«Όταν τα βουβάλια μάχονται, την πληρώνουν τα βατράχια»... Μέσω αυτής της λαϊκής ρήσης μπορεί κανείς να αποκρυσταλλώσει την ολοένα και πιο έντονη εξελισσόμενη διορθωτική και αυτοτροφοδοτούμενη διόρθωση η οποία καταγράφεται στο Χρηματιστήριο Αθηνών, όταν οι διεθνείς αγορές αρχίζουν να τρεμοπαίζουν.
Η αποτυχία διαμόρφωσης νέας κορυφής για τον S&P 500 στα τέλη Ιουλίου (αποτυχία υπέρβασης των 4.635 μονάδων), που συνέπεσε και με το υψηλό της εγχώριας αγοράς στις 1.344,47 μονάδες, σήμανε το έναυσμα για μια πρώτη διόρθωση, που εντάθηκε το τελευταίο διάστημα καθώς ο δείκτης βαρόμετρο έχασε αρχικώς τις 4.500, τις 4.435 και εν συνεχεία και τις 4.300 μονάδες. Οι ευρύτερες risk - off κινήσεις ήταν απόρροια ενός αρνητικού συμπλέγματος (για τις μετοχές), με αιχμή, την αφύπνιση των αγορών γύρω από το «higher for longer» για τα επιτόκια με βάση το αρκετά «σφιχτό» πλαίσιο της αγοράς εργασίας, της «εκρηκτικής» ανόδου των αποδόσεων των ομολόγων που αρχίζει να βάζει αρκετά δύσκολα στις αμερικανικές (και όχι μόνο) τράπεζες που γράφουν ζημιές 400 δισ. δολαρίων από τα held - to - maturity assets (απαξίωση ιδίων κεφαλαίων από τα χαρτοφυλάκια ομολόγων που διατηρούν ως εγγύηση χρηματοδότησης), στις ανάγκες αναχρηματοδότησης, που σε αυτά τα επίπεδα επιτοκίων δεν μπορούν να υλοποιηθούν με ομαλό τρόπο, αλλά και στο δανεισμό για την υλοποίηση business plan. Κατά συνέπεια όλα αρχίζουν να «παγώνουν» καθώς τα υψηλά επιτόκια αρχίζουν να επιδρούν ολοένα και πιο έντονα στο ευρύτερα σύστημα, διαβρώνοντας την οικονομική και ανθρώπινη ανθεκτικότητα και υπονομεύοντας την χρηματοπιστωτική σταθερότητα.
Επιπλέον, σε μια πιο μεγάλη εικόνα, το ζήτημα του αμερικανικού χρέους που διογκώνεται συνεχώς ξεπερνώντας τα 33 τρισ. δολάρια για την κάλυψη και των υψηλών δημοσιονομικών ελλειμμάτων, έχει περάσει μάλλον στα χαμηλά για τις αγορές, με τους οίκους αξιολόγησης να συνεχίζουν να κρούουν των κώδωνα του κινδύνου.
Τους τελευταίους τρεις μήνες, η καμπύλη ομολόγων 2s10s των ΗΠΑ συνέχισε να ανεβαίνει με έναν από τους ταχύτερους ρυθμούς της τελευταίας δεκαετίας, οδηγώντας την απόδοση του αμερικανικού δεκαετούς σε υψηλό 16 ετών στο 4,805%, την Παρασκευή. Το απότομο «bear steepening» διευρύνθηκε μεταξύ των περιοχών (Ευρωζώνη - Ασία) και οφείλεται κυρίως στην ανατιμολόγηση που κάνουν οι αγορές γύρω από τα υψηλότερα επίπεδα των πραγματικών αποδόσεων στο πιο μακρινό άκρο της καμπύλης και φυσικά για ένα μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, καθώς ο κίνδυνος μιας ύφεσης άρχισε να υποχωρεί για τις αγορές, με τις τελευταίες να επανεκτιμούν τα δίκαια επίπεδα των μακροπρόθεσμων αποδόσεων.
