Η πρόκληση του προσωπικού ιατρού στην εποχή της 5ης Βιομηχανικής Επανάστασης αποτελεί ένα ιδιαίτερα σημαντικό ζήτημα, καθώς η υγεία αναδιαμορφώνεται μέσα από τεχνολογικές καινοτομίες και αλλαγές στις κοινωνικό-οικονομικές ανάγκες.
Γράφει ο Γιάννης Υφαντόπουλος (D.Phil.) *
Ο θεσμός του προσωπικού ή του οικογενειακού ιατρού έχει μια μακραίωνα προϊστορία στην Ελλάδα. Ήδη από τον 6ον προ Χριστού αιώνα υπήρχαν οι «Δημοσιεύοντες Ιατροί» που είχαν μεγάλη κοινωνική αναγνώριση. Προσέφεραν δωρεάν υγειονομική περίθαλψη στους πολίτες. Το Κράτος/Δήμος αποζημίωνε του ιατρούς με πάγια αντιμισθία. Διαχρονικά υπήρξαν διάφορες προσπάθειες εφαρμογής του θεσμού του προσωπικού ιατρού στη Χώρα μας, με έμφαση στην μεταπολεμική περίοδο. Η διακήρυξη της Παγκόσμιας Οργάνωσης Υγείας, τον Σεπτέμβριο του 1978, στην Alma -Ata ήταν ρηξικέλευθη στον επαναπροσδιορισμό της σχέσης Ιατρού-Ασθενή, υιοθετώντας μια νέα ολιστική φιλοσοφία για τον τομέα της υγείας.
Η Alma Ata πρότεινε:
- την αρμονική διατομεακή συνεργασία μεταξύ του υγειονομικού, κοινωνικού και οικονομικού τομέα.
- τη καταπολέμηση των ανισοτήτων στην υγεία, χαρακτηρίζοντάς τες ως πολιτικά κοινωνικά και οικονομικά απαράδεκτες
- τη διαμόρφωση στρατηγικής με στόχο την προαγωγή της Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας (ΠΦΥ)
Στη δεκαετία του 1980, ο Υπουργός Υγείας Σπύρος Δοξιάδης, στενός συνεργάτης της Παγκόσμιας Οργάνωσης Υγείας, επηρεασμένος από τη Νέα Φιλοσοφία της Alma Ata, προτείνει εκτεταμένες μεταρρυθμίσεις με στόχους: ι) την ανάπτυξη της ΠΦΥ, ιι) την ίση προσπέλαση, ιιι) την εικοσιτετράωρη διαθεσιμότητα υπηρεσιών υγείας, iv) την ολοκληρωμένη διασύνδεση μεταξύ των βαθμίδων εξωνοσοκομειακής και νοσοκομειακής περίθαλψης v) κίνητρα παραγωγικότητας προς τους ιατρούς vi) τον επιστημονικό προγραμματισμό για τον σχεδιασμό και τη χωροθέτιση των υπηρεσιών υγείας vii) τη συνεχή αξιολόγηση της παραγωγικότητας και της αποδοτικότητας των πόρων υγείας με αντικειμενικούς δείκτες. Δυστυχώς το Σχέδιο Νόμου του Σπύρου Δοξιάδη «Μέτρα Προστασίας της Υγείας» δεν ψηφίστηκε ποτέ γιατί θεωρήθηκε «εξωπραγματικό» για τα ελληνικά δεδομένα.
Το 1983 ψηφίζεται πανηγυρικά ο Νόμος του ΕΣΥ, όπου στο άρθρο 17 γίνεται ειδική αναφορά:
- στον οικογενειακό ιατρό,
- στην ελεύθερη επιλογή ιατρού, και
- στην εγγραφή 1800 έως 2500 πολιτών ανά οικογενειακό ιατρό.
Στη συνέχεια καταργείται ο θεσμός του Γενικού ιατρού με τον Νόμο 2194 του 1994 και δέχεται πολλές αναθεωρήσεις το 2014, το 2017 και το 2022.
