Είναι η έλευση του Ντόναλντ Τραμπ και των πολιτικών που θα εφαρμόσει που φοβίζουν την Ευρώπη και συνάμα τις ευρωπαϊκές αγορές ή μήπως το ότι ο νέος ένοικος του Λ. Οίκου ετοιμάζεται να αποκαλύψει με τον πιο δυσάρεστο τρόπο το πόσο εύθραυστο είναι το ευρωπαϊκό πολιτικοοικονομικό οικοδόμημα;
Οι αναλυτές συντείνουν ξεκάθαρα σε αυτή τη γραμμή σημειώνοντας ότι η Ευρωζώνη βρίσκεται αντιμέτωπη με το δικό της κακό εαυτό σε μια δυσχερή συγκυρία. Ούσα, δηλαδή, αθωράκιστη και εκτεθειμένη σε κάθε μορφής πόλεμο - πραγματικό και οικονομικό - και εγκλωβισμένη σε χρόνιες παθογένειες που πλέον δε μπορούν να κρύβονται κάτω από το χαλί. Ο Τραμπ απλά φέρνει πιο μπροστά και πιο επιτακτικά το ερώτημα «αλλάζουμε ή βουλιάζουμε»...
Η χαμηλή ανταγωνιστικότητα - με εταιρείες πολλών ευρωπαϊκών κλάδων να μην υποστηρίζονται στο βαθμό που γίνεται στις ΗΠΑ και αλλού - η υπερβολική γραφειοκρατία, η έλλειψη ηγεσίας και συντονισμού για τη λήψη σημαντικών αποφάσεων και η απουσία υλοποίηση βαθιών και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων κρατούν εδώ και χρόνια μακριά τους επενδυτές. Βέβαια, το μεγάλο bull run της αμερικανικής αγοράς είναι αυτό που «ξελασπώνει» τις ευρωπαϊκές αγορές, με το μοτίβο υπεραπόδοσης της πρώτης να παραμένει (η μεγάλη απόκλιση των δύο ζωνών κρατάει σχεδόν μια δεκαετία τόσο στα μάκρο όσο και στις μετοχές) και τα discounts μεταξύ των δύο να διευρύνονται περαιτέρω. Μάλιστα, η JP Morgan δεν αναμένει κλείσιμο της «ψαλίδας» μεταξύ ΗΠΑ - Ευρωζώνης προτού ανακοινωθούν οι δασμοί Τραμπ και «χωνευτούν» από τις αγορές.
Περιορισμένη αύξηση των EPS...
Όπως υποστηρίζουν οι αναλυτές στρατηγικής της Goldman Sachs για τις ευρωπαϊκές αγορές, τα προβλήματα της Ευρώπης είναι γνωστά - χαμηλή οικονομική ανάπτυξη, υψηλή πολιτική αβεβαιότητα και έλλειψη αποφασιστικής πολιτικής απάντησης - την στιγμή που άλλες αγορές προσφέρουν υψηλότερη ανάπτυξη και/ή πιο δυναμική υποστηρικτική πολιτική. Οι ίδιοι κόβουν τις τιμές στόχους για τον Stoxx 600 στις 500, 520 και 530 σε 3, 6 και 12 μήνες (από 510 - 530 - 540), που συνεπάγονται χαμηλότερα περιθώρια ανόδου έναντι της Wall Street ή των ασιατικών αγορών.
Σε top down, οι αναλυτές αναμένουν ότι τα EPS θα αυξηθούν μόλις κατά 3% το 2025 και 4% ετησίως το 2026 - 2027, σημαντικά χαμηλότερα από το consensus σε bottom up, το οποίο αναμένει αύξηση των EPS κατά 10% ετησίως μεταξύ 2025 και 2027. Η ανάπτυξη 3% - 4% είναι χαμηλή, με βάση τα ιστορικά πρότυπα, αλλά ελαφρώς υψηλότερη από την δεκαετία μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση. Παράλληλα, η αύξηση των εσόδων επιβραδύνεται, καθώς η αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ επιβραδύνεται και οι τιμές πετρελαίου παραμένουν σε ένα σχετικά στενός εύρος τιμών (ο κλάδος των εμπορευμάτων αποτελεί το 13% της κερδοφορίας του Stoxx 600). Οι αναλυτές της Goldman διαφοροποιούνται, έναντι του consensus και ως προς τα περιθώρια κέρδους, αναμένοντας σταθεροποίηση έναντι αύξησης κατά 60 μονάδες βάσης ετησίως.
