Με τον πόλεμο πλέον στην Ουκρανία να αποτελεί το πιο ανησυχητικό γεωπολιτικό γεγονός, το μεγάλο ερώτημα είναι ποιες θα είναι οι επόμενες κινήσεις του Ντόναλντ Τραμπ αλλά και της Δύσης. Υπό αυτή την έννοια, οι συζητήσεις των υπουργών Εξωτερικών από τις Επτά Πιο Ανεπτυγμένες Οικονομίες του Πλανήτη (G7) βαραίνουν ιδιαίτερα στη γεωπολιτική σκακιέρα για το πώς θα διαμορφωθεί η στάση της Δύσης μετά το πράσινο φως που έδωσε ο απερχόμενος Αμερικανός πρόεδρος στο Κίεβο για χρήση όπλων μεγάλου βεληνεκούς σε ρωσικό έδαφος. Ως απάντηση, η Μόσχα εκτόξευσε ένα «νέο» είδος βαλλιστικού πυραύλου στην Ουκρανία την περασμένη εβδομάδα.
Στο στόχαστρο του G7 μπαίνει τώρα και η Κίνα, η οποία βοηθά τη Μόσχα με αμυντικό εξοπλισμό, που σημαίνει ότι στοχοποιείται με πολύ πιο έντονο τρόπο η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία του πλανήτη, παρά το γεγονός ότι προσπαθεί να κρατήσει όσο το δυνατόν πιο ουδέτερη στάση.
Στο στόχαστρο του G7 η Κίνα
Οι σύμμαχοι της Ομάδας των Επτά Πιο Ανεπτυγμένων Οικονομιών του Πλανήτη (G7) αναμένεται να εντείνουν τις πιέσεις προς την Κίνα, ενώ θα προσφέρουν στο Κίεβο ακλόνητη δέσμευση εν μέσω κατηγοριών ότι το Πεκίνο έχει αυξήσει την υποστήριξη προς τη Ρωσία στον πόλεμό της εναντίον της Ουκρανίας.
Οι υπουργοί Εξωτερικών της G-7, που συναντώνται στην Ιταλία σήμερα Δευτέρα και αύριο Τρίτη, αναμένεται να δεσμευτούν για κατάλληλα μέτρα σύμφωνα με τα νομικά συστήματα των χωρών τους, εναντίον παραγόντων στην Κίνα και σε άλλες τρίτες χώρες που υποστηρίζουν τη «πολεμική μηχανή» της Ρωσίας στην Ουκρανία. , σύμφωνα με το αρχικό προσχέδιο της ανακοίνωσης που περιήλθε στην κατοχή του Bloomberg.
Οι σύμμαχοι της Ουκρανίας επιδιώκουν να πατάξουν τις χώρες που βοηθούν την πολεμική προσπάθεια της Μόσχας, ιδιαίτερα πριν ο Ντόναλντ Τραμπ αναλάβει τα καθήκοντά του τον Ιανουάριο.
Η γλώσσα για την Κίνα, εάν υιοθετηθεί, θα αντιπροσώπευε μια κλιμάκωση σε σύγκριση με την προηγούμενη υπουργική συνάντηση τον Απρίλιο, όταν η Ομάδα του G7 κάλεσε την Κίνα να διασφαλίσει ότι θα σταματήσει την υποστήριξή της προς τη Ρωσία με όπλα διπλής χρήσης. Οι σύμμαχοι του NATO τον Ιούλιο χαρακτήρισαν την Κίνα αποφασιστικό παράγοντα του πολέμου της Ρωσίας εναντίον της Ουκρανίας.
Οι σύμμαχοι της G7 αναμένεται επίσης να συνεχίσουν να ασκούν σημαντική πίεση στα ρωσικά έσοδα από ενέργεια, μέταλλα και άλλα εμπορεύματα μέσω της αποτελεσματικής εφαρμογής των υφιστάμενων μέτρων και περαιτέρω ενεργειών κατά του «σκιώδους στόλου», σύμφωνα πάντα με το Bloomberg.
Τα νέα μέτρα θα επιδιώξουν επίσης να περιορίσουν τη χρήση ενός κρυφού στόλου δεξαμενόπλοιων που έχει συγκεντρώσει η Ρωσία για να παρακάμψει το ανώτατο όριο τιμής πετρελαίου και περιορισμούς που στοχεύουν στην ικανότητα της Ρωσίας να μεταφέρει το πετρέλαιο της στην αγορά.
Ωστόσο, το ανακοινωθέν συχνά αλλάζει αρκετές φορές πριν από τη δημοσίευση της τελικής έκδοσης και θα μπορούσαν ακόμα να γίνουν αρκετές ακόμη τροποποιήσεις στη διατύπωση.
