Πιο θετική στάση αρχίζει να λαμβάνει η Goldman Sachs για την πορεία των ευρωπαϊκών μετοχών κατά το νέο έτος, στη βάση του πιο ήπιου χειμώνα που εκτυλίσσεται στην Ευρώπη, με άμεση απόρροια την πτώση της τιμής του φυσικού αερίου, αλλά και του re-opening της Κίνας.
Η υποχώρηση των τιμών του φυσικού αερίου εξαιτίας του πιο ήπιου χειμώνα - και της μείωσης της ζήτησης - αποτελεί έναν σημαντικό «καταλύτη» για την Ευρώπη, όπως σημειώνει η Sharon Bell, αναλύτρια στρατηγικής της Goldman Sachs για τις ευρωπαϊκές μετοχές. Η εξέλιξη αυτή λειτουργεί επιδραστικά κυρίως σε τρεις βασικές ενότητες, καθώς i) τα πραγματικά εισοδήματα θα ενισχυθούν, ii) θα υποστηριχθεί η μείωση του πληθωρισμού, καθώς ήδη στις τελευταίες ανακοινώσεις των μεγεθών έχει αρχίσει να καταγράφεται μια αποκλιμάκωση και iii) με όλα τα άλλα ίσα, οι κρατικοί προϋπολογισμοί θα ωφεληθούν, καθώς η στήριξη προς τα νοικοκυριά αναμένεται να είναι λιγότερο κοστοβόρα εάν οι τιμές του φυσικού αερίου παραμείνουν χαμηλές.
Σύμφωνα με την ίδια, η σχετική απόδοση του δείκτη DAX είχε μια ιδιαίτερη συσχέτιση με τις τιμές των συμβολαίων φυσικού αερίου TTF, από τον Φεβρουάριο του περασμένου έτους, όταν η Ρωσία εισέβαλε στην Ουκρανία. Κατά συνέπεια, τα τμήματα της ευρωπαϊκής αγοράς μετοχών που ενδέχεται να επωφεληθούν περισσότερο είναι αυτά των DAX και FTSE MIB όπως και γενικότερα οι πιο «κυκλικοί» κλάδοι. Ωστόσο, αν και τα παραπάνω προσφέρουν ένα πιο θετικό τόνο στο ευρύτερο ευρωπαϊκό αφήγημα, η έλλειψη ενεργειακής ανεξαρτησίας για την Ευρώπη αποτελεί σαφώς ένα δισεπίλυτο πρόβλημα βραχυπρόθεσμου χαρακτήρα, που είναι πιθανό να αναδυθεί προς το δεύτερο εξάμηνο του 2023, ειδικά καθώς το re-opening της Κίνας πιθανότατα θα οδηγήσει σε μια υψηλότερη παγκόσμια ζήτηση για ένα περιορισμένο πλέγμα πόρων.
Επιπλέον, η νέα κατάσταση στην Κίνα αναμένεται να προσφέρει μια ώθηση στην Ευρώπη τόσο σε ό,τι αφορά τις οικονομίες (ιδίως τη Γερμανία) όσο και τις μετοχές, όπου το 10% των πωλήσεων των εταιρειών καταγράφεται προς αυτήν. Να σημειωθεί πως οι οικονομολόγοι του αμερικανικού οίκου προχώρησαν σε επί τα βελτίω αναθεώρηση της εκτίμησής τους για το ΑΕΠ της Κίνας για το 2023 στο 5,2% (από 4,5% προηγουμένως), τη στιγμή που η έκθεση των ευρωπαϊκών εταιρειών προς την Ασία έχει αυξηθεί ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια.
Παράλληλα, οι ευρωπαϊκές μετοχές παραμένουν σχετικά ελκυστικές, όπως αναφέρει η Bell, με το δωδεκάμηνο forward P/E για την Ευρώπη να είναι περίπου στο 12x, ήτοι σε χαμηλότερα επίπεδα από το μέσο όσο των τελευταίων είκοσι ετών. Επίσης, το discount έναντι της αμερικανικής αγοράς παραμένει υψηλό στους περισσότερους κλάδους, κάτι που μπορεί εν μέρει να δικαιολογηθεί, δεδομένης της πολεμικής σύρραξης στην Ουκρανία και των προβληματικών σημείων στο ενεργειακό σκέλος της Ευρώπης, αλλά από την άλλη, η Ευρώπη διαθέτει ένα «μείγμα» κλάδων που λειτουργεί ίσως πιο ευνοϊκά υπό τον υψηλότερο πληθωρισμό και τα υψηλά επιτόκια. Η Goldman Sachs επισημαίνει πως οι υψηλές αποτιμήσεις συνεχίζουν να αποτελούν ένα εμπόδιο και μια αντιξοότητα για τις αμερικανικές μετοχές, έναντι των ευρωπαϊκών.