Ιστορικώς, τα «bear steepening» επεισόδια λειτουργούσαν ως επί το πλείστον ως «risk - on» κινήσεις λόγω της ανάκαμψης της αναπτυξιακής δυναμικής, αλλά αυτή τη φορά ήταν και είναι πιθανώς λιγότερο υποστηρικτικό για τα πιο ριψοκίνδυνα περιουσιακά στοιχεία, στη βάση της «επιθετικής» ρητορικής της Fed και της μεγαλύτερης προσφοράς τίτλων - χρέους που προκύπτει. Σε αυτό το περιβάλλον, δεν έλειψαν και τα αρνητικά επεισόδια στην αμερικανική πολιτική σκηνή (προσωρινή αποφυγή του shutdown - διχασμός στο κόμμα των Ρεπουμπλικάνων δυσλειτουργία του Κογκρέσου και νέα αδιέξοδα) που αναμένεται να τα βρούμε μπροστά μας.
Ο ο δείκτης βαρόμετρο ωστόσο φαίνει να κρύβει αρκετές αναλήθειες. Από τις αρχές του έτους μπορεί να έχει καταγράψει άνοδο 11,81%, ωστόσο, οι «Magnificent 7» - Apple, Microsoft, Alphabet, Amazon, Nvidia, Tesla, Meta - έχουν καταγράψει «ράλι» που ξεπερνά το 80%. Οι μετοχές λοιπόν με τη μεγαλύτερη στάθμιση στον S&P 500, τον έχουν οδηγήσει και κρατήσει σε αυτά τα επίπεδα, όταν ο S&P 500 equal - weight βρίσκεται οριακά με αρνητικό πρόσημο. Γίνεται αντιληπτό λοιπόν, πως εάν οι παραπάνω μετοχές αρχίσουν να «ξεφουσκώνουν» καθώς διαπραγματεύονται με έως και εξωφρενικούς δείκτες αποτίμησης, τότε η πορεία της «Μέκκας των Αγορών» θα είναι αρκετά δύσβατη.
Τα «στρατόπεδα» λοιπόν ήδη έχουν αρχίσει να παίρνουν «θέσεις μάχης», με τους αισιόδοξους να επιμένουν στη θέση τους γύρω από το «soft landing» σενάριο, δηλαδή την ήπια προσγείωση της οικονομίας, τονίζοντας πως τα οικονομικά δεδομένα μέχρι στιγμής είναι αρκετά ισχυρά και δε δείχνουν ύφεση, ενώ ούτε το treasury market μπορεί από μόνο του να φέρει κάτι τέτοιο. Κάποιοι ωστόσο επισημαίνουν πως οι αμερικανικές μετοχές είναι αρκετά υψηλά για το επίπεδο των επιτοκίων, εκτός και αν η οικονομία επιταχύνει περαιτέρω, σενάριο στο οποίο και πάλι η Fed θα «οπλίσει το όπλο» για νέα αύξηση στα επιτόκια. Όσοι λοιπόν διατηρούν ακόμη ως βάση το «soft landing» σενάριο αγοράζουν στις διορθώσεις των αγορών και πιθανώς να περιορίζουν τις θέσεις τους σε κάποιο υψηλό. Οι πιο απαισιόδοξοι, θεωρούν πως τα στοιχεία των ΗΠΑ εξακολουθούν να είναι ισχυρά, αλλά όχι και βιώσιμα. Μάλιστα, τονίζουν πως δεν υπάρχει «soft landing» και το μόνο ερώτημα που τίθενται, είναι το πόσο επίπονη θα η προσγείωση της οικονομίας. Αν και δε μπορούν να εκτιμήσουν το επίπεδο αυτής, τονίζουν πως θα υπάρξει «πόνος» σε αγορές και οικονομίες.
