Ας ξεκινήσουμε κάπως ανάποδα. Τίποτα από αυτά που θα πούμε παρακάτω δεν έχει άμεση σχέση με τα μεγάλα προβλήματα της χώρας: το δημογραφικό, την απώλεια των νέων, τις αντι-αναπτυξιακές προοπτικές, την έκπτωση του «ελληνικού τρόπου ζωής» και τη δημιουργία συνθηκών μόνιμης εθνικής διχόνοιας. Αλλά και επειδή τίποτα από αυτά δεν θα μπορέσει να αντιμετωπιστεί χωρίς πολιτική αλλαγή, όλα όσα θα πούμε αμέσως τώρα βρίσκονται, κατά κάποιο τρόπο, στην καρδιά του ζητήματος.
Υπάρχει ένας μύθος στην εγχώρια πιάτσα, που έχει μάλιστα γιγαντωθεί μετά την «έξοδο» (όταν θα φύγουν τα εισαγωγικά θα το καταλάβουμε όλοι) από τα Μνημόνια: ας τον ονομάσουμε «μύθο του στρατηγού».
Διακινείται και γίνεται σε μεγάλο βαθμό πιστευτό, από το πολικό σύστημα, τον Τύπο και μέρος του κοινωνικού σώματος, από φίλους και αντιπάλους, ότι η κυβερνητική εμπειρία που ξεκίνησε το 2015 ανέδειξε, παρά τα προβλήματα που επισώρευσε στη χώρα, έναν μεγάλο παίκτη, ένα στρατηγό, που μπορεί να μην τα καταφέρνει πάντα στη διαχείριση, διατηρεί όμως διαρκώς την πολιτική κυριαρχία. Ακόμα κι όταν στριμώχνεται, κάνει κινήσεις στην πολιτική σκακιέρα που αποπροσανατολίζουν τους αντιπάλους του, ανοίγει μέτωπα, προβάλει ερμηνείες, επιβάλλει πρωτοβουλίες, αλλάζει γήπεδο ή και το ίδιο το παιχνίδι, και οι άλλοι, συμπεριλαμβανομένων των ξένων στρατών και των διεθνών παρατηρητών, τρέχουν και τον ακολουθούν, ξέπνοοι και ενδεείς. Παρά τα όποια πρόσκαιρα σημάδια των καιρών (ή των Αγορών), ο στρατηγός, λέει ο μύθος, απλώς περιμένει την κατάλληλη στιγμή για το τελικό χτύπημα που με τόση δεξιοτεχνία έχει προετοιμάσει.
Κατά τη γνώμη μου, λίγο να αναλύσουμε τις κινήσεις του στρατηγού και λίγο να σκεφτούμε τις συνέπειές τους, θα αντιληφθούμε χωρίς κόπο ότι, σχεδόν όλες, πληγώνουν τη χώρα αλλά και αποδυναμώνουν τη θέση του -τη δική του προσωπικά και της παράταξής του. Μια τέτοια απομυθοποίηση, που έχει αργήσει λόγω διανοητικής τεμπελιάς, επιτυχημένης προπαγάνδας και ψυχικών χαρακτηριστικών της πλειοψηφίας των δεκτών-πολιτών (τίποτα πιο μάγκικο, πιο πειστικό και πιο ελληνικό από μια ωραία θεωρία «συνωμοσίας του κακού»), θα είχε, πιστεύω, δύο τουλάχιστον ευεργετικές συνέπειες. Πρώτον, θα μας απάλλασσε από την αχλύ ενός παράλληλου δημόσιου βίου, στον οποίο όλα είναι θεωρία και αφήγημα και παιχνίδι επί χάρτου και τίποτα δεν είναι μετρήσιμο, μεταρρυθμίσιμο, ορθολογικό και προς το γενικό συμφέρον. Και δεύτερον, θα έκοβε το τελευταίο αλλά όχι ισχνό κλαδί πάνω στο οποίο κάθεται μια κυβέρνηση κι ένας Πρωθυπουργός που, αντικειμενικά, έβλαψαν και βλάπτουν τη χώρα και θα τους παρέδιδε στην κρίση των πολιτών όπως είναι και όχι όπως προσπαθούν οι ίδιοι να δείξουν ότι είναι.