Από την άλλη, η Morgan Stanley βλέπει στο βασικό της σενάριο αύξηση κερδών κατά 4,8% το 2025, έναντι 8,3% που αναμένει το consensus και 4,3% το 2026 έναντι 10,6%. Ακόμη και το «bull» σενάριο είναι χαμηλότερα από το consensus (8% και 9,5%) ενώ λαμβάνει και δύο «bear» σενάρια με το πρώτο (αναιμική ανάπτυξη EPS κοντά στο 1%) να βασίζεται σε μια πιο «hawskish» πολιτική από τις ΗΠΑ, χωρίς φορολογικά κίνητρα για τα αγαθά σε αυτή και αρνητικές εκτιμήσεις για την οικονομική ανάπτυξη τόσο της Κίνας όσο και της Ευρώπης και το δεύτερο σε ένα hard landing σενάριο για τις ΗΠΑ με πτώση 3,5% στα EPS το 2025 και 1,6% το 2026.
Σε ανάλογο μήκος κύματος και η Societe Generale που όπως συμπληρώνει οι dovish κεντρικές τράπεζες και οι ισχυροί ισολογισμοί των ευρωπαϊκών εταιρειών αποτρέπουν σημαντικές πτώσεις. Ο γαλλικός οίκος εκτιμά ότι ο δείκτης Stoxx 600 θα κινηθεί μεταξύ των 500 και 550 μονάδων. Ο στόχος του δείκτη για το τέλος του επόμενους έτους είναι στις 530 μονάδες που συνεπάγεται μεσαία μονοψήφια ανοδική κίνηση, ευθυγραμμισμένη με τις προσδοκίες των αναλυτών για αύξηση των EPS κατά 5% το 2025.
Απαισιόδοξη παραμένει και η JP Morgan για τις ευρωπαϊκές μετοχές, αναμένοντας αύξηση μόλις 3% των EPS των εταιρειών του MSCI Eurozone και 5% για τον FTSE 100 για το 2025. Ο στόχος για τον πρώτο διαμορφώνεται στις 300 μονάδες και για τον FTSE 100 8.600 μονάδες.
Οι δασμοί έρχονται... η φυγή προς τις ΗΠΑ συνεχίζεται...
Επί του παρόντος, οι αναλυτές αναμένουν ότι ο Τραμπ θα κινηθεί αρκετά επιλεκτικά στο πλαίσιο δασμών που θα αφορούν κυρίως την αυτοκινητοβιομηχανία και την Κίνα. Με βάση τα μοντέλα της Goldman Sachs, αυτό θα έχει μια επίπτωση 1% από την ετήσια αύξηση των EPS του Stoxx 600 και δεδομένων μερικών μικρών αντισταθμίσεων, ο αντίκτυπος θα είναι αμελητέος. Για παράδειγμα, ένα ισχυρότερο δολάριο θα ήταν θετικό: κάθε πτώση 10% στην ισοτιμία ευρώ/δολαρίου θα ενισχύσει περίπου 2,4% τα EPS. Ωστόσο, μια παγκόσμια κλιμάκωση του εμπορικού πολέμου θα μπορούσε να μειώσει τα EPS κατά 7% - 9 % σε σύγκριση με την τρέχουσα εκτίμηση που βασίζεται σε μεγαλύτερα πλήγματα στο ΑΕΠ.
Από την άλλη, ενώ οι δασμοί αποτελούν ένα κίνδυνο, οι εταιρείες που απαρτίζουν τον Stoxx 600 έχουν σχεδόν το ένα τρίτο του ενεργητικού - δραστηριότητάς τους στις ΗΠΑ (σε σύγκριση με 18% πριν από μια δεκαετία) φανερώνοντας το κύμα φυγής από την Ευρώπη. Αυτή η τάση είναι πιθανό να συνεχιστεί, λόγω της επιθυμίας πολλών εταιρειών να μεταβούν σε περιβάλλοντα υψηλότερης ανάπτυξης με λιγότερο επαχθές ρυθμιστικό πλαίσιο, με μπόνους και από τις επιδοτήσεις που προσφέρονται από τους νόμους CHIPS και IRA τα τελευταία χρόνια. Η προοπτική των δασμών απλώς αυξάνει αυτή τη δυναμική, σημειώνουν οι αναλυτές.
