Καθ' όλη τη διάρκεια της παγκόσμιας πληθωριστικής «έκρηξης» των τελευταίων 18 μηνών, ένα ζήτημα που κυριάρχησε ήταν το πώς οι οικονομολόγοι σε ολόκληρο τον κόσμο υποτίμησαν τόσο το μέγεθος όσο και την κατεύθυνσή του, όπως επισημαίνει σε ανάλυσή της η Deutsche Bank, καθώς στις ΗΠΑ, για παράδειγμα, το consensus των εκτιμήσεων αναβαθμίζονταν ανά τρίμηνο κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου.
Στην πραγματικότητα ωστόσο, θα έπρεπε να μας εκπλήσσει το πως εξελίσσεται ο πληθωρισμός λαμβάνοντας πιο επίμονα χαρακτηριστικά; Η ιστορία δείχνει πως όχι, καθώς όταν ο πληθωρισμός είχε αναρριχηθεί παλαιότερα σε επίπεδα τόσο υψηλά όσο σήμερα, συνήθως καθυστερούσε αρκετά να υποχωρήσει. Επιπλέον, συνήθως καταλήγει να σταθεροποιείται σε ένα επίπεδο αρκετά υψηλότερο από αυτό που βρισκόταν πριν ξεκινήσει η άνοδος του.
Η ομάδα της Deutsche Bank εξετάζει το πώς εξελίχθηκε ο πληθωρισμός μετά από προηγούμενα ανώτατα σημεία που «χτύπησε» ιστορικά, επιλέγοντας το 8% ως όριο, καθώς αποτελεί ένα επίπεδο που έχουν υπερβεί οι περισσότερες από τις βασικές παγκόσμιες οικονομίες, συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ, της Ευρωζώνης και του Ηνωμένου Βασιλείου. Ωστόσο, η πραγματικότητα είναι ότι τα αποτελέσματα είναι παρόμοια ακόμα κι αν αλλάξει ελαφρώς αυτό το όριο, όπως επισημαίνει ο Jim Reid, επικεφαλής σε τέτοιου είδους αναλύσεις της Deutsche Bank.
Το σύνολο δεδομένων του γερμανικού οίκου καλύπτει 50 οικονομίες σε ανεπτυγμένες και αναδυόμενες αγορές, με τα δεδομένα να πηγαίνουν έναν αιώνα πίσω, όπου είναι διαθέσιμα. Η Deutsche Bank «έτρεξε» την άσκηση από τρία διαφορετικά σημεία εκκίνησης, λαμβάνοντας ως αφετηρία τα στοιχεία από το 1920 για να έχει ένα πλήρες ιστορικό. Στη συνέχεια, εξετάζει τα στοιχεία από το 1950 για να δείξει την ομαλοποιημένη περίοδο μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, μόλις έχει ολοκληρωθεί η αρχική μεταπολεμική άνοδος του πληθωρισμού και εν συνέχεια, κοιτά τα δεδομένα από το 1970 να δει τις τάσεις στο περιβάλλον νομισμάτων Fiat που ισχύει σήμερα. Όλη η ανάλυση που ξεδιπλώνει είναι μέχρι το 2019 για να διασφαλίσει ότι δεν συμπεριλαμβάνεται η τρέχουσα περίοδος υψηλού πληθωρισμού. Επιπλέον, εξετάζει τον μέσο πληθωρισμό πέντε χρόνια πριν και πέντε χρόνια μετά, από όταν υπερέβει για πρώτη φορά το 8%.
Εξετάζοντας λοιπόν τα δεδομένα σε πλήρη βάση, φαίνεται ότι από τη στιγμή που ο πληθωρισμός εκτιναχθεί πάνω από το 8%, ο μέσος πληθωρισμός χρειάζεται περίπου δύο χρόνια για να υποχωρήσει ακόμη και κάτω από το 6%, προτού σταθεροποιηθεί γύρω από αυτό το επίπεδο έως και 5 χρόνια μετά το αρχικό «σοκ» του 8%. Αυτό είναι περίπου 2% πάνω από το μέσο όρο της περιόδου πριν το σοκ, του 4% περίπου. Ωστόσο, το τρέχον consensus αναμένει ότι θα επιστρέψει στο 3% ή ακόμη και κάτω από το 3% μόλις δύο χρόνια αφότου κινηθήκε αρχικά πάνω από το 8%. Αν και αυτό δεν είναι αδύνατο, έχει συμβεί ελάχιστες φορές.