Το Χρηματιστήριο, από την άλλη, όντας και μια ρηχή, αναδυόμενη, low driven αγορά, εκτεθειμένη στις «επιθετικές» στρατηγικές των funds και των «fast money» επενδυτών που τοποθετούνται σε αυτές και έχοντας και τις δικές του ατέλειες και εναπομείναντα ανοιχτά «ρήγματα» ως προς τη δομή του, ακολούθησε με μεγαλύτερη ένταση το κύμα ρευστοποιήσεων. Σε αυτό συνέβαλαν και τα υψηλά κέρδη που έχουν καταγράψει τα χαρτοφυλάκια που τοποθετήθηκαν στην αγορά από τον Οκτώβριο του 2022, όταν ξεκίνησε μια ισχυρή ανοδική κίνηση από τις 783 μονάδες, μέχρι και τις 1.344,47 μονάδες. Τα emerging funds λοιπόν, προβαίνουν σε μια σταδιακή αποεπένδυση από την εγχώρια αγορά και έχοντας, «χτίσει» όλο αυτό το διάστημα και για τα δεδομένα της αγοράς πάντα, σημαντικές θέσεις σε δεικτοβαρείς τίτλους και τράπεζες και με «γεμάτο» το σακούλι των κερδών δε διστάζουν να «πυροβολήσουν» και να κλείνουν θέσεις ακόμη και σε χαμηλότερα επίπεδα, από τη στιγμή που ο στόχος τους έχει επιτευχθεί.
Οι κινήσεις αυτές λοιπόν, που εξελίσσονται αρκετά «βίαια» για ορισμένες μετοχές, προκαλούν ακόμη μεγαλύτερο «αιματοκύλισμα» στο ταμπλό του Χρηματιστηρίου, όταν εκλείπουν τα «δυνατά χέρια» που θα τραβήξουν την προσφορά και τα funds που επενδύουν στις ανεπτυγμένες αγορές περιμένουν να αγοράσουν σε ακόμη πιο χαμηλά επίπεδα. Επιπλέον, το πλαίσιο αποεπένδυσης του ΤΧΣ από τις τράπεζες δε βοηθάει, καθώς ναι μεν το Ταμείο επιζητά ένα εύλογο premium έναντι των τιμών στο ταμπλό, αλλά αυτό δεν συνεπάγεται πως τα ισχυρά funds, που είτε έχουν, είτε όχι θέσεις στις τράπεζες, θα αγόραζαν - θα αγοράσουν στα υψηλά που είχαν φτάσει μέχρι πρότινος, συνυπολογίζοντας και το premium. Με άλλα λόγια, οι τιμές έμμεσα «πιέζονται» καθώς τα funds - θεσμικοί που θα εισέλθουν στις τράπεζες, δε θα μπουν στα υψηλά που βρίσκονταν δίνοντας μάλιστα και ένα εύλογο premium. Τίθεται λοιπόν το ερώτημα κατά πόσο η στρατηγική αποεπένδυσης του ΤΧΣ από τις τέσσερις συστημικές, στηρίζει - σε βραχυπρόθεσμη βάση - τις τιμές των μετοχών τους στο ταμπλό, όσο και το Δημόσιο, για να αποκομίσει ακόμη μεγαλύτερα έσοδα.
Σε αυτό το σκηνικό, το Χρηματιστήριο συμπλήρωσε έξι πτωτικές εβδομάδες, επαναλαμβάνοντας το περσινό πτωτικό μοτίβο, με ένα διαρκές άδειασμα σε αρκετούς τίτλους της υψηλής κεφαλαιοποίησης, σπάζοντας margin calls και χτυπώντας ευαίσθητα stop loss. Αυτό δημιούργησε μια αυτοτροφοδοτούμενη πτωτική κίνηση που είναι δύσκολο να ανασχεθεί όταν δεν υφίστανται γενικά bid και μάλιστα συνοδεύεται από ένα αρκετά εύθραυστο διεθνές σκηνικό. Παράλληλα, το correlation της αγοράς δεν αφήνει περιθώρια διαφοροποίησης, με το ταμπλό να «κοκκινίζει» σχεδόν εξ ολοκλήρου, σε μια πτωτική κίνηση και αντιστρόφως ανάλογα σε μια ανοδική, ενώ έντονο προβληματισμό προκαλεί πλέον και ο πλουραλισμός των ρευστοποιήσεων, καθώς στο «κάδρο» μπαίνουν και δεικτοβαρείς μετοχές εκτός των ευάλωτων, σε «επιθέσεις», τραπεζών. Να σημειωθεί μάλιστα πως ότι οι τέσσερις συστημικές εξακολουθούν να διαπραγματεύονται με discount άνω του 25% έναντι των ευρωπαϊκών τραπεζών (SX7E) σε βάση P/TE, για παρόμοιο ROTE στο 12% περίπου για το 2024, ενώ και ευρύτερα οι ελληνικές μετοχές παραμένουν φθηνές έναντι τόσο άλλων στις αναδυόμενες όσο και φυσικά έναντι των μετοχών των αναπτυγμένων - ευρωπαϊκών αγορών.