Η Morgan Stanley εκτιμά από μεριάς της ότι το 2,9% των ευρωπαϊκών αγαθών έχουν έκθεση σε υψηλούς δασμούς. Συνεπώς, δασμοί της τάξεως του 10% στο 2,9% θα συνεπάγονταν έναν άμεσο αντίκτυπο -68 μονάδες βάσης στην αύξηση των EPS των ευρωπαϊκών μετοχών, πέρα από τις έμμεσες επιπτώσεις που υπολογίζονται σε -40 μονάδες βάσης. Ωστόσο, η μεγαλύτερη πρόκληση έρχεται από τον κινεζικό «δράκο». Το 8% των σταθμισμένων εσόδων του MSCI Europe έρχεται από την Κίνα και το μεγαλύτερο μέρος των χειρότερων, έναντι των εκτιμήσεων φετινών κερδών στην Ευρώπη, έρχεται από τις εταιρείες που έχουν υψηλή έκθεση σε αυτή (άνω των 15% των εσόδων - αύξηση 1,5% έναντι 4,4% που ανέμενε το consensus).
«Περισσότερο από τους πιθανούς δασμούς, αναμένουμε ότι η έκθεση στην Κίνα θα συνεχίσει να επιβαρύνει την αύξηση της κερδοφορίας στην Ευρώπη, ιδιαίτερα σε ένα σενάριο επιθετικής πολιτικής ΗΠΑ - Κίνας» αναφέρει η MS.
Ευρώπη, Κίνα ή ΗΠΑ;
Η Ευρώπη είναι η μεγαλύτερη περιοχή δραστηριοποίησης (σε πωλήσεις) για τις εταιρείες του Stoxx 600, έχοντας ωστόσο επιδείξει μηδενική ανάπτυξη τα τελευταία χρόνια. Από την άλλη, ενώ σε ΗΠΑ και Ασία έχουν μικρότερη έκθεση, εντούτοις προσφέρουν όλη την αναπτυξιακή δυναμική των εταιρειών. Οι ΗΠΑ ξεπερνούν ξεκάθαρα την Ασία όσον αφορά την έκθεση, και με την πρόσφατη ακόμη μεγαλύτερη κινητοποίηση και δημιουργία μονάδων και assetsσε αυτές, το ισχυρότερο δολάριο και τις πιθανές εμπορικές δασμολογικές πολιτικές, οι αναλυτές της Goldman Sachs προτιμούν τις ευρωπαϊκές εταιρείες που έχουν έκθεση στην Αμερική και ακόμη περισσότερο όσες έχουν το μεγαλύτερο τμήμα τους εκεί (άνω των 55% των εσόδων τους).
Οι συστάσεις των ξένων και τα «καλάθια» μετοχών
Η Societe προτείνει ένα αμυντικό προσανατολισμό σε επίπεδο κατανομής των χαρτοφυλακίων με έκθεση στην Ευρώπη, ευνοώντας κλάδους όπως της υγειονομική περίθαλψη, των utilities και των staples για τον μετριασμό των αναμενόμενων υποβαθμίσεων των EPS. Διατηρεί την «underweight» σύσταση για τους κλάδους των πολυτελών και των κεφαλαιουχικών αγαθών και των χημικών, ενώ υποβαθμίζει τη σύσταση για την ευρωπαϊκή αυτοκινητοβιομηχανία σε «underweight».
