν λιμάνια κα πλοία, με αίτημα καλύτερες συνθήκες εργασίας. Μετά από μερικά 24ωρα κατέβηκαν σε απεργία και οι σιδηροδρομικοί που χαρακτηρίζονταν ως «εργατική αριστοκρατία» γιατί είχαν διασφαλίσει από νωρίς... «πρωτάκουστα» δικαιώματα για την εποχή. Ο στρατός επενέβη για να ξεμπλοκάρει τις ράγες και τα τρένα, όμως μάταια και οι απεργοί των σιδηροδρόμων πέτυχαν να μην συγχωνευτεί το ταμείο τους με αυτό των κοινωνικών ασφαλίσεων, που ήταν ένα από τα πάγια αιτήματά τους.
Αιματηρή μνήμη
«Έκρηξη» υπήρξε τον Μάιο του 1936 στην Θεσσαλονίκη, όταν καπνεργάτες, ένα από τα πιο μαχητικά και οργανωμένα συνδικάτα στην Ελλάδα, συγκρούστηκαν με την Αστυνομία, διεκδικώντας οκτάωρη εργασία και αυξήσεις μισθών. Μάλιστα, 12.000 καπνεργάτες της Θεσσαλονίκης με το 70% να είναι γυναίκες, κατέβηκαν στους δρόμους ενώ Αστυνομία και Στρατός ήταν σε επιφυλακή και ετοιμότητα για να επιβάλλουν την τάξη. Η κυβέρνηση Μεταξά ήταν αμείλικτη και 12 διαδηλωτές κατά τη διάρκεια των επεισοδίων, εν μέσω ρεσιτάλ αστυνομικής βίας, δολοφονήθηκαν μεταξύ των οποίων και ο 25χρονος αυτοκινητιστής, Τάσος Τούσης, στη διασταύρωση Εγνατίας και Βενιζέλου.
Η φωτογραφία που απαθανάτισε τη μητέρα του να τον θρηνεί μόνη στο μέσον του δρόμου δημοσιεύθηκε στον Τύπο και αποτέλεσε την έμπνευση του Γιάννη Ρίτσου για τη συγγραφή της συλλογής του ο «Επιτάφιος».
Δικτατορία 4ης Αυγούστου 1936
Τα επόμενα 24ωρα, οι απεργιακές κινητοποιήσεις κλιμακώθηκαν, όταν κατέβασαν... ρολά σιδηροδρομικοί και ταχυδρομικοί. Στις 7 Μαΐου, ο Ιωάννης Μεταξάς υποσχέθηκε πως τα αιτήματά τους θα ικανοποιηθούν, όμως έστειλε αντιτορπιλικά και ισχυρές αστυνομικές δυνάμεις έναντι των απεργών, ενώ δύο ημέρες έπειτα, ένστολοι πυροβολούσαν στο πλήθος αδιακρίτως. Λίγους μήνες μετά, επιβλήθηκε η Δικτατορία της 4ης Αυγούστου, καθώς ο βασιλιάς Γεώργιος και ο Ιωάννης Μεταξάς, σπεύδοντας να προλάβουν τα γεγονότα, στην προπαραμονή μιας ακόμα μεγάλης απεργίας, εκμεταλλεύθηκαν, τον αναβρασμό και την ευρεία κοινωνική αναταραχή, πάντα βέβαια, υπό την διαρκή απειλή του... κομμουνισμού. Με την απαγόρευση των απεργιών και την εγκαθίδρυση σωματείων - «σφραγίδων» και τους πρωτοεμφανιζόμενους «εργατοπατέρες», ο Μεταξάς αγκύλωσε και παθητικοποίησε το εργατικό κίνημα.
Ναζιστική κατοχή (1941-1944)
Στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής (1941-1944), τα εργατικά αιτήματα είχαν άμεση σχέση με την επιβίωση του ελληνικού λαού: από κινητοποιήσεις για λίγα δράμια, ψωμί και λάδι, μέχρι και το «μπλόκο» στην αποστολή Ελλήνων ως εργάτες στα ναζιστικά εργοστάσια στο εξωτερικό, σε ένα προδιαγεγραμμένο ταξίδι που όλοι γνώριζαν πως θα ήταν χωρίς επιστροφή. Η ελληνική ανυπακοή στα γερμανικά κελεύσματα κατέστη μία από τις πιο λαμπρές σελίδες της παλλαϊκής αντίστασης, που έφερε αποτέλεσμα, παρά τον υπαρκτό κίνδυνο για αιματηρά αντίποινα από τους ναζί. Άλλωστε, στην περίοδο της κατοχής, δεν σταμάτησε η εργασία αλλά επικρατούσαν συνθήκες ζούγκλας με εξευτελιστικούς μισθούς στα ντόπια εργοστάσια που ήλεγχαν τα φασιστικά SS. Οι εκδηλώσεις είχαν απαγορευθεί, ωστόσο, και το 1942 και το 1943 έγιναν απεργίες και συγκεντρώσεις πολύ περιορισμένης κλίμακας, κόντρα στο κλίμα τρομοκρατίας που ίσχυε, καθώς όποιος συλλαμβάνονταν, θα εκτελούνταν.
