Σε αύξηση των εκτιμήσεών της για την πορεία της τιμής του Brent στα 95 δολάρια το βαρέλι για φέτος (από 81 δολάρια προηγουμένως), στα 85 δολάρια (από 80 δολάρια) για το 2023 και στα 80 το βαρέλι (από 75 δολάρια) για το 2024, προχώρησε η UBS ώστε να αντικατοπτρίζεται ο αντίκτυπος της πολεμικής σύρραξης μεταξύ Ρωσίας - Ουκρανίας, μέσω της μειωμένης ρωσικής παραγωγής και των υψηλότερων ασφάλιστρων κινδύνου. Παράλληλα, η εκτίμηση του ελβετικού οίκου για το 2025 και σε μακροπρόθεσμη βάση παραμένει αμετάβλητη στα 75 δολάρια το βαρέλι.
Όπως σημειώνει, τα παγκόσμια αποθέματα αναμένεται να συνεχίζουν να μειώνονται κατά το υπόλοιπο του έτους, από τα ήδη χαμηλά επίπεδα, και η πλεονάζουσα χωρητικότητα να υποχωρεί σε επίπεδα χαμηλότερα από τα κανονικά κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2022, προτού ανακάμψουν ελαφρώς από το 2023 καθώς αναμένεται μια ενίσχυση της προσφοράς. Επιπλέον, ο αντίκτυπος των μειωμένων ρωσικών εξαγωγών αντισταθμίζεται εν μέρει από τη χαμηλότερη ζήτηση και την ελαφρώς υψηλότερη παραγωγή από τη μεριά των ΗΠΑ. Ωστόσο, σύμφωνα με τη UBS, υφίστανται ένας σημαντικός βαθμός αβεβαιότητας τόσο για το πώς θα εξελιχθούν τα γεωπολιτικά γεγονότα με «αιχμή» το πολεμικό σκηνικό μεταξύ Ρωσίας - Ουκρανίας όσο και για το πώς θα επηρεαστούν οι ρωσικές ενεργειακές εξαγωγές.
Τα τρία σενάρια της UBS
Βραχυπρόθεσμα, ο ελβετικός οίκος μοντελοποιεί μια πτώση περίπου 2 εκατ. βαρελιών ημερήσιας παραγωγής ρωσικού αργού στο δεύτερο τρίμηνο και σταδιακά προς τα 1,5 εκατ. βαρέλια ημερήσιας παραγωγής κατά το τέταρτο τρίμηνο του 2022, διαμορφώνοντας ένα ακόμη πιο «στενό» πλαίσιο στην αγορά. Αυτό οφείλεται στον συνδυασμό της απαγόρευσης των εισαγωγών ρωσικού αργού και προϊόντων από ορισμένες χώρες (Βρετανία, ΗΠΑ) και τις «αυτοκυρώσεις» (άρνηση συναλλαγών με ρωσικό πετρέλαιο λόγω και πιθανών νομικών ζητημάτων), κυρίως στην Ευρώπη και τον αντίκτυπο των ευρύτερων κυρώσεων στη Ρωσία, που περιπλέκουν το εμπόριο και την ανακατεύθυνση των εξαγωγικών ροών.
Ωστόσο εκτιμά πως η σταδιακή άνοδος της παραγωγής του OPEC και η επιστροφή των ιρανικών βαρελιών θα αντισταθμίζει εν μέρει αυτή την απώλεια (επιπλέον η αύξηση της παραγωγής από τη Βραζιλία και τη Νορβηγία θα βοηθήσει στην εξισορρόπηση της μειωμένης θέσης της Ρωσίας). Επιπλέον, αναμένει έναν αρνητικό αντίκτυπο στη ζήτηση από την βραδύτερη αναπτυξιακή δυναμική και τις υψηλότερες τιμές. Η ανάκαμψη από την ιστορική κατάρρευση της ζήτησης εξαιτίας της πανδημίας βρισκόταν σε ένα καλό δρόμο, αλλά πλέον ο ελβετικός οίκος αναμένει πως η ζήτηση θα επιστρέψει στα προς πανδημίας επίπεδα (2019) το 2023 και όχι στα μέσα του 2022, όπως ανέμενε προηγουμένως (η παγκόσμια ζήτηση πετρελαίου θα αυξηθεί κατά 2,2 εκατ. βαρέλια ημερησίως σε ετήσια βάση στα 99,8 εκατ. βαρέλια ημερησίως κατά μέσο όρο το 2022, μειωμένη κατά 1,2 εκατ. βαρέλια ημερησίως από την προηγούμενη εκτίμηση). Η ζήτηση πετρελαίου θα συνεχίσει να αυξάνεται τουλάχιστον μέχρι τα τέλη της τρέχουσας δεκαετίας και η παγκόσμια πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα θα αυξηθεί από το 2023, αν και σε χαμηλά επίπεδα με βάση τα ιστορικά δεδομένα. Παράλληλα, σύμφωνα με το βασικό της σενάριο, ακόμη και με αύξηση των δαπανών τη φετινή χρονιά, δεν βλέπει την αντιστροφή των επιπτώσεων του 2014 - 2016 και του 2020 - 2021 και ως εκ τούτου αναμένει ότι οι τιμές θα παραμείνουν αυξημένες με περισσότερο uspide risk παρά downside.