Οι αναλυτές στρατηγικής αναβαθμίζουν τομείς με υψηλή έκθεση στις ΗΠΑ, αλλά σχετικά περιορισμένη έκθεση στον κίνδυνο υψηλότερων δασμών, όπως είναι: α) οι υπηρεσίες (media, εμπορικές υπηρεσίες και υπηρεσίες και εξοπλισμός υγειονομικής περίθαλψης). Υποβαθμίζουν επίσης τον κλάδο μετοχών του πετρελαίου και του φυσικού αερίου σε «underweight» ως «hedging» στην ενεργειακή πολιτική του Τραμπ και δυνητικά «bearish» για τις τιμές πετρελαίου, ενώ διατηρούν την «overweight» θέση για τον κλάδο των χρηματοοικονομικών (τόσο τις ευρωπαϊκές τράπεζες όσο και τις ασφαλιστικές), καθώς εντοπίζουν σημαντικές αξίες από το μομέντουμ σε EPS. Επιπλέον, προτείνει ένα trade μεταξύ δεικτών με long στον DAX / short στον CAC 40, ενώ τονίζει πως η ανάκαμψη του Ηνωμένου Βασιλείου θα μπορούσε να ωφελήσει τον FTSE 250 σε σύγκριση με τον FTSE 100.
Η Morgan Stanley παρουσιάζει ένα σύνολο μετοχών, εταιρειών που συνδυάζουν υψηλή έκθεση στις ΗΠΑ, «pricing power» και υψηλότερα περιθώρια κέρδους. Παράλληλα, αναβαθμίζουν τον κλάδο του life sciences σε «overweight» από «equal-weight» και τις μετοχές των τροφίμων, ποτών και καπνικών ειδών σε «equal-weight» από «underweight». Οι αναλυτές του οίκου υποβαθμίζουν τον κλάδο των semis και της φαρμακοβιομηχανίας σε «equal-weight» και τις μετοχές του κλάδου μεταφορών σε «underweight».
Από τη μεριά της η Goldman Sachs θέτει σύσταση «overweight» για τους κλάδους των real estate, telecoms, retail, ταξιδιών και αναψυχής και άμυνας, ενώ υποβαθμίζει σε «ουδέτερη» τη σύσταση για τις ευρωπαϊκές τράπεζες. Παράλληλα, προτείνει τοποθετήσεις στο LSE έναντι της Ευρώπης με το σλόγκαν «Buy British», λόγω της χαμηλής τοποθέτησης, των χαμηλών - ελκυστικών αποτιμήσεων και των συγκρατημένα καλύτερων οικονομικών προοπτικών του Ηνωμένου Βασιλείου έναντι της Ευρωζώνης. Προτιμά μάλιστα εταιρείες που εστιάζουν στην περιοχή ή από τον FTSE 250. Το Ηνωμένο Βασίλειο είναι σχετικά πιο απομονωμένο από τους δασμούς δεδομένου ότι δίνει μεγαλύτερη έμφαση στους κλάδους των υπηρεσιών - χρηματοοικονομικών.
Η JP Morgan παρουσιάζει πέντε καλάθια μετοχών που αφορούν βασικές θεματικές ενότητες. Η πρώτη αφορά μετοχές που δύναται να επωφεληθούν και να υπεραποδώσουν σε περίπτωση εκεχειρίας στην Ουκρανία και ανοικοδόμησης αυτής.
Το δεύτερο αφορά ένα καλάθι μετοχών που θα πρέπει να αποφύγουν οι επενδυτές καθώς επηρεάζεται αρνητικά από τους πιθανούς δασμούς μεταξύ ΗΠΑ - ΕΕ και την εμπορική πολιτική της κυβέρνησης Τραμπ.
Το τρίτο επίσης αποτελείται από μετοχές που θα δυσκολευτούν λόγω του υψηλού πολιτικού ρίσκου στη Γερμανία καθώς έχουν υψηλή έκθεση (έσοδα, πωλήσεις, assets) και ευαισθησία στην πολιτική κατάσταση της χώρας.
Μια ακόμη θεματική είναι αυτή της Κίνας. Το καλάθι ευρωπαϊκών εταιρειών που έχει υψηλή έκθεση εσόδων στην Κίνα κινδυνεύει να υποαποδώσει εάν η τελευταία χτυπηθεί με υψηλούς δασμούς. Από τη θετική πλευρά, το καλάθι τιμολογείται κοντά στα χαμηλά του ιστορικού του εύρους.