Στις προτιμώμενες επιλογές της Morgan Stanley στη ζώνη EEMEA (Ανατολική Ευρώπη, Μέση Ανατολή και Αφρική) συγκραταλέγονται οι ελληνικές τράπεζες, καθώς ο αμερικανικός οίκος στη στρατηγική του, επισημαίνει πως το «risk - reward» παραμένει το πιο ελκυστικό έναντι όλων των άλλων, τοποθετώντας έτσι τη μετοχή της Τράπεζας Πειραιώς (top pick) και της Eurobank στις δύο πρώτες θέσεις της λίστας, με σύσταση «overweight» και υψηλά περιθώρια ανόδου.
Ένας εκ των βασικών συντελεστών είναι η διατήρηση του ρυθμού υπεραπόδοσης της ελληνικής οικονομίας έναντι αυτού της Ευρωζώνης, με την οικονονομόλο της Morgan Stanley Chiara Zangarelli, να αναμένει μια αύξηση του ΑΕΠ κατά 2,5% το 2023 και κατά 2,2% το 2024, έναντι 0,7% και 1% για την Ευρωζώνη στο αντίστοιχο χρονικό διάστημα.
Επιπλέον, η αύξηση των εξυπηρετούμενων δανείων των ελληνικών τραπεζών αναμένεται να επωφεληθεί από αυτό, μαζί με τις συνεχείς επενδύσεις που υποστηρίζονται από την εφαρμογή του πλαισίου του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF) και από τις εισροές - ρεκόρ των άμεσων ξένων επενδύσεων, οδηγώντας σε έναν ετήσιο ρυθμό αύξησης των δανειοδοτήσεων (CAGR) για το 2023 - 2025, της τάξεως του 5% κατά μέσο όρο. Τα περιθώρια ωφελούνται από τα υψηλότερα επιτόκια, με τα beta καταθέσεων να παραμένουν σε χαμηλά επίπεδα, τη στιγμή που η ποιότητα του ενεργητικού παραμένει ανθεκτική και οι μειούμενοι δείκτες NPEs υποστηρίζουν τις προοπτικές για ένα χαμηλότερο κόστος κινδύνου το επόμενο διάστημα.
Όπως αναφέρουν οι αναλυτές της Morgan Stanley, οι ελληνικές τράπεζες προσφέρουν το ελκυστικότερο και υψηλότερο «risk - reward» μεταξύ των τραπεζών της ζώνης που καλύπτουν, με περιθώρια ανόδου της τάξεως του 40% στο βασικό σενάριο, του 69% στο «bull case» και ένα περιθώριο πτώσης που φτάνει το 48% στο «bear case» κατά μέσο όρο.
Παράλληλα, οι εκτιμήσεις τους για τις τέσσερις συστημικές τράπεζες είναι υψηλότερες από ό,τι προηγουμένως κατά 13% και 10% κατά μέσο όρο αντίστοιχα για το 2023 - 2024 στη βάση των: 1) ισχυρότερων εκτιμήσεων για την πορεία των καθαρών εσόδων από τόκους (NII) που υποστηρίζονται από μια υψηλότερα ανάπτυξη δανείων και τα ακόμα χαμηλά, beta καταθέσεων, στο 9% περίπου από τις αρχές του έτους μέχρι και τον Απρίλιο - οι εκτιμήσεις της Morgan Stanley υποθέτουν ότι ο μέσος όρος του beta καταθέσεων θα φτάσει στο 25% περίπου έως το τέλος του τρέχοντος έτους, 2) ανθεκτικών τάσεων γύρω από την ποιότητα του ενεργητικού, με περιορισμένο καθαρό σχηματισμό NPEs από τις αρχές του έτους και μείωση των δεικτών NPEs από το 6,3% κατά μέσο όρο το 2022 στο 4,9% περίπου έως το 2024.
Η Morgan Stanley προβλέπει μέσο δείκτη απόδοσης ενσώματων ιδίων κεφαλαίων, ROTE στο 12,2% και στο 10,7% το 2023 και το 2024, υποθέτοντας πλέον, ένα χαμηλότερο κόστος ιδίων κεφαλαίων, COE, δεδομένης της διαρθρωτικής βελτίωσης στις μακροοικονομικές προοπτικές, της δυνατότητας ανάκτησης της επενδυτικής βαθμίδας και της εξυγίανσης που έχει επιτευχθεί με καθαρότερους πλέον ισολογισμούς. Όλα αυτά μεταφράζονται σε ένα χαμηλότερο ασφάλιστρο κινδύνου (risk premium) για τις μετοχές, με τον αμερικανικό οίκο να θέτει ένα κόστος ίδιων κεφαλαίων, στο μοντέλο της, της τάξεως του 12,6% κατά μέσο όρο, έναντι 12% για τις ευρωπαϊκές τράπεζες.