Από όσους λαούς κατακτήθηκαν, μόνο στην Ελλάδα έλαβαν χώρα απεργίες κατά την κατοχή, ενώ η Πρωτομαγιά του 1944 έχει μείνει στην ιστορία ως «μαύρη ημέρα», καθώς οι κατοχικές δυνάμεις πήραν 200 κρατούμενους από το στρατόπεδο Χαϊδαρίου, τους οδήγησαν στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής και τους πολυβολούσαν κατά ομάδες 20 κρατουμένων από τις 10:00 το πρωί μέχρι τις 14:00 το μεσημέρι. Η πρώτη Πρωτομαγιά μετά την Κατοχή γιορτάστηκε στις 10 Μαΐου με δεκάδες χιλιάδες να συγκεντρώνονται στο Παναθηναϊκό Στάδιο.
Δεκαετία 1950 με «115 ΣΕΟ» και 1960 με οικοδόμους, «τους εισβολείς της υπαίθρου»
Η οργανωμένη αντίδραση στον ελεγχόμενο συνδικαλισμό και τους εργατοπατέρες που διόριζε η εκάστοτε κυβέρνηση έγινε στα τέλη της (μετ)εμφυλιακής δεκαετία του 1950. Όσοι ήθελαν να ακυρώσουν τον ρόλο του κατευθυνόμενου συνδικαλισμού, ίδρυσαν τις Συνεργαζόμενες Εργατοϋπαλληλικές Οργανώσεις, περίφημες ως «115 ΣΕΟ». Τον Δεκέμβριο του 1960 κάνει την εμφάνισή του και ένα από τα πιο δυναμικά εργατικά σωματεία στην Ελλάδα, οι οικοδόμοι, που απαιτούν καλύτερα μεροκάματα και ασφάλιση.
Με την Ελλάδα να προσπαθεί να εισέλθει σε τροχιά ανάπτυξης, οι οικοδόμοι εμφανίζονται στο εργασιακό τοπίο και χαρακτηρίζονται ως «εισβολείς της υπαίθρου», κατά τον μεταπολεμικό εκσυγχρονισμό καθώς συρρέουν τα μεγάλα αστικά κέντρα, ορμώμενοι κυρίως από περιοχές της επαρχίας. Είναι η περίοδος της αντιπαροχής όπου η οικοδομή αναβαθμίζεται και στο γιαπί με την βαριά χειρωνακτική δουλειά, δεν ζητούν πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων, για όσους επέστρεφαν από εξορίες και φυλακές. Δεν εφαρμόζονταν το οκτάωρο, υπήρχε ωράριο - λάστιχο με δουλειά νύχτα με νύχτα και ασφάλιση με ούτε το 10% των ενσήμων, ενώ κάθε δεύτερη ημέρα υπήρχε ένας σοβαρός τραυματισμός οικοδόμου.
Στη διαδήλωσή τους την 1η Δεκεμβρίου 1960, δέχτηκαν πρωτοφανή και σκληρή καταστολή, με τους δρόμους της πρωτεύουσας να μετατρέπονται σε πεδίο μάχης, ενώ η Αστυνομία δεν δίστασε να άνοιξε πυρ, προχωρώντας παράλληλα σε εκτεταμένη χρήση χημικών. Μετά το κρεσέντο αστυνομικής βίας, οι οικοδόμοι αιμόφυρτοι και τραυματισμένοι ξήλωσαν τα πεζοδρόμια της Αθήνας και άρχισαν να τα εκσφενδονίζουν κατά της Αστυνομίας. Τότε, η μαχητική αντίσταση των οικοδόμων ήταν που διέλυσε για πρώτη φορά το αφήγημα περί «παντοδυναμίας» της ΕΛΑΣ. Στη διάρκεια των επεισοδίων τραυματίστηκαν 120 άτομα: 64 εργάτες και 55 αστυνομικοί, ενώ συνελήφθησαν 173 διαδηλωτές, με προσαγωγές να πραγματοποιούνται με κριτήριο τα... χέρια των οικοδόμων: εάν είχαν κάλλους ή ασβέστη!
Πριν από την απεργία όλα τα «σκίαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά». Μετά την απεργία «οι οικοδόμοι», έγραφε ο «Νέος Κόσμος», «έσπασαν τη φοβία που επικρατούσε και έγιναν το αγωνιστικό παράδειγμα για όλους τους άλλους κλάδους, αναδείχθηκαν στην πρωτοπορία των ταξικών αγώνων».