Οι διεθνείς επιδημιολογικές και δημογραφικές μελέτες προσέφεραν γόνιμες ιδέες για την ανάπτυξη του θεσμού του οικογενειακού ιατρού. Πρότειναν συγκεκριμένους δείκτες λειτουργίας όπως: ο γενικός ιατρός προσφέρει υπηρεσίες σε ένα πληθυσμό 2.500 περίπου ατόμων, με 36-50 περίπου ώρες εβδομαδιαίας απασχόλησης, με μέσο χρόνο ανά επίσκεψη να διακυμαίνεται στα 15 περίπου λεπτά, με 40 ημερήσιες επισκέψεις 200 εβδομαδιαίες. Το σύνολο των ιατρικών επισκέψεων ετησίως εκτιμάται στις 10.000 περίπου. Οι εκτιμήσεις αυτές, βέβαια, διαφοροποιούνται σημαντικά ανάλογα με τη δομή, την οργάνωση τη χρηματοδότηση, τη δημογραφία, την επιδημιολογία και το μέγεθος και την έκταση των υγειονομικών αναγκών.
Από το οικονομικό σοκ στο υγειονομικό σοκ
Η υπερψήφιση του Νόμου ΦΕΚ 187/Α/15-11-2024 για τον Προσωπικό Ιατρό στην Ελλάδα βρίσκει τη Χώρα μας σε μια περίοδο μετα από μια δεκαετή οικονομική κρίση και έπειτα από μια επιδημιολογική κρίση με την COVID-19. Έχουμε μια αλληλουχία από ένα Οικονομικό Σοκ (Economic shock) , σε ένα Υγειονομικό Σοκ (Health Shock). Η δεκαετής οικονομική κρίση, τα τρία Μνημόνια και οι δραστικές περικοπές των δημοσίων δαπανών υγείας δημιούργησαν συσωρευτικά προβλήματα που επηρέασαν την σημαντικά την λειτουργία του συστήματος υγείας στην Ελλάδα.
Ενδεικτικά αναφέρουμε:
Υποχρηματοδότηση: Εξετάζοντας την εξέλιξη των δαπανών υγείας στην Ελλάδα σε σχέση με τον μέσο όρο των Χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης ΕΕ-27 παρατηρούμε μια υποχρηματοδότηση στην Χώρα μας κατά δυο ποσοστιαίες μονάδες για το σύνολο των δαπανών υγείας σε ποσοστό του ΑΕΠ και σε τρεις ποσοστιαίες μονάδες για τις δημόσιες δαπάνες υγείας.
Ανικανοποίητες ανάγκες: Η Ελλάδα παρουσιάζει το υψηλότερο ποσοστό ανικανοποίητών αναγκών για υγειονομική περίθαλψη που ανέρχεται στο 11.6% έναντι του 2.4% του μέσου όρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ανισότητες Υγείας: Εντονότερες είναι οι ανισότητες στην Ελλάδα, ανάμεσα στους πλούσιους και στους φτωχούς σε σχέση με τις άλλες χώρες της ΕΕ-27, καθιστώντας την πατρίδα μας ως την «Πρώτη Χώρα της ΕΕ-27» με τις μεγαλύτερες και προκλητικότερες ανισότητες. Στην Ελλάδα το χάσμα στις ανικανοποίητες ανάγκες ανάμεσα στους φτωχούς και τους πλούσιους ανέρχεται στο 19.6% ενώ στις χώρες της ΕΕ-27 μόλις 2.6%. (ΟΟΣΑ Health at a Glance 2024).
Αρνητικό Ισοζύγιο στο Δυναμικό του ΕΣΥ: Σύμφωνα με τα πρόσφατα στοιχεία του προϋπολογισμού 2025, για το ανθρώπινο δυναμικό που απασχολείται στο ΕΣΥ, προβλέπεται ένα έλλειμα που ανέρχεται στα 345 άτομα. Οι αποχωρήσεις προσωπικού του κλάδου υγείας του ΕΣΥ την περίοδο 2023-2025 ανήλθαν στα 8501 άτομα ενώ οι προσλήψεις έφθασαν στα 8156 άτομα.
Στα παραπάνω προβλήματα προστίθενται το δημογραφικό, οι χρόνιες ασθένειες και το αυξημένο κόστος της τεχνολογίας.
