Ο ρυθμός ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας κατά τουλάχιστον 8% τo 2021, που ανακοίνωσε ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, είναι εντυπωσιακά υψηλός. Η άνοδος του ΑΕΠ ήταν τελικά υψηλότερη όχι μόνο από την επίσημη ελληνική πρόβλεψη (6,9%), αλλά και από αυτή της Κομισιόν (7,1%). Είναι επίσης η 3η πιο ταχεία στην Ευρωζώνη (μετά την Ιρλανδία και την Εσθονία).
Έτσι, στην αρχή του 2022, το ΑΕΠ βρίσκεται κοντά στα επίπεδα που είχε κατά το ξεκίνημα της πανδημίας. Η πλήρης κάλυψη των απωλειών – τουλάχιστον σε όρους ΑΕΠ – είναι θέμα λίγων μηνών.
Προφανώς η ελληνική επίδοση συνδέεται - σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό - και με την επαναφορά της οικονομίας από την ύφεση που προκάλεσε η πανδημία (9% πτώση το 2020, η 2η πιο μεγάλη στην Ευρωζώνη). Συνδέεται με την ταχεία επάνοδο του τουρισμού, την καλή αντίδραση της αγοράς στην άρση των περιορισμών, αλλά και με τα μέτρα στήριξης των 43,3 δισ. ευρώ (τα 3α υψηλότερα στην ΕΕ) που διατέθηκαν σε επιχειρήσεις και εργαζόμενους.
Ωστόσο, αυτή η εντυπωσιακή επίδοση μεταφέρει και ένα άλλο μήνυμα. Η ισχυρή άνοδος του ΑΕΠ και δείχνει πως δημιουργείται μία νέα δυναμική, η οποία εκτείνεται σε διάφορους τομείς. Γίνεται φανερή στην αγορά από την κινητικότητα που υπάρχει για συμφωνίες και νέες επενδύσεις. Έγινε φανερή και στους δείκτες του 2021 με τη διψήφια άνοδο των επενδύσεων, αλλά και των εξαγωγών, αλλά και με την αύξηση της απασχόλησης (αν και με την ανεργία να παραμένει μεγάλο αγκάθι).
Με άλλα λόγια, η σημασία του υψηλού ρυθμού ανάκαμψης σε μία πάρα πολύ δύσκολη χρονιά διπλής κρίσης (υγειονομικής και ενεργειακής), δείχνει ότι η ελληνική οικονομία αποκτά, όλο και πιο πολύ, στοιχεία μεγαλύτερης ανθεκτικότητας. Δείχνει πως ο εγχώριος επιχειρηματικός κόσμος και η αγορά εργασίας, αλλά και το κράτος, προχωρούν μπροστά.
Συνιστά επίσης ένα διαπιστευτήριο για τη φετινή χρονιά. Τόσο προς το εσωτερικό, όσο και προς το εξωτερικό: προς τους δανειστές, τις αγορές, αλλά και τους επενδυτές. Δείχνει ότι η εικόνα της Ελλάδας αλλάζει. Πλέον, τα φώτα στρέφονται πάνω της με αφορμή ιστορίες επιτυχίας και όχι «δράματα».
Το στοίχημα φέτος βεβαίως είναι μεγάλο. Αυτή η ισχυρή ανάκαμψη δημιουργεί μία «υποχρέωση»: πρέπει φέτος να δώσει τη σκυτάλη σε μία βιώσιμη ανάπτυξη.
Είναι και πιθανό και λογικό φέτος να μην πετύχει η Ελλάδα έναν εξίσου υψηλό ρυθμό ανόδου το φετινό ΑΕΠ (4,5% εκτιμά η Αθήνα και 5,2% οι Βρυξέλλες). Ωστόσο, η άνοδος θα πρέπει να είναι ικανοποιητική και – κυρίως - διατηρήσιμη. Θα πρέπει να δείχνει πως η πορεία του ΑΕΠ δεν στηρίζεται μόνο στην επαναφορά του τουρισμού (που στο ομαλό σενάριο αποκλιμάκωσης των κρίσεων θα συνεχισθεί), αλλά θα αποκτά πιο «δομικά» χαρακτηριστικά.
Η συνέχιση και η εμβάθυνση των μεταρρυθμίσεων με την αξιοποίηση και του Ταμείου Ανάκαμψης είναι ένα μεγάλο στοίχημα. Όπως και το υπόλοιπο έργο που πρέπει να γίνει για να οδηγηθεί η χώρα στο τέλος χρονιάς εκτός ενισχυμένης εποπτείας, κοντά (ή εντός) επενδυτικής βαθμίδας και με σαφές χρονοδιάγραμμα απαλλαγής από τα φορολογικά και ασφαλιστικά βαρίδια των μνημονίων. Και - πάνω απ' όλα – με μισθούς και εισοδήματα βιώσιμα αυξανόμενα.