Πολύ κοντά στα επίπεδα της προπανδημικής χρονιάς του 2019 κινήθηκε ο εφετινός Σεπτέμβριος για τα ξενοδοχεία της Αθήνας, με την μέση πληρότητα, την μέση τιμή δωματίου και το μέσο έσοδο ανά δωμάτιο να κινούνται ανοδικά. Λαμβάνοντας ώθηση από την ανάκαμψη του συνεδριακού τουρισμού μάλιστα, τον πρώτο μήνα του Φθινοπώρου η πρωτεύουσα κατάφερε να ξεχωρίσει και έναντι άλλων ευρωπαϊκών προορισμών τουλάχιστον σε επίπεδο μέσης τιμής.
Ειδικότερα, σύμφωνα με τα μηνιαία στοιχεία «Κίνησης και Απόδοσης Ξενοδοχείων» που συγκεντρώνει και δημοσιεύει η ΕΞΑΑΑ σε συνεργασία με την GBR Consulting, ο Σεπτέμβριος έκλεισε με μέση πληρότητα της τάξης του 93,7%, ποσοστό κατά 0,7% υψηλότερο από τις επιδόσεις του Σεπτεμβρίου του 2022 και κατά 1,1% χαμηλότερο από τον Σεπτέμβριο του 2019. Παραδοσιακά ο Σεπτέμβριος εμφάνισε καλύτερα αποτελέσματα και σε σχέση με τον Αύγουστο του 2023, όπου η πληρότητα έφτασε στο 81,5% υστερώντας κατά 3,4% από την χρυσή χρονιά του 2019.
Ανοδικά η τιμή δωματίου
Ακόμα καλύτερη πορεία ακολούθησε δε η μέση τιμή δωματίου (ADR) τον ίδιο μήνα, φτάνοντας τα 171,35 ευρώ έναντι των 143,94 ευρώ του Σεπτεμβρίου 2022 - αύξηση της τάξης του 19% - και των 123,67 ευρώ του Σεπτεμβρίου 2019 - αύξηση της τάξης του 38,6%.
Στα 160,48 ευρώ έφτασε το έσοδο ανά διαθέσιμο Δωμάτιο (RevPar) κινούμενο και πάλι 19,9% υψηλότερα από τον Σεπτέμβριο του 2022 (133,89 ευρώ) και κατά 37% υψηλότερα από τον Σεπτέμβριο του 2019 (117,13 ευρώ).
Δεδομένης της ανόδου μάλιστα, η Αθήνα κατάφερε να αντιστρέψει την υστέρηση που παρατηρήθηκε όλους τους προηγούμενους μήνες έναντι άλλων ευρωπαϊκών πόλεων. Με μέση τιμή στα 171,35 ευρώ κινήθηκε υψηλότερα από τη Μαδρίτη όπου η μέση τιμή δωματίου έφτασε τα 161,32 ευρώ, από την Κωνσταντινούπολη όπου η μέση τιμή έφτασε τα 151,43 ευρώ αλλά και από το Βερολίνο και τη Βιέννη, πόλεις με μέση τιμή δωματίου στα 149,41 ευρώ και 152,18 ευρώ αντίστοιχα. Σε σχέση βέβαια με άλλους δημοφιλείς προορισμούς, όπως η Ρώμη, το Παρίσι και το Λονδίνο συνέχισε να υπολείπεται αισθητά, αφού η μέση τιμή εκεί άγγιξε ή και ξεπέρασε τα 300 ευρώ.
Οι καλές επιδόσεις του πρώτου φθινοπωρινού μήνα πριμοδότησαν και τα αποτελέσματα εννεαμήνου. Από τον Ιανουάριο έως και τον Σεπτέμβριο η μέση τιμή δωματίου της Αθήνας έφτασε τα 142,19 ευρώ - από 137,76 ευρώ που ήταν η μέση τιμή στο οκτάμηνο - ενώ το Έσοδο ανά διαθέσιμο δωμάτιο (RevPar) έφτασε τα 110,91 ευρώ - από 104,79 ευρώ που ήταν στο οκτάμηνο του τρέχοντος έτους.
Σε επίπεδο εννεαμήνου βέβαια, η υστέρηση έναντι των ανταγωνιστών παρέμεινε, με τις δημοφιλείς ευρωπαϊκές πόλεις να καταγράφουν πολύ υψηλότερες τιμές λ.χ. 175,58 ευρώ (Βαρκελώνη), 237,84 ευρώ (Ρώμη), 333,08 ευρώ (Παρίσι), 148,11 ευρώ (Κωνσταντινούπολη) κ.ο.κ.
Σε επίπεδο μέσης πληρότητας στο 9μηνο Ιανουαρίου - Σεπτεμβρίου 2023, έφτασε στο 78% για τα ξενοδοχεία της Αθήνας, σημειώνοντας μείωση της τάξης του (-)2,4% έναντι του 2019, παρά τη θετική μεταβολή κατά 14% έναντι της αντίστοιχη περιόδου 2022.
Οι προαναφερθείσες καλές επιδόσεις εδράζονται, σύμφωνα με την Ένωση Αθηνών, Αττικής και Αργοσαρωνικού, στην ανάκαμψη του συνεδριακού τουρισμού. Δεδομένων ωστόσο των επιδόσεων των αθηναϊκών ξενοδοχείων και των αφίξεων του μεγαλύτερου αεροδρομίου της χώρας, οι οποίες τον Σεπτέμβριο ξεπέρασαν κατά πολύ τις επιδόσεις του 2019, οδηγούν και πάλι στο συμπέρασμα ότι μεγάλο μέρος της επιβατικής κίνησης κατευθύνθηκε στα καταλύματα βραχυχρόνιας μίσθωσης.
Τα ξενοδοχεία-σε αυτές τις συνθήκες- αδυνατούν να «ξεδιπλωθούν» στο βαθμό που θα μπορούσαν, παρά το εξαιρετικό επίπεδο των αναβαθμισμένων ξενοδοχειακών μονάδων και αλυσίδων, παρά τις νέες σημαντικές επενδύσεις, παρά την υψηλή ποιότητα παρεχομένων υπηρεσιών προς τον πελάτη και παρά τη δυναμική της ζήτησης για την Ελληνική πρωτεύουσα. Η συντεταγμένη Πολιτεία και μαζί της η Τοπική Αυτοδιοίκηση, οφείλουν πλέον να περιφρουρήσουν την τουριστική ταυτότητα και ποιότητα που κατέκτησε με κόπο ο προορισμός όπως και την ιδιαίτερη σχέση της Αθήνας με τον επισκέπτη της- σε κάθε επίπεδο. Παράλληλα, θα ήταν σκόπιμο να θέσουμε ψηλότερα τον πήχη των προσδοκιών και των απαιτήσεων μας από την πόλη μας σε θέματα ποιότητας ζωής και ασφάλειας πολιτών και επισκεπτών, καθαριότητας, βιωσιμότητας, υποδομών, κ.ό.κ. καθώς βιώνουμε εποχές σημαντικών γεωπολιτικών, οικονομικών αλλά και κλιματικών αλλαγών και ανακατατάξεων.