Παράλληλα σημαντικό ρόλο έχει και το index arbitrage που κάνουν οι market makers καθώς η τιμολόγηση που γίνεται βλέποντας και το flow από τους ξένους, διαλύει κυριολεκτικά το retail που έχει στηρίξει την αγορά όλο αυτό διάστημα, κατάσταση που χρήζει προσοχής και διόρθωσης.
Σε αυτό το σκηνικό, ο Γενικός Δείκτης έχει διορθώσει σχεδόν στο 61,8% Fibonacci από το υψηλό των 1.344,47 μονάδων (εβδομαδιαίο γράφημα), σπάζοντας και τη στήριξη των 1.140,96 μονάδων. Πλέον, βρίσκεται εντός ενός ισχυρού cluster στις 1.137 - 1.131 μονάδες, με επόμενη ζώνη στις 1.134 – 1.129 (gap) και τις 1.1014 μονάδες που και εκεί εντοπίζεται ένα ισχυρό cluster. Με τη χαμηλότερη συναλλακτική δραστηριότητα στην αμερικανική αγορά τη Δευτέρα λόγω της ημέρας του Κολόμβου - Ημέρα των Αυτοχθόνων Λαών (κλειστή η αγορά ομολόγων) και μετά την αντίδραση που έβγαλε την Παρασκευή, πιθανόν να προκύψουν κάποιες αγοραστικές κινήσεις, που και αυτές είναι αρκετά επίφοβες σε ατασικές φάσεις, με υψηλή μεταβλητότητα και στρατηγικές «sell the rallies» - «buy the dips».
Αρκετά απροσδόκητα, ο S&P 500 επέστρεψε την Παρασκευή και με αρκετή δύναμη έσπασε το επίπεδο αντίστασης στις 4.270 που έχει γίνει πλέον η νέα στήριξη και ενδέχεται να προσπαθήσει να σπάσει και το επίπεδο αντίστασης στις 4.330 μονάδες που ενδέχεται να αποτύχει. Εάν ωστόσο, διαπεράσει και αυτό το επίπεδο, η βασική αντίσταση βρίσκεται στις 4.400 που σχηματίζεται ένα υψηλό gap και αποτελεί ένα μεγάλο εμπόδιο. Εάν, επίσης, σπάσει, τότε υπάρχουν μεγάλες πιθανότητες να υπάρξει κίνηση προς τις 4.600 μονάδες μέχρι τα τέλη Οκτωβρίου και αρκετά υψηλότερα μέχρι τα τέλη τους έτους.
Ωστόσο, το μεγαλύτερο time frame εξακολουθεί να υποδηλώνει ότι βρίσκεται σε μια πτωτική τάση με lower high και lower low. Ένα λοιπόν τρίτο διαδοχικό χαμηλότερο χαμηλό πιθανώς θα έδινε μεγαλύτερο «πάτημα» στους short. Σε αυτό το περιβάλλον, η διακράτηση ρευστότητας, οι ψύχραιμες κινήσεις σε ένα αυστηρό stock picking, με κάποια hedges για «άμυνες» ενδείκνυνται, μέχρι να επέλθει ηρεμία, πιο δυνατή τάση και αγοραστικά «χέρια».