Η Πρόκληση του Προσωπικού Ιατρού
Η πρόκληση του προσωπικού ιατρού στην εποχή της 5ης Βιομηχανικής Επανάστασης αποτελεί ένα ιδιαίτερα σημαντικό ζήτημα, καθώς η υγεία αναδιαμορφώνεται μέσα από τεχνολογικές καινοτομίες και αλλαγές στις κοινωνικό-οικονομικές ανάγκες. Οι δυνατότητες που προσφέρει η ψηφιοποίηση της υγείας και ο ψηφιακός μετασχηματισμός μπορούν να αναβαθμίσουν τον ρόλο του προσωπικού ιατρού, καθιστώντας τον έναν κρίσιμο παράγοντα για την προαγωγή της υγείας και τη μείωση των ανισοτήτων.
1. Ικανοποίηση των Υγειονομικών Αναγκών:
Η ανάπτυξη εργαλείων, όπως οι ηλεκτρονικοί φάκελοι ασθενών και τα μητρώα υγείας, επιτρέπει την καλύτερη αποτίμηση και καταγραφή των ατομικών και συλλογικών αναγκών. Ο προσωπικός ιατρός μπορεί να προσαρμόσει τη υγειονομική φροντίδα, προσφέροντας εξατομικευμένες λύσεις, ενώ η πρόσβαση σε Big Data και Τεχνητή Νοημοσύνη ενισχύει τη πρόληψη, την διάγνωση και τη θεραπεία.
2. Βελτίωση Σχέσης Ιατρού-Ασθενή:
Η χρήση τηλεϊατρικής και ψηφιακών πλατφορμών ενισχύει την επικοινωνία και τη διαφάνεια στη σχέση ιατρού-ασθενή. Η αμφίδρομη εκπαίδευση – τόσο των ασθενών μέσω προγραμμάτων πρόληψης, όσο και των ιατρών μέσω τηλεκπαίδευσης – προάγει μια πιο ενεργή συμμετοχή στην υγεία.
3. Μείωση Ανισοτήτων και Σπατάλης Πόρων:
Η καθολική εφαρμογή του προσωπικού ιατρού και η ενσωμάτωση ψηφιακών εργαλείων διασφαλίζουν προσιτή και ισότιμη υγειονομική φροντίδα για όλους. Η στοχευμένη κατανομή πόρων, μέσω τεχνολογιών ανάλυσης δεδομένων, μειώνει τη σπατάλη και ενισχύει την αποδοτικότητα του συστήματος υγείας.
4. Ρόλος των Πανεπιστημιακών Κέντρων Υγείας:
Η ίδρυση 8 κέντρων υγείας πανεπιστημιακού τύπου δημιουργεί ένα οικοσύστημα αριστείας, ενισχύοντας την έρευνα, την καινοτομία και την παροχή ποιοτικής περίθαλψης. Αυτά τα κέντρα μπορούν να λειτουργήσουν ως πρότυπα για διεθνείς συνεργασίες και τη μετάδοση γνώσης.
5. Οικονομικές και Κοινωνικές Προοπτικές:
Η ενίσχυση της χρηματοδότησης μέσω ειδικών λογαριασμών στα κέντρα υγείας ενθαρρύνει την καινοτομία και την έρευνα, συμβάλλοντας στην οικονομική βιωσιμότητα του συστήματος υγείας. Παράλληλα, η κοινωνική συνοχή ενδυναμώνεται μέσω της υγειονομικής ασφάλειας και της πρόσβασης σε φροντίδα για όλους.
Η πρόκληση του προσωπικού ιατρού στην ψηφιακή εποχή είναι να ισορροπήσει την ανθρώπινη επαφή με τις τεχνολογικές δυνατότητες, δημιουργώντας ένα ολοκληρωμένο και βιώσιμο μοντέλο υγειονομικής φροντίδας.
* Γιάννης Υφαντόπουλος (D.Phil.) είναι Καθηγητής & Ακαδημαϊκός Συντονιστής στο MBA University of Athens, Διοίκηση Υπηρεσιών Υγείας του ΕΚΠΑ