Τελευταία ενημέρωση: 22:37
Σε νέα χαμηλά επίπεδα κινούνται οι δείκτες της Wall Street συνεχίζοντας την πτώση των προηγούμενων ημερών, με φόντο την αυξανόμενη ανησυχία για ύφεση της αγοράς.
Αυτή την ώρα ο Dow Jones καταγράφει πτώση 371,74 μονάδων ή 1,19% στις 30.881 μονάδες. Ο S&P 500 έχει απώλειες κατά 61,64 μονάδες ή 1,59% στις 3.838 μονάδες και ο Nasdaq χάνει 249,91 μονάδες ή 2,19% στις 11.143 μονάδες.
Ενδοσυνεδριακά, το ασταμάτητο sell-off «έσπρωξε» τον S&P 500 20,7% χαμηλότερα από το ιστορικό υψηλό του Ιανουαρίου, με τον δείκτη να καταγράφει το πρώτο «bear market» που έχει σημειωθεί στην αγορά, από την πτώση του Μαρτίου του 2020, στις αρχές της πανδημίας του κορονοϊού.
Σε εβδομαδιαίο επίπεδο, ο Dow Jones οδεύει προς την 8η συνεχόμενη εβδομάδα απωλειών, για πρώτη φορά από το 1923, με τις μέχρι τώρα εβδομαδιαίες απώλειες να υπολογίζονται σε 2,4%. Στο ίδιο μήκος κύματος ο S&P 500 και ο Nasdaq οδεύουν προς τα χειρότερα πτωτικά σερί τους από τον Ιούνιο του 2011 και τον Νοέμβριο του 2012, αντίστοιχα.
Η κερδοφόρα πορεία έρχεται μετά από μια μέρα απωλειών στην Wall Street την Πέμπτη, όπου ο Dow και ο Nasdaq έχασαν 0,8% και 0,3%, αντίστοιχα.
«Οι αγορές είχαν μια πολύ δύσκολη πορεία τις τελευταίες επτά εβδομάδες και πιστεύω πως αυτό συνδέεται με τις ανησυχίες για τον πληθωρισμό, τι θα σημαίνει αυτό για τα περιθώρια κέρδους και πόσο επιθετική θα χρειαστεί να γίνει η Fed για να θέσει το ζήτημα υπό έλεγχο» δήλωσε χαρακτηριστικά ο Art Hogan, κορυφαίος στρατηγικός αναλυτής της National Securities, τονίζοντας πως «αν και δεν πρόκειται για κάτι καινούργιο, παραμένει να είναι ο κύριος 'κόντρα άνεμος' για την αγορά».
Αναλυτές της Golman Sachs εκτιμούν στο 35% την πιθανότητα ύφεσης στις ΗΠΑ για τα επόμενα 2 χρόνια, ενώ η Wells Fargo περιμένει ότι η αμερικανική οικονομία θα παρουσιάσει ήπια ύφεση στο τέλος του 2022 ή στις αρχές του 2023. Για ενδεχόμενο επικράτησης του ρυθμού ανάπτυξης της αμερικανικής οικονομίας έναντι της κινεζικής για πρώτη φορά εδώ και 4 δεκαετίες κάνει λόγο το Bloomberg.
Η ομοσπονδιακή τράπεζα της χώρας (Fed) εμφανίζεται ακλόνητη στην πολιτική σημαντικής αύξησης των βασικών επιτοκίων της, γεγονός που αυξάνει τις πιθανότητες για πλήγμα στην πορεία ανάκαμψης της αμερικανικής οικονομίας, με ολοένα και περισσότερες φωνές να μιλούν για ενδεχόμενο ύφεσης, όπως της επικεφαλής του ΔΝΤ, Κρισταλίνα Γκεοργκίεβα.