Το σενάριο μεγαλύτερης κλιμάκωσης των τιμών
Βραχυπρόθεσμα, ο μεγαλύτερος κίνδυνος απορρέει από τη μεγαλύτερη διαταραχή στις εξαγωγές ρωσικού αργού, οι οποίες κατά τον ελβετικό οίκο, θα μπορούσαν να αυξηθούν έως και κατά 4 εκατ. βαρέλια ημερησίως σε περίπτωση ευρωπαϊκού εμπάργκο. Κατά τη UBS, οι τιμές θα μπορούσαν να αυξηθούν πάνω από τα 150 δολάρια το βαρέλι σε αυτό το σενάριο, προτού υπάρξει μια πιο ουσιαστική μείωση της ζήτησης. Οι επιδοτήσεις καυσίμων και άλλες μειώσεις φορολογικού χαρακτήρα θα μπορούσαν να μειώσουν περαιτέρω την ελαστικότητα της ζήτησης σε βραχυπρόθεσμη βάση. Επιπλέον, μπορεί να υπάρξει ακόμη και μια εκτόνωση της «συμπιεσμένης» ζήτησης, προτού ομαλοποιηθούν τα πρότυπα ζήτησης και ο κορονοϊός περάσει σε μια ενδημική φάση από το αρχικό στάδιο της πανδημίας. Ο OPEC+ θα μπορούσε να τηρήσει τη σταδιακή χαλάρωση της ποσόστωσής του, ενώ η υποκείμενη ζήτηση παραμένει ισχυρή και οι χώρες εκτός ΟΠΕΚ δεν ανταποκρίνονται στις τιμές. Μεσοπρόθεσμα, η UBS δεν βλέπει την είσοδο σε έναν «υπερκύκλο», αλλά αυτός ο νέος κύκλος δείχνει ολοένα και περισσότερο πιθανό να χαρακτηρίζεται από τον κίνδυνο της έλλειψης προσφοράς. Σε αυτήν την περίπτωση και χωρίς μια πρώιμη και ουσιαστική αιχμή της ζήτησης, οι τιμές θα μπορούσαν να βρίσκονται σταθερά πάνω από τα 100 δολάρια το βαρέλι.
Το σενάριο με το πετρέλαιο κάτω από τα 100 δολάρια το βαρέλι
Βραχυπρόθεσμα, στο downside σενάριό της, η UBS αναμένει μια αποκλιμάκωση της σύγκρουση Ρωσίας - Ουκρανίας και περιορισμένη μείωση της ρωσικής παραγωγής αργού. Αυτό θα οδηγούσε στην εξάλειψη του μεγαλύτερου μέρους του ασφάλιστρου κινδύνου και έτσι οι τιμές του αργού θα μπορούσαν να επιστρέψουν στα 80 - 90 δολάρια το βαρέλι περίπου και μάλιστα γρηγορότερα από ό,τι αναμένει ο οίκος. Από την άλλη, οι επιπτώσεις από το σκέλος της πανδημίας, μέσω των πιθανών νέων «κυμάτων» ή μεταλλάξεων (νέες προκλήσεις για τα υγειονομικά συστήματα και την οικονομική δραστηριότητα), θα μπορούσαν να επιβραδύνουν την ανάκαμψη της ζήτησης. Σύμφωνα με τη UBS, αυξήσεις στην παραγωγή του OPEC - ειδικά μέσω μιας ταχύτερης επιστροφής του Ιράν ή ελάχιστα μέσω της ανάκαμψης στη Βενεζουέλα, ή μιας κατάρρευσης των συνομιλιών και της συναίνεσης του OPEC+ - και μια μεγαλύτερη ανταπόκριση από τις κεφαλαιουχικές δαπάνες στις πρόσφατες υψηλότερες τιμές από τις χώρες εκτός του OPEC θα μπορούσε να οδηγήσει σε ταχύτερη αύξηση της προσφοράς. Αξίζει να σημειωθεί ότι η αδυναμία τιμών κατά τη χρονική περίοδο 2014 - 2015 δημιουργήθηκε από την άνοδο της παραγωγής σχιστόλιθου σε συνδυασμό με την αύξηση των ιρανικών εξαγωγών και την υπογραφή του JCPOA (Κοινό Ολοκληρωμένο Σχέδιο), κίνδυνοι που ελλοχεύουν και σήμερα.
Σε αυτή τη βάση, το downside risk κινείται στα 30 δολάρια το βαρέλι, αν και η δράση του OPEC+ θα το μετριάσει αυτό. Όπως σημειώνει ο ελβετικός οίκος, περισσότερες διαρθρωτικές επιπτώσεις στο σκέλος της ζήτησης μπορεί να ανακύψουν από την αλλαγή συμπεριφοράς μετά το πέρας της πανδημίας (και/ή η επιτάχυνση της μετάβασης και η «πράσινη νέα συμφωνία»), αν και αυτός δεν σαφές επί του παρόντος.
Photo: Getty Images/Ideal Image