Η όποια αποκλιμάκωση καταγράφεται στα ουκρανικά εδάφη και κόντρα στα «σήματα» της Ουάσινγκτον για άμεση εισβολή της Ρωσίας, βοήθησε τις αγορές μετοχών και το Χρηματιστήριο να ανακάμψουν.
Έτσι μετά τη χθεσινή διόρθωση όπου διασώθηκαν οι 950 μονάδες, οι αγοραστές επέστρεψαν και με οδηγό τις τράπεζες έστειλαν την αγορά πάνω από τις 960 μονάδες.
Τεχνικά για τον Γενικό Δείκτη και υπό το πρίσμα της επιδείνωσης του κλίματος που υπήρξε στις διεθνείς αγορές, ζητούμενο αποτέλεσε πρωτίστως η διατήρηση των 956 - 961 μονάδων ώστε να μην απομακρυνθεί ο στόχος των 1.060 μονάδων, με βελτίωση και της εξωτερικής τάσης. Μια μεγαλύτερης έντασης πίεση όπως υπήρξε χθες στο πρώτο μισό της συνεδρίασης έφερε μια κίνηση προς τις 936 μονάδες (εκθετικός ΚΜΟ 30), με επόμενη στήριξη κοντά στις 916 μονάδες, κάτι που αποφεύχθηκε αφού ενεργοποιήθηκαν οι αγοραστές. Ανοδικά κινούνται οι ευρωπαϊκές αγορές όπως και η Wall Street, ενώ σημαντική αποκλιμάκωση καταγράφεται και στις τιμές πετρελαίου όπως και στου φυσικού αερίου. Ωστόσο το παιχνίδι στη γεωπολιτική σκακιέρα συνεχίζεται με φόντο την Ουκρανία, με τον Πούτιν να κάνει ντρίμπλες σχετικά με τη κίνηση των στρατευμάτων.
Στα ενδότερα η Fitch ανέφερε χθες πως η αναθεώρηση του outlook της Ελλάδας σε θετικό κατά την πρόσφατη αξιολόγηση αντανακλά την ισχυρή οικονομική ανάπτυξη και τη συρρίκνωση του δημοσιονομικού ελλείμματος που υποστηρίζει μια ταχύτερη από την αναμενόμενη πτώση του δημόσιου χρέους, εν μέσω αυξανόμενου αλλά ιστορικά χαμηλού κόστους δανεισμού (η απόδοση του 10ετούς ομολόγου μεταξύ 2015 και 2019 ήταν περίπου 6,25% κατά μέσο όρο). Ο οίκος αξιολόγησης τόνισε πως οι μεικτές χρηματοδοτικές ανάγκες (GFNs) για το ελληνικό δημόσιο θα κορυφωθούν το 2023 και θα παραμείνουν κάτω από το 15% του ΑΕΠ. Οι αναθεωρημένες προβλέψεις μας υποδεικνύουν τώρα χαμηλότερα GFN τα επόμενα τέσσερα χρόνια (σωρευτικά 4,5% του ΑΕΠ). Η αναθεώρηση αυτή αντανακλά, επίσης, τις αποπληρωμές των εκκρεμών δανείων του ΔΝΤ και τις προκαταβολές των δόσεων 2022 και 2023 του Greek Loan Facility, ύψους 3,8% του προβλεπόμενου ΑΕΠ.
Σήμερα, ο Γενικός Δείκτης ενισχύθηκε κατά 1,17% στις 961,85 μονάδες με τον τζίρο να ξεπερνά τα 95,38 εκατ. ευρώ. Στο 1,44% έκλεισε ο FTSE 25 και στις 2.357 μονάδες ενώ ο τραπεζικός υπεραπέδωσε με κέρδη 1,85% στις 736,18 μονάδες.
Τα πακέτα διαμορφώθηκαν στα 23,5 εκατ. ευρώ με τα μεγαλύτερα σε αξία να περνούν σε ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ (5,56 εκατ. ευρώ, 2,78 εκατ. και 1,99 εκατ.). Συγκεκριμένα, στην αγορά νέων μετοχών του κατασκευαστικού ομίλου ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ προχώρησε το family office της Μαριάννας Λάτση, το οποίο από παλιότερα, πέρυσι τον Μάρτιο, είχε εισέλθει στο μετοχολόγιο της εισηγμένης με περίπου 7,6%, έναντι 11,2 ευρώ ανά μετοχή, δείχνοντας την εμπιστοσύνης της στις προοπτικές του γκρουπ. Πληροφορίες αναφέρουν ότι προχώρησε σε ενίσχυση της θέσης του, απορροφώντας σημαντικό μέρος (όχι ολόκληρο) από το placement στο οποίο προχώρησε ο ισχυρός άνδρας της ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ, Γ. Περιστέρης, όπως πρόσφατα είχε δεσμευθεί να πράξει.
