Ο καθηγητής Παθολόγος Λοιμώξεων Σωτήρης Τσιόδρας, μιλώντας στην ημερίδα με θέμα «Επιδημίες – Πανδημίες που συγκλόνισαν την ανθρωπότητα»., υπογράμμισε ότι με τα εμβόλια σώθηκαν εκατομμύρια ζωές σε όλο τον κόσμο, ενώ εστίασε στις συνέπειες του long covid και μίλησε για την ευρεία ανοσία που άφησε στον πληθυσμό η Όμικρον.
Ειδικότερα, ο λοιμωξιολόγος ανέφερε ότι ο long covid καταστρέφει τις ζωές των ανθρώπων και πως μελέτη έδειξε ότι 17 εκατομμύρια άνθρωποι παγκοσμίως έχουν long covid. Επίσης, δήλωσε ότι «αποτύχαμε παταγωδώς γιατί δεν εμπιστευθήκαμε την επιστήμη, αλλά την ιδεοληψία μας» σύμφωνα με την ΕΡΤ.
Παράλληλα, τόνισε πως πρέπει «να ενισχυθούν τα συστήματα επιτήρησης γιατί είναι αυξημένος ο κίνδυνος για νέες πανδημίες», αναγνωρίζοντας ότι «η επείγουσα φάση υποχωρεί και με τις τρεις δόσεις εμβολίων σώθηκαν παγκοσμίως 20 εκατομμύρια ζωές και στη χώρα μας 40.000», ενώ η Όμικρον έχει αφήσει ευρεία ανοσία στον πληθυσμό».
Ο κ. Τσιόδρας ανέλυσε τέσσερα σενάρια για το μέλλον:
- Οι παραλλαγές θα συνεχίσουν να εξελίσσονται και όσο περνάει ο καιρός τα εξουδετερωτικά αντισώματα θα μειώνονται σχεδόν στο μηδέν, ανέφερε και προσέθεσε: Χάνουμε την ανοσία που κερδίσαμε με τα εμβόλια και από προηγούμενη λοίμωξη και δεν έχουμε ανοσία για τις νέες παραλλαγές. Αυτό σημαίνει ότι θα χρειαστούμε εμβόλια καινούργια και αναμνηστικές δόσεις, όπως είπε. Αναφέρθηκε σε τρεις παραλλαγές που συζητούνται εντόνως: Το στέλεχος ΒΑ.2.275.2, το οποίο έχει εντοπιστεί σε 55 χώρες και 43 πολιτείες στις ΗΠΑ. Θεωρείται η πιο ανθεκτική αφού διαφεύγει από την προστασία των μονοκλωνικών αντισωμάτων. Το στέλεχος ΒΑ.4.6 έχει εντοπιστεί σε 77 χώρες και στις ΗΠΑ καταγράφει ποσοστό 14%. Αρχίζει να ξεπερνάει την «Ομικρον», η οποία παραμένει ακόμα σε υψηλά επίπεδα. Το στέλεχος ΧΒΒ, που έχει κάνει αισθητή την παρουσία του στη Σιγκαπούρη και το οποίο έχει τη μεγαλύτερη ανοσιακή διαφυγή. Ο καθηγητής εξέφρασε την ικανοποίησή του για έλεγχο στελεχών του SARS-CoV-2 στην Ελλάδα, οι περισσότερες χώρες δεν ελέγχουν στελέχη, είπε και η διαπίστωση είναι ότι επικρατεί στο 100% η παραλλαγή «Όμικρον», με 98% ή υποπαραλλαγή ΒΑ.5, για την οποία υπάρχει εμβόλιο.
- Ταυτόχρονη κυκλοφορία κορονοϊού και γρίπης που αν επικρατήσει θα επηρεάσει τις ευπαθείς ομάδες, οι οποίες και πρέπει να εμβολιαστούν, υπογράμμισε. Πάντως, όπως είπε ο κ. Τσιόδρας, είναι απίθανο και οι δύο ιοί να κυκλοφορούν σε τεράστια ποσοστά τον ίδιο χρόνο και όπως έχουμε δει ο κορονοϊός όταν κυκλοφορεί σε τεράστια ποσοστά εξαφανίζει τη γρίπη.
- Το τρίτο σενάριο έχει να κάνει με την αξιοποίηση των όπλων της επιστήμης, εμβόλια και θεραπείες για την αντιμετώπιση της Covid-19. Γνωρίζουμε πλέον ότι το όφελος τόσο από τον εμβολιασμό όσο και από τις αντιικες θεραπείες είναι τεράστιο για τα άτομα ηλικίας άνω των 65 χρόνων, τόνισε. Επανέλαβε ότι οι τρεις δόσεις εμβολιαμσού έσωσαν 20 εκατ. ζωές το 2021, με την 4η δόση το όφελος θα είναι μεγαλύτερο. Στην Ελλάδα, 40.000 ζωές σώθηκαν μέχρι τον Απρίλιο του 2022. Η 4η δόση από αυτούς που πρέπει να την κάνουν κυμαίνεται σε χαμηλά επίπεδα, μόνο 15% και χρειάζεται συνεχή προσπάθεια ενημέρωσης. Επίσης, απαραίτητη κρίνει ο καθηγητής και την εκπαίδευση του υγειονομικού προσωπικού για την έγκαιρη χορήγηση της θεραπείας όταν χρειάζεται. «Δεν περπατήσαμε στα τυφλά σε αυτή την πανδημία, ακούγαμε τι γινόταν γύρω μας, είμαστε αρκετά έξυπνοι να δράσουμε γρήγορα και σε συνεχή επικοινωνία με τους διεθνείς οργανισμούς».
- Οι μεταλλάξεις παραμένουν εντός οικογένειας «Ομικρον», όπου έχει αποκτηθεί ανοσία, από το εμβόλιο και την προηγούμενη λοίμωξη. Οι κοινωνίες επανέρχονται σταδιακά στην κανονικότητα και όπως είπε ο καθηγητής, πρέπει να πείσουμε το κοινό ότι η συμπεριφορά πρέπει να προσαρμόζεται ανάλογα με τις συνθήκες που ζούμε, τηρώντας τα μέτρα που απαιτούνται για τον έλεγχο της πανδημίας, με σκοπό να προστατευθούν οι ευάλωτοι και οι ηλικιωμένοι που εξακολουθούν να κινδυνεύουν. «Σημασία πρέπει να δοθεί στην επικοινωνία κινδύνου, χρειάζεται ειδικούς και συνεργασίες, κάτι στο οποίο αποτύχαμε παταγωδώς, διότι σταματήσαμε να εμπιστευόμαστε την επιστήμη και εμπιστευόμασταν την ιδεοληψία μας. Το κύριο οικοδόμημα της επικοινωνίας κινδύνου χτίζεται πάνω στην εμπιστοσύνη απέναντι στον γιατρό, στον επιστήμονα, τον ειδικό», κατέληξε.