Στις αναδυόμενες αγορές που μπορούν να διατηρήσουν το μοτίβο υπεραπόδοσης συγκαταλέγεται το Χρηματιστήριο Αθηνών, όπως επισημαίνει σε ανάλυσή της η Goldman Sachs, με αφορμή την όποια διαφοροποίηση παρατηρείται μεταξύ των αγορών που στρέφονται περισσότερο προς την κατεύθυση της ανταμοίβης των μετόχων, έναντι των αγορών που βασίζονται σε εταιρείες που εστιάζουν περισσότερο προς την ενίσχυση του επενδυτικού τους πλάνου.
Σύμφωνα με τους αναλυτές, την τελευταία δεκαετία, οι χρηματικές διανομές αυξάνονται σταθερά από εταιρείες των αναδυόμενων αγορών. Από το 2013, η αξιοποίηση της πλεονάζουσας ρευστότητας προς την κατεύθυνση της διανομής μερισμάτων και των προγραμμάτων επαναγοράς ιδίων έχει αποκτήσει μια ακόμη μεγαλύτερη βαρύτητα (αύξηση δέκα ποσοστίαιες μονάδες) στις συνολικές μεθόδους αξιοποίησης, φτάνοντας στο 33% το 2023.
Προχωρώντας σε μια κατανομή ανά περιοχές, οι εταιρείες στη ζώνη της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, Μέσης Ανατολής και Αφρικής (CEEMEA) και της Λατινικής Αμερικής συνέβαλαν σημαντικά σε αυτή την άνοδο, καθώς αυτές οι δύο περιφέρειες έχουν μεγαλύτερη βαρύτητα στους κλάδους των τραπεζών και των εμπορευμάτων που παραδοσιακά διανέμουν περισσότερα μερίσματα. Από την άλλη, οι τεχνολογικές ασιατικές εταιρείες έχουν εστιάσει περισσότερο στο σκέλος της ανάπτυξης (συμπεριλαμβανομένης της έρευνας και ανάπτυξης και των δαπανών για εξαγορές) - με τη μέση κατανομή ρευστότητας για την ανάπτυξη να παραμένει σε αξιοσημείωτα σταθερά επίπεδα, ήτοι στο 77% κατά μέσο όρο τα τελευταία είκοσι χρόνια.
Οι κεφαλαιουχικές δαπάνες - επενδύσεις και τα μερίσματα καταλαμβάνουν τις δύο υψηλότερες θέσεις ως προς την αξιοποίηση της ρευστότητας. Ενώ οι πρώτες παρέμειναν σχετικά σταθερές στο 50% περίπου, τα μερίσματα αυξήθηκαν με ετήσιο ρυθμό αύξησης, 61% από το 2010. Οι δαπάνες για έρευνα και ανάπτυξη αυξήθηκαν επίσης τα τελευταία πέντε χρόνια, εν αντιθέσει με τα προγράμματα επαναγοράς ιδίων και τις κινήσεις στο μέτωπο των εξαγορών που αποτελούν λιγότερο σημαντικές κινήσεις σε αυτές τις αγορές.
Σε ένα ευρύ φάσμα, αγορές όπως αυτές της Κορέας, της Ουγγαρίας, της Ινδίας, της Πολωνίας και της Κίνας δίνουν προτεραιότητα στο σκέλος των επενδύσεων με φόντο την περαιτέρω ανάπτυξη, ενώ οι αγορές της Μέσης Ανατολής - Βόρειας Αφρικής και του Περού εστιάζουν περισσότερο στην ανταμοιβή των μετόχων.
Μακροπρόθεσμα ωστόσο, οι χώρες που δίνουν προτεραιότητα στο πρώτο σκέλος τείνουν να υπεραποδίδουν έναντι αυτών που προτιμούν τις χρηματικές διανομές. Μέσω ενός «backtest» της Goldman Sachs και λαμβάνοντας μια long θέση στις πέντε κορυφαίες αναδυόμενες αγορές που στρέφουν την προσοχή τους στην ανταμοιβή των μετόχων, έναντι μιας short θέσης στις πέντε κορυφαίες αναδυόμενες αγορές, με εταιρείες που εστιάζουν στην περαιτέρω ανάπτυξή τους, καταγράφεται μια μεγάλη υποαπόδοση κατά σχεδόν 40% την τελευταία δεκαετία. Η τροχιά αυτής της «long - short» στρατηγικής αποτυπώνεται στην πορεία των «αμυντικών» αγορών (όπως η περιοχή ΜΕΝΑ και το Περού) έναντι εκείνων που είναι περισσότερο προσανατολισμένες στην ανάπτυξη (όπως η Κορέα, η Ινδία, η Πολωνία, η Ελλάδα και η Ουγγαρία).
Σύμφωνα με τη Goldman Sachs, η τοποθέτηση - επένδυση σε αναδυόμενες αγορές που έχουν υψηλότερες χρηματικές διανομές, υπεραποδίδει κατά τη διάρκεια μιας διόρθωσης και μιας πτωτικής τάσης, ενώ αντίθετα, οι αγορές που είναι περισσότερο δομημένες με εταιρείες που επενδύουν ώστε να διευρύνουν ακόμη περισσότερο το αποτύπωμά τους υπεραποδίδουν κατά τη διάρκεια μεγάλων bull market. «Στο τρέχον περιβάλλον, μιας σταθερής παγκόσμιας ανάπτυξης και χαλάρωσης των χρηματοοικονομικών συνθηκών, αναμένουμε ότι οι αγορές που προσανατολίζονται περισσότερο προς την ανάπτυξη (Κορέα, Ινδία και Ελλάδα) είναι πιο πιθανό να υπεραποδώσουν», όπως αναφέρουν οι αναλυτές.
Ο αμερικανικός οίκος διατηρεί την τιμή στόχο που έχει θέσει για το Γενικό Δείκτη, στις 1.550 μονάδες, με την αγορά να βρίσκεται στις 1.383,45 μονάδες. Αυτό συνεπάγεται ένα περιθώριο ανόδου της τάξεως του 12% περίπου κατά τους επόμενους δώδεκα μήνες (από τα τρέχοντα επίπεδα).
Ο δείκτης αποτίμησης P/E NTM (πολλαπλασιαστής κερδών για τους επόμενους δώδεκα μήνες) για την εγχώρια αγορά διαμορφώνεται στο 7,2x, χαμηλότερα από το στόχο της Goldman Sachs (8x) τη στιγμή που τα EPS (κέρδη ανά μετοχή) εκτιμάται πως θα ενισχυθούν κατά 8% κατά τους επόμενους δώδεκα μήνες, με το consensus να τοποθετεί τον πήχη στο 1%. Παράλληλα, η μερισματική απόδοση εκτιμάται στο 6%.