Στις τράπεζες καταγράφηκε η πλειονότητα των εντολών των αγοραστών αλλά μένοντας μακριά από τα ενδοσυνεδριακά υψηλά. Η Eurobank κατέγραψε άνοδο 1,53% στα 1,125 ευρώ, την ΕΤΕ στο 3,28% και στα 3,749 ευρώ, την Alpha Bank στο 1,72% και τα 1,42 ευρώ και τη Πειραιώς στο 1,20% και τα 1,604 ευρώ.
Παράλληλα, η κατοχύρωση κερδών και το rotation σε τίτλους οδήγησε σε χαμηλότερα κέρδη για την Coca Cola στο 0,38% και τα 29,19 ευρώ, με τους επενδυτές να τοποθετούνται επιθετικότητα σε ΟΠΑΠ (+1,86%), ΔΕΗ (+1,71%) και ΟΤΕ (+0,97%).
Θετικές κινήσεις και σε Mytilineos στο 1,38% και τα 15,39 ευρώ, ενώ προς τα 19 ευρώ αρχίζει να σκαρφαλώνει η Quest με κέρδη 1,20%. Ανέβηκε η μετοχή της ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ κατά 2,27% στα 9,48 ευρώ πλέον.
Ηπιότερα θετικά Τέρνα Ενεργειακή αλλά και Ελλάκτωρ, ενώ διόρθωσαν ΕΥΔΑΠ, ΜΟΗ και Titan που δείχνει μια αδυναμία να κινηθεί υψηλότερα μένοντας χαμηλότερα από τα 14 ευρώ.
Το «bull case» σενάριο της Morgan Stanley για τις ελληνικές τράπεζες
Έχοντας αυξήσει κατά 5% έως 10% τις εκτιμήσεις της για τα καθαρά έσοδα των ελληνικών τραπεζών για το σύνολο του 2023, μετά και από την αλλαγή «πλεύσης» που σήμανε η Κριστίν Λαγκάρντ στο «καράβι» της Ευρωζώνης για τα επιτόκια, η Morgan Stanley, θέτει μια πιο bullish προοπτική για τον κλάδο, με τις αναθεωρημένες τιμές στόχοι να υποδηλώνουν ένα upside 4% - 12%.
Ο αμερικανικός οίκος είχε επισημάνει πως η δυνατότητα ενίσχυσης της δανειοδοτικής ικανότητας των τραπεζών θα αποτελέσει το βασικό «μοχλό» του «recovery story». Έτσι, σε ό,τι αφορά αυτό το σκέλος, σημειώνει ότι υπάρχουν θετικά δείγματα για τα δάνεια των νοικοκυριών. Τα καταναλωτικά δάνεια έχουν εισέλθει σε θετικό έδαφος από τον Αύγουστο του 2021, με βασικό «οδηγό» τα στεγαστικά, ενώ ο Δεκέμβριος του 2021 ήταν ο πρώτος μήνας οριακά θετικής έκδοσης νέων επιχειρηματικών δανείων (+3% σε ετήσια βάση).
Η Morgan Stanley, αποτιμά θετικά την αύξηση των στεγαστικών δανείων για την Eurobank, η οποία είναι η περισσότερο εκτεθειμένη σε αυτό το τμήμα που αντιστοιχεί στο 29% των δανειακών της χαρτοφυλακίων, έναντι 25% - 20% για την Alpha Bank και την Τράπεζα Πειραιώς. Επιπλέον, ενώ οι μακροοικονομικοί δείκτες όπως η βιομηχανική παραγωγή, ο σχηματισμός παγίου κεφαλαίου και ο δείκτης PMI παρουσιάζουν θετικές ανοδικές τάσεις, αυτό δεν έχει ακόμη μεταφραστεί σε ανάκαμψη της αύξησης των επιχειρηματικών δανείων.
Οι στόχοι που έχουν θέσει, οι ελληνικές τράπεζες υποδηλώνουν μια καθαρή αύξηση των δανειοδοτήσεων κατά 10 δισ. ευρώ έως το 2024. Με βάση το βασικό σενάριο του αμερικανικού οίκου, οι τράπεζες θα αυξήσουν τα δάνειά τους κατά 6 - 8 δισ. ευρώ, υποδηλώνοντας μέση ετήσια αύξηση CAGR, 5% - 6%.
Το «bull case» σενάριο κάνει λόγο για μέση ετήσια αύξηση κατά 7% - 9%, ήτοι 9-10 δισ. ευρώ. Η υπόθεση για χαμηλότερη αύξηση των δανειοδοτήσεων μεταφράζεται σε μια πιο ισχνή μέση αύξηση των καθαρών εσόδων από τόκους έως το 2024 σε σύγκριση με το guidance των τραπεζών, αλλά ευθυγραμμίζεται με το βασικό σενάριο, όπου επίσης ενσωματώνει μια μικρότερη πίεση στα καθαρά περιθώρια τόκων (NIM). Με τα δανειακά χαρτοφυλάκια των ελληνικών τραπεζών να στρέφονται προς τα επιχειρηματικά στο 63% - 74% του συνόλου, η Morgan Stanley «βλέπει» την επιτάχυνση της αύξησης τους λόγω των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης τα επόμενα τρίμηνα ως ένα βασικό θετικό «καταλύτη».