Η θέση της Ελληνικής πλευράς για αλλαγή των δημοσιονομικών κανόνων είναι γνωστή. Θέλει ευελιξία μεταξύ άλλων για επενδύσεις και για έκτακτα γεγονότα στα οποία περιλαμβάνει και την προσφυγική κρίση, αλλά και την αμυντική θωράκιση της χώρας. Προφανώς επιθυμεί και αλλαγή του κανόνα μείωσης του χρέους που - ως έχει - είναι μη εφαρμόσιμος στην πράξη.
Έτσι λοιπόν, το μήνυμα που απηύθυνε ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν και ο Ιταλός πρωθυπουργός Μάριο Ντράγκι πριν τα Χριστούγεννα, καλύπτει σε μεγάλο βαθμό τις ελληνικές επιδιώξεις. Οι δύο ηγέτες ζητούν περισσότερα περιθώρια ελιγμών για επενδύσεις μεγάλης κλίμακας στην έρευνα, στις υποδομές, στην ψηφιοποίηση και στην άμυνα. Με ένα δημοσιονομικό πλαίσιο πιο διαφανές, ώστε να διασφαλίζει τη μείωση του χρέους αλλά όχι μέσω υψηλότερων φόρων ή μη βιώσιμων περικοπών στις κοινωνικές δαπάνες και με έμφαση στις μεταρρυθμίσεις.
Η πρώτη ανάγνωση της κοινής αυτής τοποθέτησης των δύο ηγετών στους Financial Times προφανώς είναι εξαιρετικά θετική και για τα ελληνικά συμφέροντα. Πυροδοτεί την έναρξη του διαλόγου που θα ξεκινήσει – και δημοσίως - στην αρχή του νέου χρόνου, με πιθανό μεγάλο ορόσημο τη Σύνοδο Κορυφής για το θέμα που θέλει να διεξάγει ο Γάλλος πρόεδρος (σ.σ. η χώρα του έχει το πρώτο εξάμηνο την προεδρία της ΕΕ), στις 10 και 11 Μαρτίου.
Γιατί τόσο νωρίς; Αυτό το ερώτημα είναι εύλογο αφού επισήμως το χρονοδιάγραμμα λήψης απόφασης για τους νέους δημοσιονομικούς κανόνες εκτείνεται έως και το δεύτερο εξάμηνο του 2022.
Μία «πολιτική» εξήγηση είναι πως λίγο μετά κορυφώνεται ο εκλογικός αγώνας στη Γαλλία. Με τη θέση του κ. Μακρόν προς το παρόν να είναι εντελώς αβέβαιη την επομένη της «κάλπης».
Αλλά κι ο Μάριο Ντράγκι ηγείται κυβέρνησης έκτακτης ανάγκης στην Ιταλία. Με τα σενάρια για το πολιτικό του μέλλον και για τη βούλησή του να αναλάβει το θώκο του προέδρου της δημοκρατίας να συνεχίζονται…
Αρά τα νέα είναι καλά για την Ελλάδα, αν και εφόσον η άσκηση πίεσης για αλλαγή των κανόνων συνεχισθεί μέχρι… τέλους.
Τι υπάρχει από την άλλη πλευρά; Υπάρχει το μέτωπό του «βορρά» αλλά και η γερμανική θέση που τελικά δεν φαίνεται να είναι τόσο αδιάλλακτη. Σίγουρα όμως δεν θα είναι η θέση ενός κράτους με υπέρογκο χρέος όπως αυτό που πρέπει να διαχειρισθεί η Ελλάδα, η Ιταλία ή το Βέλγιο.
Στην… εξίσωση εισάγεται και ο μεγάλος άγνωστος «Χ» της πολλαπλής κρίσης που προκαλεί η Πανδημία και η αύξηση των τιμών ενέργειας. Μιας κρίσης που αναγκάζει σιγά-σιγά τις χώρες να παρατείνουν τα μέτρα στήριξης για να προφυλάξουν τις οικονομίες τους.
Μόνο που και εδώ φαίνεται η ανάγκη για αλλαγή των κανόνων: κάποιες χώρες έχουν πιο πολλά εφόδια να «μοιράσουν». Όσες χώρες δεν έχουν το βαρίδι του χρέους δεν καλούνται το 2022 (ένα έτος της πανδημίας και της ρήτρας διαφυγής) να επιστρέψουν ταχύτατα σε δημοσιονομική ισορροπία…
Η Ελλάδα, ανήκει προφανώς στην κατηγορία των κρατών που δεν μπορεί να ξοδέψει «πολλά» και που πρέπει να επιδεικνύει στους επενδυτές και στους «θεσμούς» το στόχο συρρίκνωσης του ελλείμματος. Λόγω της ανάγκης να συγκρατήσει το χρέος, αλλά και να επιστρέψει σε επενδυτική βαθμίδα και να βγει «καθαρά» από την ενισχυμένη εποπτεία.
Έτσι, το τι θα μπορεί να «δώσει» στην αγορά και στη κοινωνία το 2022 εξαρτάται όχι μόνο από το πόσο αποτελεσματικά θα χειρισθεί τις κρίσεις και τα κρατικά ταμεία, τις επενδύσεις και τις μεταρρυθμίσεις που θα θωρακίσουν τη χώρα, αλλά και με το τι θα φέρει το 2022 στο πολιτικό σκηνικό ανά την Ευρώπη.