Internet για όλους με την χαμηλότερη δυνατή ταχύτητα download 4Mbps και ανώτατο όριο χρέωσης τα 28 ευρώ προτείνει η Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και Δικτύων με δημόσια Διαβούλευση αναφορικά με τον προσδιορισμό του περιεχομένου Καθολικής Υπηρεσίας και την εναρμόνιση του πλαισίου στις διατάξεις του ν.4727/2020, η οποία δημοσιοποιήθηκε χθες και αναμένεται να ολοκληρωθεί έως και τις 18 Ιουνίου 2018.
Στόχος της καθολικής υπηρεσίας είναι όλοι οι καταναλωτές στην ελληνική επικράτεια να έχουν πρόσβαση, σε προσιτή τιμή, σε διατιθέμενη υπηρεσία επαρκούς ευρυζωνικής πρόσβασης στο διαδίκτυο και σε υπηρεσίες φωνητικών επικοινωνιών.
Ειδικότερα κι όπως προκύπτει από το κείμενο της Δημόσιας Διαβούλευσης η ΕΕΤΤ προτείνει να γίνουν οι αναγκαίες αναβαθμίσεις του δικτύου της χώρας ώστε όλοι οι συνδρομητές να έχουν πρόσβαση σε ευρυζωνική σύνδεση με ονομαστική ταχύτητα download τουλάχιστον 10 Mbps και εγγυημένη 4 Mbps και upload 1 Mbps, ή τουλάχιστον 30 GByte διαθέσιμα το μήνα σε περίπτωση που η υπηρεσία δεν προσφέρεται με flat rate χρέωση. Το παραπάνω το οποίο θα συνδυάζεται με δωρεάν απεριόριστες κλήσεις σε αστικά και υπεραστικά ή χρόνο ομιλίας 1500 λεπτών το μήνα προς σταθερά ή σταθερά και κινητά δίκτυα θα προσφέρεται με μέγιστη επιτρεπτή χρέωση τα 28 ευρώ συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ, μέσα από γεωγραφικά εξομοιωμένα τιμολόγια που θα θέσουν σε εφαρμογή οι πάροχοι.
Οι απαιτούμενες επενδύσεις
Για να γίνει αυτό και λαμβάνοντας υπόψη τις επενδύσεις που δρομολογούνται ήδη από τους παρόχους για συνδέσεις οπτικών ινών, την δράση Super Fast Broadband αλλά και την δράση Rural Broadband που θα φέρει Intermet σε λευκές περιοχές της χώρας, η ΕΕΤΤ εκτιμά ότι θα πρέπει να αναβαθμιστούν περίπου 300 με 500 καμπίνες. Το κόστος για την εν λόγω αναβάθμιση, σύμφωνα με την Επιτροπή, ανέρχεται μεταξύ 26,5 και 44 εκατ. ευρώ. Στην περίπτωση μάλιστα που το επαρκές εύρος ζώνης οριστεί όχι στα 4Mbps αλλά στα 10 Mbps και δεδομένου ότι η ταχύτητα εξαρτάται από την απόσταση των συνδρομητών από την καμπίνα θα χρειαστεί αναβάθμιση ακόμα 115 καμπινών, γεγονός που αυξάνει τον λογαριασμό κατά 10 εκατ. ευρώ.
Να διευκρινιστεί ότι σήμερα το μόνο δίκτυο με σχεδόν πλήρη γεωγραφική κάλυψη της Ελληνικής Επικράτειας είναι το δίκτυο πρόσβασης χαλκού του ΟΤΕ, το οποίο συνδέει πάνω από 4 εκατομμύρια συνδρομητές σε 2.185 αστικά κέντρα, μέσω σχεδόν 40.000 υπαίθριων καμπινών. Για το λόγο αυτό έχει χρησιμοποιηθεί ως βάση τόσο για τη διαδικασία εισαγωγής της τεχνολογίας VDSL Vectoring (επιταχύνει τις ταχύτητες download) στο δίκτυο πρόσβασης, όσο και για δράσεις της πολιτείας που αφορούν στην ανάπτυξη δικτύων (Εθνικό Σχέδιο Ευρυζωνικής Πρόσβασής Επόμενης Γενιάς 2014-2020, Ανάπτυξη Ευρυζωνικών Υποδομών σε Αγροτικές “Λευκές” Περιοχές-Rural).