Από τη Χούντα, στα Μνημόνια και τον κορονοϊό
Τις επόμενες δεκαετίες δεν επιτρέπονταν πάντα οι επετειακές εκδηλώσεις με αποκορύφωμα την επταετία της Δικτατορίας που απαγόρευσε κάθε συγκέντρωση. Σχεδόν ένα χρόνο μετά, στις 15 Απριλίου του 1968, η Χούντα -αναγκασμένη από την κοινωνική οργή και το ποτάμι αίματος εργατών που είχε ήδη χυθεί- καθιερώνει την Πρωτομαγιά ως αργία με τον Αναγκαστικό Νόμο 380/68. Σύμφωνα με το πρώτο άρθρο του νόμου, η Πρωτομαγιά μπορεί να κηρύσσεται υποχρεωτική αργία με απόφαση του υπουργού Απασχόλησης, διαφορετικά εντάσσεται στις προαιρετικές αργίες.
Ο πρώτος εορτασμός της Εργατικής Πρωτομαγιάς, σε συνθήκες νομιμότητας θα γίνει τον Μάιο του 1975. Η 1η Μαΐου συνέπιπτε με τη Μεγάλη Παρασκευή και η διοίκηση της ΓΣΕΕ με το Εργατικό Κέντρο, όρισαν σαν ημέρα του εορτασμού τις 9 Μαΐου. Η απεργιακή συγκέντρωση πραγματοποιήθηκε μπροστά από το δημαρχείο της Αθήνας και ήταν ιδιαίτερα πολυπληθής. Ανάλογη συγκέντρωση έγινε και στη Θεσσαλονίκη μπροστά στο Εργατικό Κέντρο της Πόλης. Από το 1976 η συγκέντρωση της Πρωτομαγιάς στην Αθήνα, πραγματοποιείται στο Πεδίο του Άρεως μπροστά από το κτίριο της ΓΣΕΕ.
Την Πρωτομαγιά του 2010, στα χρόνια των Μνημονίων, υπήρξαν μεγάλες διαδηλώσεις σε όλη την Ελλάδα, κυρίως στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Μέσα απο καταλήψεις, επεισόδια και βίαιες συγκρούσεις με ΜΑΤ και ΔΕΛΤΑ, οι διαδηλωτές αντιτάχθηκαν στις οικονομικές μεταρρυθμίσεις, που συνεπάγονταν με απώλειες χιλιάδων θέσεων εργασίας και αισθητές μειώσεις συντάξεων και μισθών, εν μέσω των μαζικών περικοπών των δημοσίων δαπανών. Οι μεταρρυθμίσεις ευθυγραμμίζονταν με τις προτάσεις των ΔΝΤ-ΕΕ-ΕΚΤ, οι οποίες απαιτούσαν από την Ελλάδα να απελευθερώσει την οικονομία της και να περιορίσει τις δημόσιες δαπάνες και τους μισθούς του ιδιωτικού τομέα, κάτι που πολλοί πιστεύαν ότι θα μειώσει το βιοτικό επίπεδο του λαού, ενώ μέχρι και το 2015 οι κινητοποιήσεις υπήρξαν διαρκείς, αθρόες και πολυάριθμες σε επίπεδο συμμετοχής με άκρως συγκρουσιακά χαρακτηριστικά.
Το 2020, ελέω πανδημίας, το ΚΚΕ, μέσω του ΓΓ της ΚΕ, Δημήτρη Κουτσούμπα, κάλεσε τους εργαζόμενους να μη μείνουν σιωπηλοί και να συμμετέχουν στις δράσεις που διοργανώναν τα συνδικάτα, σε εννέα σημεία της Αττικής αλλά και σε όλη την Ελλάδα, με τήρηση των μέτρων προστασίας. Όπως υπογράμμισε, ο επικεφαλής του Περισσού, οι εργαζόμενοι όχι μόνο πρέπει να είναι σε εγρήγορση και ετοιμότητα, αλλά «πρέπει τώρα να πάρουμε μέρος και να κινητοποιούμαστε και αύριο, Μέρα Δράσης για τα εργασιακά ζητήματα, και την Πρωτομαγιά» και έγινε μια... στρατιωτική συγκέντρωση έξω από την Βουλή και την Πλατεία Συντάγματος, τηρουμένων ευλαβικά των αποστάσεων ασφαλείας. Το 2021 οι κινητοποιήσεις έγιναν με μάσκες και περιορισμένα μέτρα προστασίας, ενώ το 2022 ανεστάλη το Covid Ρass και επαναφέρθηκε η χωρητικότητα στο 100% και το 2023, υπήρξε πλήρης επιστροφή στην μεταπανδημική κανονικότητα.
Η Εργατική Πρωτομαγιά δεν είναι αργία, αλλά ημέρα απεργίας και αγώνα ενώ πάντα θα πρεσβεύει το δικαίωμα για μόνιμη, σταθερή, δημιουργική και αξιοπρεπώς αμειβόμενη εργασία. Οι εργατικές διεκδικήσεις επέφεραν Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας, κοινωνική ασφάλιση, άδειες και συνδικαλιστική ελευθερία στους χώρους δουλειάς, ενώ αποτελούν αιώνιο φάρο για τη βελτίωση των ζωών των μισθωτών.