Ας δούμε λοιπόν τις περίφημες κινήσεις του στρατηγού και του επιτελείου του κατά τον τελευταίο χρόνο. Στο «Μακεδονικό», που θα μπορούσε να αποτελέσει μια εθνική προσφορά αυτής της κυβέρνησης, γιατί το ζήτημα καλό θα ήταν πράγματι να λυθεί και η κυβέρνηση τόλμησε πράγματι να αναμετρηθεί με αυτό, το μόνο που επιτεύχθηκε είναι η μεταφορά του προβλήματος από το διεθνές πεδίο στο εσωτερικό της χώρας: η προχειρότητα των χειρισμών και των λύσεων, η αγνόηση της ανάγκης εθνικής συνεννόησης, η άκριτη υποχώρηση στις απαιτήσεις της άλλης πλευράς και της διεθνούς κοινότητας, δημιούργησαν, είτε ψηφιστεί είτε όχι η «Συμφωνία των Πρεσπών» από την παρούσα Βουλή, συνθήκες μπλοκαρίσματος, εσωτερικής διχόνοιας και ψυχικής αποκοπής κομματιών της Ελλάδας από τα άλλα.
Η συνειδητή σκανδαλολογία δεν δικαιολογείται με τίποτα, ιδίως σε εποχή που το ζητούμενο είναι όχι η συναίνεση αλλά ένα μίνιμουμ ενότητας γύρω από τον ούτως άλλως δύσκολο δρόμο τη ανάκαμψης. Με τον τρόπο, όμως, που στήθηκε το παιχνίδι, χωρίς αποδείξεις, από παρακυκλώματα, με διάθεση όχι απλώς ρεβανσισμού αλλά σπίλωσης και αμαύρωσης πολιτικών αντιπάλων και θεσμικών παραγόντων, με άνοιγμα του ενός «φακέλου» αμέσως μετά την κατάρρευση του προηγούμενου και με μηδέν αποτέλεσμα πέρα από τη γεύση τηςγενικευμένης παρακμής, η κυβέρνηση αντί να πλήξει τους αντιπάλους της έπληξε τη δική της εικόνα –στο κάτω-κάτω αυτή είχε εμφανιστεί ως η νέα κι άμωμη σωτήρας- και, πολύ κρισιμότερα, τον πυρήνα του Κράτους Δικαίου, για πρώτη φορά μετά από τη μεταπολίτευση.
Αλλά και οι θεσμικές κινήσεις του στρατηγού γύρισαν μπούμερανγκ. Η συνταγματική αναθεώρηση διεξάγεται σχεδόν στη ζούλα, με πίεση χρόνου και ένδεια ιδεών, χωρίς την ανάδειξη καμιάς ουσιαστικής διαχωριστική γραμμής σε σχέση με τον τρόπο λειτουργίας της Δημοκρατίας και των θεσμών –γιατί αυτή, είτε το θέλουν οι κυβερνώντες είτε όχι, είναι η ύλη του Συντάγματος- και με μόνη ελπίδα της κυβέρνησης να ΜΗΝ περάσουν και να μην συζητηθούν στην επόμενη Βουλή κάποιες διατάξεις –προεχόντως εκείνες για την Παιδεία- και να περιοριστεί όσο είναι δυνατόν η ευχέρεια διαμόρφωσης των νέων διατάξεων από την κυβέρνηση που θα αναδειχθεί μετά τις εκλογές και που η κυβέρνηση γνωρίζει ότι δεν θα είναι η ίδια. Στο δε ζήτημα των σχέσεων Κράτους-Εκκλησίας, ήρθε η ξαφνική και αψυχολόγητη –αν και προϊόν βαθιάς ψυχικής συνάφειας δύο ανθρώπων- «συμφωνία» για το περιουσιακό, για να εξουδετερώσει την έτσι κι αλλιώς άτολμη συνταγματική πρόταση περί ουδετερότητας και να πετύχει τον άθλο να καταστήσει την κυβέρνηση αντιπαθή και στους πιστούς και στους άθεους και στους ρέκτες των θεσμών και στους μελετητές της θεωρίας των παιγνίων.