Επιπλέον και σύμφωνα με τα όσα αναφέρει η Δημόσια Διαβούλευση, ο ΟΤΕ, η Vodafone και η Wind πρόκειται να αναπτύξουν οπτική ίνα μέχρι το σπίτι (FTTH) σε ακόμα 1.407 υπαίθριες καμπίνες σε χρονικό ορίζοντα πενταετίας. Στις περιοχές αυτές οι συνδρομητές θα αποκτήσουν πρόσβαση σε υπηρεσίες έως 200 Mbps.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η υπηρεσία ευρυζωνικής πρόσβασης στο διαδίκτυο ταχύτητας ίσης ή μεγαλύτερης από 4 Mbps είναι διαθέσιμη επί του παρόντος στο 97% του συνόλου των Ελλήνων συνδρομητών που λαμβάνουν υπηρεσίες πρόσβασης στο διαδίκτυο, ενώ υπάρχει και ένας αριθμός συνδρομητών που σύμφωνα με εκτιμήσεις ανέρχεται περίπου στις 20.000 στους οποίους για τεχνικούς λόγους δεν μπορεί να δοθεί σήμερα υπηρεσία πρόσβασης στο διαδίκτυο.
Γιατί 4Mbps
Η ελάχιστη ταχύτητα υπηρεσίας επαρκούς ευρυζωνικής πρόσβασης στο διαδίκτυο για τις ανάγκες της Καθολικής Υπηρεσίας - δηλαδή στην περίπτωση της πρότασης της ΕΕΤΤ η ονομαστική ταχύτητα download 10 Mbps και upload 1 Mbps, και η ελάχιστη πραγματική ταχύτητα download όχι μικρότερη από 4 Mbps - θα πρέπει να καλύπτει ένα ελάχιστον σύνολο υπηρεσιών. Αυτές είναι διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (e-mail), μηχανές αναζήτησης που καθιστούν δυνατή την αναζήτηση και ανεύρεση πληροφοριών κάθε είδους, διαδικτυακά εργαλεία βασικής εκπαίδευσης και κατάρτισης, διαδικτυακές εφημερίδες ή ειδήσεις, αγορά ή παραγγελία αγαθών ή υπηρεσιών μέσω διαδικτύου, αναζήτηση εργασίας και εργαλεία αναζήτησης εργασίας, επαγγελματική δικτύωση, τραπεζικές συναλλαγές μέσω διαδικτύου, χρήση υπηρεσιών ηλεκτρονικής διακυβέρνησης, μέσα κοινωνικής δικτύωσης και άμεση ανταλλαγή μηνυμάτων, κλήσεις και εικονοκλήσεις (συνηθισμένης ποιότητας).
H πρόταση για τις συγκεκριμένες ταχύτητες σύμφωνα με τα όσα αναφέρονται στην δημόσια διαβούλευση, βασίζεται στον Κώδικα Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών της Επιτροπής Επικοινωνιών (COCOM), ο οποίος αναφέρει ότι ο « ρυθμός μετάδοσης δεδομένων που θα προσδιοριστεί θα χρησιμοποιείται σε εθνικό επίπεδο: i) σε τουλάχιστον σε 50% όλων των νοικοκυριών και ii) σε τουλάχιστον 80% όλων των νοικοκυριών με ευρυζωνική πρόσβαση.
Στην περίπτωση της χώρας μας βάσει των στοιχείων που έχει η ΕΕΤΤ εκτιμάται ότι το 80% των νοικοκυριών με ευρυζωνική πρόσβαση λαμβάνει ταχύτητα άνω των 10Mbps ενώ το 97% των νοικοκυριών με ευρυζωνική πρόσβαση λαμβάνει ταχύτητα άνω των 4Mbps.
Αξίζει να σημειωθεί ωστόσο ότι με αφορμή και την πανδημία όλο και περισσότεροι καταναλωτές στρέφονται σε ταχύτητες 50 Mbps και άνω για να καλύψουν τις πολλαπλές και διευρυμένες πλέον διαδικτυακές τους ανάγκες, γεγονός που δημιουργεί ερωτηματικά για το αν η ταχύτητα των 4Mbps είναι επαρκής για την κάλυψη των αναγκών ενός νοικοκυριού στο πλαίσιο της καθολικής υπηρεσίας. Πρόσθετο προβληματισμό δημιουργεί και το γεγονός ότι στις χώρες που εισήγαγαν πρώτες (έτη 2010-2015) την ευρυζωνικότητα στην καθολική υπηρεσία για ταχύτητα καθόδου από 1 έως 4 Mbit/s παρατηρείται αυξητική τάση στις απαιτήσεις.