Οι υπουργοί Εξωτερικών της ΕΕ συζήτησαν το θέμα την περασμένη εβδομάδα και η Γερμανίδα υπουργός Εξωτερικών Αναλένα Μπέρμποκ προειδοποίησε ότι η βοήθεια της Κίνας προς τη Ρωσία «θα έχει και πρέπει να έχει συνέπειες».
Αυτές οι τελευταίες συζητήσεις για τον ρόλο της Κίνας έρχονται αφότου το Bloomberg αποκάλυψε τον Ιούλιο ότι κινεζικές και ρωσικές εταιρείες αναπτύσσουν ένα επιθετικό drone παρόμοιο με ένα ιρανικό μοντέλο που χρησιμοποιείται στην Ουκρανία. Αυτό δημιούργησε φόβους ότι το Πεκίνο μπορεί να πλησιάζει περισσότερο στην παροχή της θανατηφόρας βοήθειας για την οποία έχουν προειδοποιήσει οι δυτικοί αξιωματούχοι.
- Διαβάστε ακόμα - Πούτιν: Τα σενάρια για τη στάση της Δύσης – Η κλιμάκωση της έντασης
Ένα άλλο τμήμα του αρχικού ανακοινωθέντος καταδικάζει την ανάπτυξη στρατιωτών της Βόρειας Κορέας στην Ουκρανία και καλεί για αποκλιμάκωση στη Μέση Ανατολή. Η χρήση βορειοκορεατών στρατιωτών «σημαδεύει μια επικίνδυνη επέκταση της σύγκρουσης», σύμφωνα με το προσχέδιο, το οποίο επίσης εγείρει ανησυχίες για τη μεταφορά πυρηνικής τεχνολογίας στη Βόρεια Κορέα.
Ενώ οι ΗΠΑ έχουν εγκρίνει τη χρήση όπλων μεγάλου βεληνεκούς κατά της Ρωσίας, διπλωμάτες που γνωρίζουν τις διαπραγματεύσεις είπαν ότι πιθανότατα δεν θα υπάρξει τέτοια συναίνεση στο τελικό ανακοινωθέν καθώς ορισμένες χώρες, για παράδειγμα η Ιταλία, δεν υποστηρίζουν αυτή τη στάση και έχουν επανειλημμένα πει ότι τα όπλα που παρέχουν θα πρέπει να χρησιμοποιούνται μόνο αμυντικά.
Τα σενάρια για «λύση Τραμπ»
Η ομάδα Τραμπ θα αρχίσει να εργάζεται με την κυβέρνηση του απερχόμενου προέδρου Τζο Μπάιντεν για να καταλήξουν σε μια «διευθέτηση» μεταξύ της Ουκρανίας και της Ρωσίας, καθώς ανησυχεί για την τρέχουσα κλιμάκωση του πολέμου, δήλωσε το βράδυ της Κυριακής ο Μάικ Γουόλτς, ο επόμενος σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας του Λευκού Οίκου.
«Ο πρόεδρος Τραμπ ήταν σαφής για την ανάγκη να τερματιστεί αυτή η σύγκρουση. Αυτό που πρέπει να συζητήσουμε είναι ποιοι θα κάτσουν στο τραπέζι των συνομιλιών αν θα πρόκειται για μια συμφωνία, για μια ανακωχή, πώς θα οδηγήσουμε τις δύο πλευρές στο τραπέζι και ποιο θα είναι το πλαίσιο μιας διευθέτησης», είπε στο κανάλι Fox News ο Γουόλτς, ο οποίος θα αναλάβει σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας του Λευκού Οίκου.
Το Reuters ανέφερε την Τετάρτη, επικαλούμενο πολλές πηγές κοντά στο Κρεμλίνο, ότι ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν θα μπορούσε σε γενικές γραμμές να συμφωνήσει να παγώσει τη σύγκρουση στην πρώτη γραμμή, ωστόσο, αυτό θα ήταν χωρίς σημαντικές εδαφικές παραχωρήσεις ή παρέκκλιση από άλλες απαιτήσεις, δηλαδή να εγκαταλείψει η Ουκρανία οποιεσδήποτε φιλοδοξίες ένταξης στο ΝΑΤΟ.