Βέβαια, στο κρίσιμο ερώτημα του πόσο από αυτό το βελτιωμένο πλαίσιο έχει τιμολογηθεί από τις ευρωπαϊκές αγορές, η Goldman Sachs αναφέρει πως ο Stoxx 600 έχει καταγράψει μια απότομη άνοδο από το χαμηλό στις 29 Σεπτεμβρίου 2022, της τάξεως του 15% περίπου. Επίσης, οι αποδόσεις των κρατικών ομολόγων υποχώρησαν από τον Σεπτέμβριο έως τις αρχές Δεκεμβρίου, αλλά έκτοτε έχουν αυξηθεί εκ νέου - περισσότερο στην Ευρώπη παρά στις ΗΠΑ. Όλα αυτά συνεπάγονται ότι το ERP έχει υποχωρήσει σε χαμηλά επίπεδα κύκλου και υπό αυτό το πρίσμα η ομάδα στρατηγικής του επενδυτικού οίκου αυξάνει τους στόχους για τους Stoxx 600 και FTSE 100, εξακολουθώντας να αναμένει ελαφρώς χαμηλές αποδόσεις κατά τη διάρκεια του 2023.
Συγκεκριμένα, η Goldman Sachs θέτει στόχο στις 420, 440 και 465 μονάδες (έναντι 390, 410 και 450 μονάδες) σε διάστημα τριών, έξι και δώδεκα μηνών αντίστοιχα για τον Stoxx 600 και στις 7.300, 7.700 και 8.100 μονάδες (έναντι 6.700, 7.000 και 7.700 μονάδων) για τον FTSE 100 σε αντίστοιχη χρονική βάση με αυτή του Stoxx 600. Επίσης, με τις τιμές του φυσικού αερίου να έχουν μετριαστεί, συν τις αναβαθμίσεις ως προ την αύξηση του ΑΕΠ της Κίνας, η Goldman Sachs μειώνει την (αρνητική) της εκτίμηση για την αύξηση των EPS του Stoxx 600 στο -5% το 2023 (από -8% προηγουμένως), αναμένοντας αύξηση κατά 5% το 2024.
Στη δεκαετία μετά την Παγκόσμια Χρηματοπιστωτική Κρίση, πολλοί από τους κλάδους με τις υψηλότερες αποδόσεις αποδείχθηκαν «παγίδες αξίας» - παρά την εμφάνιση καλών αποδόσεων, τα κέρδη και τα μερίσματά τους μειώθηκαν απότομα. Οι μετοχές του κλάδου των εμπορευμάτων «υπέφεραν» από την υπερβολική παγκόσμια προσφορά και τη μείωση των τιμών, ενώ οι τράπεζες υπέφεραν τόσο από την ανάγκη κεφαλαιακής αναδιάρθρωσης όσο και από τα χαμηλά NIM (καθαρά περιθώρια από τόκους) καθώς οι κεντρικές τράπεζες διατηρούσαν τα επιτόκια σε χαμηλά επίπεδα. Η συνθήκη αυτή ωστόσο αλλάζει, με τα επιτόκια να αυξάνονται, βελτιώνοντας τα καθαρά επιτοκιακά περιθώρια των τραπεζών και τα επίπεδα κεφαλαίου είναι γενικά ισχυρά. Για τις μετοχές του κλάδου των εμπορευμάτων, τα χρόνια περιορισμού των δαπανών σήμαιναν «υγιείς» ισολογισμούς και μια έλλειψη προσφοράς. Επομένως, η Goldman Sachs «βλέπει» τα μερίσματα πιο ασφαλή και την αύξηση αυτών να κινείται πιθανώς σε υψηλότερα επίπεδα.
Συνεπώς, οι μετοχές των τραπεζών, της ενέργειας και των βασικών πόρων συγκαταλέγονται επίσης μεταξύ αυτών που προσφέρουν τη μεγαλύτερη αξία στην Ευρώπη, με τους αναλυτές στρατηγικής του οίκου να εκτιμούν πως το σκέλος του «value» ευρύτερα θα αποτελέσει ένα θέμα που μπορεί να λειτουργήσει καλά σε περιβάλλον υψηλότερων επιτοκίων.
Τέλος, η Bell προτείνει στα χαρτοφυλάκια να αποφύγουν τις μετοχές των εταιρειών με υψηλό κόστος εργασίας ή αδύναμους ισολογισμούς. «Η αύξηση του κόστους δανεισμού έχει πολλές συνέπειες που πιστεύουμε ότι δεν προεξοφλούνται πλήρως από τις αγορές – οι υψηλότερες πληρωμές τόκων οδηγούν σε χαμηλότερα περιθώρια καθαρού κέρδους και το υψηλότερο κόστος χρηματοδότησης μειώνει την ισχύ των ισολογισμών και πιθανότατα συνεπάγεται ότι οι εταιρείες εστιάζουν στην απομόχλευση και όχι στην επένδυση. Οι εταιρείες με πολύ αδύναμους ισολογισμούς ενδέχεται να προχωρήσουν σε αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου. Αν και οι τρέχοντες ισολογισμοί δεν είναι ιδιαίτερα πιεσμένοι και δεν εντοπίζουμε ένα ευρύ πρόβλημα, γνωρίζουμε ότι η λήξη του χρέους που εκδίδεται είναι συχνά περίπου 5 - 7 έτη και περίπου το ήμισυ του συνόλου λήγει στα επόμενα τέσσερα χρόνια» αναφέρει η Bell. Επιπλέον, ενώ τα spreads διευρύνονται στα κρατικά ομόλογα των χωρών της Ευρωζώνης, η καταστάση πλέον μοιάζει λιγότερο ανησυχητική, με τις επιπτώσεις στις αγορές μετοχών να μην είναι πλέον τόσο μεγάλες.