«Ουδέτερη» σύσταση για τις ελληνικές μετοχές διατηρεί η HSBC, καθώς όπως επισημαίνει ο πυρήνας της ελληνικής αγοράς παραμένει ακόμη ο ευθραυστός τραπεζικός τομέας, όπου απαιτείται βελτίωση της ποιότητας των περιουσιακών στοιχείων για την αποδέσμευση της αξίας στον κλάδο και αυτό με τη σειρά του εξαρτάται από την προσωρινή οικονομική ανάκαμψη που καταγράφηκε στο προηγούμενο έτος.
Η HSBC αναφέρει πως το το ελληνικό ΑΕΠ συρρικνώθηκε κατά 14% (q-o-q/σε σύγκριση με το α' τρίμηνο του έτους) στο β' τρίμηνο, λίγο χειρότερο από ό,τι ανέμενε (-12%) και κατά 15,2% (y-o-y/από το αντίστοιχο τρίμηνο του 2019).
Μέχρι στιγμής, η ελληνική οικονομία έχει αποδώσει όπως και η υπόλοιπη Ευρωζώνη, δείχνοντας ανθεκτικότητα παρά την εξάρτηση της ανάπτυξης από τον τουριστικό τομέα, που έχει πληγεί. Ωστόσο τα δεδομένα φανερώνουν τη βαρύτητα του τουριστικού κλάδου στην οικονομία. Οι εξαγωγές συρρικνώθηκαν κατά σχεδόν το ένα τρίτο στο β' τρίμηνο (-32,1% q-o-q), ενώ οι εισαγωγές μειώθηκαν μόνο κατά το ήμισυ περίπου. Οι εξαγωγές υπηρεσιών μειώθηκαν κατά 54% σε ετήσια βάση στο β' τρίμηνο.
Παράλληλα τον Ιούνιο, οι αφίξεις ξένων τουριστών μειώθηκαν κατά 93,8% σε ετήσια βάση και 76,9% το α' εξάμηνο του 2020. Οι ταξιδιωτικές εισπράξεις (που αντιστοιχούσαν σε περίπου 10% του ΑΕΠ πέρυσι) μειώθηκαν κατά 87,5% σε ετήσια βάση στο α' εξάμηνο 2020. Η HSBC συνεχίζει να αναμένει σημαντική ανάκαμψη, που θα ξεκινήσει το επόμενο έτος.
Οσον αφορά στην αποτίμηση των ελληνικών τραπεζών, η HSBC αναφέρει πως στην επιφάνεια φαίνονται φθηνές, με δείκτη κέρδους ανά μετοχή (P/E) για το 2020 στο 13,1 και δείκτη τιμής προς λογιστική αξία (P/BV) 0,5. Ωστόσο, με δεδομένες της προοπτικές, η ποιότητα των περιουσιακών στοιχείων και τα κέρδη θα επιδεινωθούν -και ο κλάδος ξεκινά ήδη από μια ευάλωτη θέση.
Ίσως η Ελλάδα να κινείται υψηλότερα σε σύγκριση με άλλες αγορές, αλλά κατά την HSBC, είναι λογικό οι επενδυτές να επικεντρωθούν σε μετοχές κλάδων με μάλλον ισχυρότερη θέση ισολογισμού.