Απηχώντας τα σχόλια του Πούτιν ότι θα ήταν ανοιχτός να συζητήσει για την Ουκρανία με τον Τραμπ, ο Γκενάντι Γκατίλοφ, πρεσβευτής της Ρωσίας στον ΟΗΕ στη Γενεύη είπε στους δημοσιογράφους την περασμένη εβδομάδα ότι οποιεσδήποτε συνομιλίες πρέπει να βασίζονται στην «πραγματικότητα των εδαφών», όπου η Ρωσία έχει σημειώνει ολοένα και μεγαλύτερη πρόσβαση από τον Οκτώβριο.
Η Ουκρανία έχει χάσει πάνω από το 40% των εδαφών που κατέλαβε στην περιοχή του Κουρσκ της Ρωσίας κατά την αιφνιδιαστική εισβολή της τον Αύγουστο, καθώς οι ρωσικές δυνάμεις εξαπέλυσαν αντεπιθέσεις κατά κύματα, ανέφερε υψηλόβαθμη πηγή του ουκρανικού στρατού, με την Ρωσία να έχει αναπτύξει 59.000 στρατιώτες στην περιοχή του Κουρσκ.
Για την Ουκρανία ωστόσο, οτιδήποτε άλλο εκτός από μια δίκαιη ειρήνη που σέβεται την εδαφική της κυριαρχία, ήταν αδιαπραγμάτευτο μέχρι τώρα. Η Γεβγενίλα Φιλιπένκο, πρεσβευτής της Ουκρανίας στον ΟΗΕ στη Γενεύη, δήλωσε αυτή την εβδομάδα στην ελβετική εφημερίδα Le Temps ότι τυχόν παραχωρήσεις στον Πούτιν θα ισοδυναμούσαν με κατευνασμό. «Καμία χώρα δεν θα συμφωνούσε να παραχωρήσει έδαφος για μια κατάπαυση του πυρός ή σε μια απατηλή ειρήνη που θα επέτρεπε στον επιτιθέμενο να επανεξοπλιστεί και να επιτεθεί ξανά», προσέθεσε.
Η μεγάλη δοκιμασία της Ευρώπης
Όποια και αν είναι η κίνηση του Τραμπ, είναι απίθανο να παίξει υπέρ της Ευρώπης, με την προοπτική των ΗΠΑ να μειώσουν ή να σταματήσουν τη στρατιωτική υποστήριξη που ήδη εγείρει μεγάλες ανησυχίες για την ασφάλεια σε μια ήπειρο που εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τον υπερατλαντικό σύμμαχό της από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Θα αποδειχθεί επίσης μια κρίσιμη δοκιμασία για την ευρωπαϊκή αλληλεγγύη που ήδη υπονομεύεται από τις πολιτικές εξελίξεις σε Γερμανία και Γαλλία, είπε επίσης στην ελβετική Le Temps ο Ζαν-Μαρκ Ρίκλι στο Geneva Centre for Security Policy.
«Ο Τραμπ πιθανότατα θα καταστήσει πολύ σαφές ότι θα μειώσει τον αριθμό των αμερικανικών στρατευμάτων στην Ευρώπη και ότι πρέπει να πληρώσουν περισσότερα για τις αμυντικές τους πολιτικές. Αυτό σημαίνει ότι οι Ευρωπαίοι θα πρέπει να λάβουν πραγματικά την ασφάλεια της Ευρώπης πιο σοβαρά από ό,τι μέχρι τώρα», συνέχισε. «Προς το παρόν δεν είναι σε θέση να μιλήσουν με μία φωνή ούτε να ενεργήσουν συνεκτικά».
To τηλεφώνημα του Γερμανού καγκελαρίου Όλαφ Σολφ στον Πούτιν την περασμένη εβδομάδα –η πρώτη άμεση επαφή εδώ και σχεδόν δύο χρόνια– ήταν απόδειξη αυτού του κλίματος, εξόργισε άλλες χώρες του ΝΑΤΟ, οι οποίες το περιέγραψαν ως «στρατηγικό λάθος» που αποδυνάμωσε την ευρωπαϊκή ενότητα και το οποίο ο Ζελένσκι παρομοίασε με το «άνοιγμα του κουτιού της Πανδώρας».
Αλλά αυτά συνιστούν μια επικίνδυνη στρατηγική που μπορεί επίσης να οδηγήσει σε εσφαλμένες αντιλήψεις, προειδοποίησε ο Ρίκλι. «Γι' αυτό θα μπορούσε να είναι πολύ σημαντικό να δούμε αν διατηρούνται οι δίαυλοι επικοινωνίας μεταξύ, για παράδειγμα, της Κίνας και των ΗΠΑ και μεταξύ των ΗΠΑ και της Ρωσίας, γιατί σε ένα τόσο ασταθές περιβάλλον, πράγματι, μια σπίθα θα μπορούσε να εξαπολύσει μια μεγάλη κρίση».