Το στρατήγημα, και αντίστοιχο αφήγημα, της «εξόδου από τα Μνημόνια» σκόνταψε και τσακίστηκε πάνω στην πραγματικότητα. Η ανάπτυξη είναι επίπλαστη, τα πλεονάσματα ασήκωτα και δεσμευτικά,οι τράπεζες δεν βοηθιούνται κι οι χρηματαγορές αγνοούνται, οι αγορές είναι κλειστές, η πραγματική οικονομία δεν σήκωσε κεφάλι. Κανείς, ούτε καν οι ίδιοι οι συνταξιούχοι, που εναπόθεσαν ήδη τις ελπίδες τους για πολύ μεγαλύτερες «αποκαταστάσεις» στηδικαστική οδό, δεν πείστηκε από τη «διάσωση» κοψιμάτων που μόνη της η κυβέρνηση, κατά τη διάρκεια της πετυχημένης και περήφανης διαπραγμάτευσης, είχε αχρείαστα παραχωρήσει. Και κανείς ιδίως, Έλληνας ή ξένος, δεν πιστεύει πως η παρούσα κυβέρνηση είναι σε θέση να ξεμπλοκάρει τις παραγωγικές και δημιουργικές δυνάμεις της χώρας, ώστε να σταθεί, κάποια στιγμή, στα πόδια της.
Όσο για το τελευταίο μεγάλο χαρτί, τη «στροφή στη σοσιαλδημοκρατία», κι αυτό για φλος πήγαινε και δε βγάζει ούτε ζευγάρι. Ανάμεσα στα ακκίσματα με τους σημερινούς «Ολαντρέου» και τη μήνι των χτεσινών ριζοσπαστών συντρόφων ξεπροβάλλει, ακόμα και για τους εύπιστους, η εικόνα ενός ηγέτη που παραμένει νέος στην εμφάνιση αλλά ποτέ δεν ήταν νέος στις ιδέες και την ψυχή, που δηλώνει «Αριστερός» αλλά δεν είναι παρά καιροσκόπος –και, πλέον, ένας καιροσκόπος χωρίς χρησιμότητα, αφού εν αποδρομή. Ας μην ανησυχούν οι υποστράτηγοι της συγκεκριμένης μάχης: μακριά κι αλλού θα παιχτούν οι συμμαχίες των ευρωεκλογών και το μέλλον της Ευρώπης.
Κοιτάζοντας τα ερείπια του στρατού του –πάει η Μακεδονία, πάει η Εκκλησία, πάει η ευρωπαϊκή εμπιστοσύνη, πάει η εικόνα του κατακτητή- και, για μια φορά, κουρασμένος από τις κολακείες των επιτελών του, ο στρατηγός κάθισε μόνος του να φτιάξει μια σούπα. Χρησιμοποίησε τα εντελώς ετερόκλητα και εντελώς σκοτεινά υλικά που είχε μαζέψει και εμπιστευτεί στα τέσσερα χρόνια της εξουσίας. Όταν θελήσει να μας τη σερβίρει θα αντιληφθεί πως είναι ο μόνος που μπορεί, και αξίζει, να τη φάει. Αλλά και πάλι είναι αμφίβολο αν θα καταλάβει τι έφαγε και γιατί τον καίει.