Υπό αυτό το πρίσμα, η Morgan Stanley διατηρεί τη σύσταση «overweight» για τις μετοχές της Τράπεζας Πειραιώς και της Eurobank, με την πρώτη να αποτελεί την κορυφαία επιλογή της στη ζώνη EEMEA. Από την άλλη, για τις μετοχές της Alpha Bank και της Εθνικής Τράπεζας θέτει σύσταση «equal - weight». Έτσι, η τιμή στόχος για την Τράπεζα Πειραιώς ορίζεται στα 4,04 ευρώ από 2,61 ευρώ προηγουμένως (στο «bull case» η τιμή φτάνει στα 5,16 ευρώ και στο «bear case» στα 1,43 ευρώ), για τη Eurobank στα 2,10 ευρώ από 1,55 (στο «bull case» η τιμή φτάνει στα 2,52 ευρώ και στο «bear case» στα 0,97 ευρώ), για την Alpha Bank στα 1,98 ευρώ από 1,44 προηγουμένως (στο «bull case» η τιμή φτάνει στα 2,41 ευρώ και στο «bear case» στα 0,82 ευρώ) και για τη μετοχή της Εθνικής Τράπεζας στα 7,05 ευρώ από 5,25 πριν (στο «bull case» η τιμή φτάνει στα 8,64 ευρώ και στο «bear case» στα 3,64 ευρώ).
Ευρύτερα, ως προς το «bull case» των τεσσάρων τραπεζών, ο «καταλύτης» ανόδου αναμένεται να είναι η ισχυρότερη μακροοικονομική ανάκαμψη που θα οδηγήσει σε μια υψηλότερη πιστωτική επέκταση και μείωση των NPEs. Το καθαρό επιτοκιακό περιθώριο (NIM) αναμένεται να είναι καλύτερο από ό,τι στο βασικό σενάριο, καθώς το κόστος χρηματοδότησης είναι χαμηλότερο από το αναμενόμενο.
Από την άλλη, το «bear case», βασίζεται σε μια βραδύτερη, από την αναμενόμενη, απορρόφηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και σε μια ασθενέστερη από την αναμενόμενη, μακροοικονομική ανάκαμψη που οδηγεί σε μια ασθενέστερη αύξηση των δανείων έναντι του βασικού σεναρίου. Αυτό θα οδηγήσει σε έναν υψηλότερο όγκο NPEs σε σύγκριση με το βασικό σενάριο και αλλά και ένα υψηλότερο κόστος χρηματοδότησης σε σύγκριση με το βασικό σενάριο εξαιτίας του ασθενέστερου μακροοικονομικού περιβάλλοντος.
- Σύμφωνα με τον επενδυτικό οίκο, η Alpha Bank διαπραγματεύεται με δεικτη P/E (τιμή προς κέρδη) στο 5,8x για φέτος και δείκτη P/BV (τιμής προς ενσώματη λογιστική αξία) για το 2023 και για το 2024 στο 0,5x, για δείκτη απόδοσης ενσώματων ιδίων κεφαλαίων, ROTE στο 9,4% και στο 9,3% για τα δύο έτη, με την αναλύτρια να ορίζει ένα κόστος ιδίων κεφαλαίων 13%.
- Από την άλλη, η Eurobank διαπραγματεύεται με δεικτη P/E (τιμή προς κέρδη) στο 5,7x για φέτος και στο 6x για το 2024 και με δείκτη P/BV (τιμής προς ενσώματη λογιστική αξία) για το 2023 και για το 2024 στο 0,7x, για δείκτη απόδοσης ενσώματων ιδίων κεφαλαίων, ROTE στο 13,6% και στο 12% για τα δύο έτη, με την αναλύτρια να ορίζει ένα κόστος ιδίων κεφαλαίων 12,2%.
- Η Εθνική Τράπεζα διαπραγματεύεται με δείκτη τιμής προς ενσώματη λογιστική αξία P/TBV για το 2023 στο 0,8x και στο 0,7x για το 2024, για δείκτη απόδοσης ενσώματων ιδίων κεφαλαίων, ROTE στο 12,3% και στο 11% για τα δύο έτη, με COE στο 12,4%.
- Τέλος, η μετοχή της Τράπεζας Πειραιώς, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Morgan Stanley, διαπραγματεύεται με δείκτη P/TBV για το 2023 στο 0,6x και στο 0,5x για το 2024, για δείκτη απόδοσης ενσώματων ιδίων κεφαλαίων, ROTE στο 10,4% και στο 10,1% για τα δύο έτη, ενώ το κόστος ιδίων κεφαλαίων που ορίζει ο οίκος διαμορφώνεται στο 12,7%.