Όταν το τοπίο είναι θολό, η απόφαση για τη χάραξη πορείας είναι δύσκολη. Αυτό ισχύει και στο δημοσιονομικό πεδίο, ειδικά φέτος.
Δεν είναι μόνο η πανδημία και οι φόβοι για νέα μέτρα στήριξης λόγω περιορισμών, αλλά και τα πρόσθετα βάρη που φέρνουν οι πυρκαγιές, οι πλημμύρες και τα άλλα δεινά της κλιματικής αλλαγής. Είναι και η ατολμία των Ευρωπαίων να ξεκαθαρίσει το τοπίο αναφορικά με τους δημοσιονομικούς κανόνες.
Πρέπει να ξεκαθαρίσουν το περιθώριο που θα έχουν τα κράτη τα επόμενα χρόνια ώστε να λάβουν πρωτοβουλίες με τις οποίες θα καταφέρουν να ξεφύγουν από την πολλαπλή δίνη στην οποία έχουν περιέλθει.
Οι γερμανικές εκλογές είναι πλέον ατύπως το πρώτο ορόσημο, ή συνιστούν μία πολύ καλή αφορμή για… χρονοκαθυστέρηση. Δεν μιλάμε για την ώρα των αποφάσεων, η οποία από ότι όλα δείχνουν θα έρθει πολύ αργότερα. Μιλάμε για έστω για μία πρώτη έκφραση επίσημης θέσης.
Να θυμίσουμε λίγο το πρόβλημα. Οι δημοσιονομικοί κανόνες της ΕΕ, όπως ισχύουν σε όλα τα κράτη-μέλη, επιβάλλουν τη μείωση του χρέους κατά ένα εικοστό ετησίως στο κομμάτι που το χρέος ξεπερνά το 60% του ΑΕΠ.
Τούτος ο κανόνας ήταν ήδη πολύ αυστηρός (σ.σ. με τα προ πανδημίας δεδομένα σήμαινε για την Ελλάδα πρωτογενές πλεόνασμα πάνω από 2% του ΑΕΠ). Μετά από τα 40 δις ευρώ μέτρα στήριξης και την ύφεση του 2020, η κατάσταση είναι προφανώς ακόμη πιο περιοριστική. Όχι μόνο για την Ελλάδα, αλλά και για την Ιταλία και για άλλες χώρες με υψηλό χρέος.
Είναι καιρός λοιπόν, τώρα που επιστρέφουν οι θεσμοί και οι ηγέτες στις έδρες τους, η συζήτηση να ξεκινήσει. Πρέπει κατ’ αρχάς η πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να είναι γενναία και η άσκηση πίεσης για γρήγορη λήψη αποφάσεων πολύ ισχυρή.
Γιατί αλλιώς, το τοπίο για το ποσό δημοσιονομικό χώρο θα έχουν τα κράτη ούτως ώστε να εφαρμόσουν την πολιτική τους θα αργήσει να ξεκαθαρίσει πλήρως. Και αυτό έχει ειδική σημασία για την Ελλάδα που επιχειρεί να απαλλαγεί και από τα «χαράτσια» των μνημονίων.
Να θυμίσουμε ότι ακόμα και η (σχετικά με το παρελθόν) γρήγορη αντίδραση της Ευρώπης στο θέμα του Ταμείου Ανάκαμψης, ουσιαστικά άργησε. Ξεκίνησε από μία πολιτική απόφαση το καλοκαίρι του 2020 η οποία οδήγησε σε προκαταβολές τον Αύγουστο του 2021 για έργα που θα έχουν μεγάλες δαπάνες στην πράξη από το 2022. Και ότι πλέον το ποσό που αναλογεί σε όλα τα κράτη-μέλη και αποφασίσθηκε με βάση τα δεδομένα του προηγούμενου χρόνου, οριακά καλύπτει το κόστος μιας πανδημίας η οποία συνεχίζει, δυστυχώς, να εξελίσσεται...