1950 -
Αν δούμε τι έχει συμβεί από το 1950 σε παγκόσμιο επίπεδο, υπάρχουν 220 παρατηρήσεις. Σύμφωνα με τα πρότυπα μετά το 1950, το είδος της ταχείας αποκλιμάκωσης του πληθωρισμού που αναμένει σήμερα η αγορά ήταν εξαιρετικά ασυνήθιστο.
1970 -
Εάν εστιάσουμε στην περίοδο του 1970, οι τρέχουσες προσδοκίες για αποπληθωρισμό φαίνονται ακόμη πιο αισιόδοξες. Από τη μία πλευρά, αυτό επηρεάζεται σε μεγάλο βαθμό από τη δεκαετία του 1970, στην οποία γνωρίζουμε ότι ο πληθωρισμός παρέμεινε υψηλότερος για περισσότερο από ό,τι περίμενε κανείς εκείνη την εποχή. Ωστόσο, από την άλλη πλευρά, αυτή η περίοδος καλύπτει το νομισματικό και δημοσιονομικό καθεστώς που έχουμε σήμερα (Fiat Money). Επομένως, δεν υπάρχει κάποιος κανόνας όπως αυτό του χρυσού για τον καθορισμό της αξίας του νόμιμου χρήματος και το οποίο θα εμποδίζει τους πολιτικούς να ξεκινήσουν πληθωριστικές πολιτικές. Στην πραγματικότητα, η πολιτική ήταν πολύ πιο επεκτατική κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, και οι πληθωριστικοί «κραδασμοί» δεν έχουν δει παρόμοιες κινήσεις προς πιο συσταλτικές πολιτικές για την υπεράσπιση της μετατρεψιμότητας του χρυσού.
Ως παράδειγμα πιο επεκτατικής πολιτικής σε αυτόν κύκλο, η δημοσιονομική πολιτική παρέμεινε χαλαρή καθ' όλη τη διάρκεια αυτού του πληθωριστικού «σοκ» για να περιορίσει το βάρος της πανδημίας του κορονοϊού και των υψηλότερων τιμών της ενέργειας. Πράγματι, ακόμη και τώρα πολλές ευρωπαϊκές χώρες εξακολουθούν να εφαρμόζουν πακέτα δημοσιονομικής τόνωσης για να μετριάσουν τις επιπτώσεις του ενεργειακού «σοκ» στους πολίτες τους.
Στο μεταξύ, η νομισματική πολιτική είναι επίσης πίσω από την καμπύλη, με τη Fed και την ΕΚΤ να μην έχουν αρχίσει καν να αυξάνουν τα επιτόκια έως ότου ο πληθωρισμός ήταν ήδη πάνω από το 8%. Και ακόμη και μετά τις αυξήσεις που έχουμε ήδη, τα επιτόκια παραμένουν πολύ αρνητικά σε πραγματικούς όρους. Έτσι, θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς ότι η σημερινή νομισματική πολιτική που ασκείται είναι η πιο χαλαρή απάντηση πολιτικής στον πληθωρισμό που έχουμε δει ποτέ σε καιρό ειρήνης.
Η Deutsche Bank καταλήγει πως η ιστορία δεν επαναλαμβάνεται ποτέ ακριβώς, αλλά με δεδομένο ότι οι εκτιμήσεις για τον πληθωρισμό ήταν γενικά τόσο «κακές» κατά τους τελευταίους 18 μήνες, αξίζει να αναρωτηθούμε τι συμβαίνει συνήθως όταν ο πληθωρισμός υπερβαίνει αυτά τα όρια. Η απάντηση που προκύπτει είναι ότι συνήθως παραμένει αρκετά επίμονος, ειδικά στην περίοδο μετά το 1970. Το εάν τα ιστορικά δεδομένα ή το consensus αποδειχθεί πιο ακριβής, το σίγουρο είναι ότι ο αντίκτυπος στις αγορές και τις οικονομίες τα επόμενα χρόνια θα είναι βαθύς. Εάν η διάμεσος της ιστορίας αποδειχθεί σωστή, τότε η αναταραχή του 2022 θα μπορούσε να αποδειχθεί μόνο η αρχή.