Για τον καθορισμό των ταχυτήτων λαμβάνονται υπόψη και τα στοιχεία που παρουσιάζονται για τον Εθνικό́ Κανονισμό́ για το Ανοικτό Διαδίκτυο και την πρόσβαση των χρηστών σε αυτό. Εκεί σημειώνονται ενδεικτικές απαιτήσεις για πραγματικές ταχύτητες από 0,5-1 Mbps για απλές χρήσεις, όπως η περιήγηση στο διαδίκτυο και η ανταλλαγή μηνυμάτων (messaging) και έως 2,5-3 Mbps για τις πιο απαιτητικές υπηρεσίες, όπως η συνεχής ροή video SD και η χρήση κοινωνικών δικτύων.
Πέρα από το εκτιμώμενο κόστος της αναβάθμισης του δικτύου για την παροχή της καθολική υπηρεσίας αλλά και τα ποιοτικά χαρακτηριστικά (ταχύτητα και τιμή) στην οποία η υπηρεσία θα προσφέρεται, η ΕΕΤΤ προχωρά και στον προσδιορισμό του εύλογου αιτήματος ενός συνδρομητή για να αποκτήσει πρόσβαση στο δημόσιο δίκτυο επικοινωνιών. Έτσι προτείνεται ο πάροχος της Καθολικής Υπηρεσίας να έχει υποχρέωση να παρέχει υπηρεσία σε κάθε συνδρομητή, εφόσον η απόσταση του συνδρομητή από το τελευταίο σημείο δικτύου του δεν ξεπερνά τα 200 μέτρα ή το κόστος σύνδεσης στο δίκτυο δεν ξεπερνά τα 2.400 ευρώ. Σε αντίθετη περίπτωση θα πρέπει ο συνδρομητής να δεχθεί να αναλάβει το επιπλέον κόστος ώστε ο πάροχος να παράσχει την υπηρεσία. Το προαναφερθέν ποσό των 2.400 ευρώ ωστόσο θα πρέπει να προσαρμόζεται ετησίως με βάση τον πληθωρισμό.
Επιπλέον αν ο συνδρομητής βρίσκεται μακριά από την καμπίνα - ακόμα και εάν είναι σε απόσταση μέχρι 200 μέτρα από το τελευταίο σημείο δικτύου ή το κόστος σύνδεσης στο δίκτυο δεν ξεπερνά τα 2.400 ευρώ - και δεν μπορεί να πάρει ευρυζωνική υπηρεσία, ο πάροχος της Καθολικής Υπηρεσίας θα έχει υποχρέωση να προσφέρει εναλλακτική λύση μέσω κινητού ή δορυφορικού δικτύου.
Τι ισχύει σε άλλες χώρες
Αξίζει να σημειωθεί ότι την περίοδο μεταξύ 2010 και 2020, εννέα κράτη μέλη εισήγαγαν την ευρυζωνικότητα στην καθολική υπηρεσία έχοντας ως κριτήρια το εύρος ζώνης, το ποσοστό κάλυψης νοικοκυριών, την ποιότητα της παρεχόμενης υπηρεσίας και το πόσο προσιτές είναι οι προσφερόμενες τιμές.
Στον παρακάτω πίνακα παρουσιάζονται οι όροι της Καθολικής υπηρεσίας έτσι όπως παρέχεται στις χώρες που έχει υιοθετηθεί.
Ενδεικτικά, σε Κροατία, Λετονία, Μάλτα Σλοβενία και Ισπανία έχει οριστεί πάροχος καθολικής υπηρεσίας σε εθνικό επίπεδο. Σε άλλες χώρες ο πάροχος καθολικής υπηρεσίες ορίζεται σε τοπικό επίπεδο, ενώ στο Βέλγιο, επειδή η απαίτηση για ταχύτητα download 1 Mb ήδη καλυπτόταν από την αγορά, η ρυθμιστική αρχή παρεμβαίνει μόνο σε περίπτωση καταγγελίας ότι κάτι τέτοιο δεν είναι εφικτό.
Τέλος στη Σουηδία, όταν υπάρχει καταγγελία από τον τελικό χρήστη ότι δεν μπορεί να επιτευχθεί η ζητούμενη ευρυζωνική σύνδεση, αυτή εξασφαλίζεται από τη ρυθμιστική αρχή μέσω δημόσιας προμήθειας.