Οι πρωτοετείς φοιτητές είναι από τα πρώτα πράγματα που μαθαίνουν στα οικονομικά Πανεπιστήμια. Μαθαίνουν πως είναι άλλο πράγμα ο πληθωρισμός ζήτησης, δηλαδή η άνοδος των τιμών που προκαλείται από την άνοδο του ΑΕΠ, των εισοδημάτων και της κατανάλωσης και άλλο ένας πληθωρισμός που κυρίως (όχι αποκλειστικά) προκαλείται από θέματα επάρκειας προσφοράς, όπως συμβαίνει εν προκειμένω (κατά κύριο λόγο) στην περίπτωση της Ευρώπης.
Δεν ζούμε στις ΗΠΑ, που πολύ λίγο επηρεάζονται από τον πόλεμο. Ο τρόμος για την έλλειψη φυσικού αερίου, τα προβλήματα στην τροφοδοσία με σιτηρά, αλουμίνιο και πολλά άλλα είδη δεν συνδέονται με την ανάκαμψη από την πανδημία αλλά με τον πόλεμο Ρωσίας - Ουκρανίας και με τις οικονομικές κυρώσεις.
Έχουμε έναν πληθωρισμό κόστους. Και μάλιστα ενός αυξημένου κόστους που δεν είναι αποτέλεσμα δομικών προβλημάτων της Ευρώπης αλλά μίας εξωγενούς κρίσης που πλέον συνδέεται με ορατό κίνδυνο ύφεσης και στασιμοπληθωρισμού.
Απαιτεί λύσεις στη ρίζα του προβλήματος… χθες, όχι αύριο. Επάρκεια προσφοράς και πάταξη των ανατιμήσεων εκεί που δημιουργούνται, δηλαδή στο κόστος ενέργειας, αλλά και πολύ δραστικά μέτρα για όσους τολμούν να κερδοσκοπήσουν.
Προφανώς το πρόβλημα πυροδοτείται και από άλλα θέματα επάρκειας πρώτων υλών και τροφίμων που συνδέονται με τη γενικότερη κρίση που προϋπήρχε στις παγκόσμιες εφοδιαστικές αλυσίδες. Προφανώς συνδέεται και με την παγκόσμια ανάκαμψη, αλλά και με τη διαρκή κατρακύλα του ευρώ έναντι του δολαρίου που χειροτερεύει τα πράγματα...
Επίσης είναι λογικό για τον ίδιο λόγο τα μέτρα πολιτικής να είναι διαφοροποιημένα σε σχέση με αυτά της πανδημίας. Δηλαδή, πρέπει να φύγουμε από το «δώστε κι άλλα» που ενδεχομένως να μην έπρεπε ποτέ να γίνει σε τέτοιο βαθμό για να υπάρχει απόθεμα (όχι σε όρους ταμειακών διαθεσίμων αλλά σε όρους αύξησης του χρέους), αλλά ας όψεται και η πλειοδοσία παροχών μεταξύ των πολιτικών κομμάτων. Πρέπει όμως τα νέα μέτρα για τη νέα αυτή κρίση να είναι επαρκή για όλους όσους τα χρειάζονται. Να μην δίδονται με βάση τα «υπερέσοδα», αλλά με βάση τις ανάγκες. Να πάνε σε αυτούς που πλήττονται πραγματικά από το ρεύμα, τα καύσιμα, την ακρίβεια στα τρόφιμα και όχι σε όσους ορίζονται ως «ευάλωτοι» στα φορολογικά δεδομένα που όλοι γνωρίζουμε τι ποσοστό φοροαποφυγής περικλείουν.
Η κυβέρνηση επαναλαμβάνει διαρκώς και ορθώς, όπως και άλλα κράτη του Νότου, την ανάγκη για μία ευρωπαϊκή πρωτοβουλία. Και όντως ένα πακέτο ανακοινώσεων έχει προγραμματιστεί για τις 20 Ιουλίου.
Ωστόσο, με βάση όσα είχαν προαποφασιστεί και ανακοινώθηκαν στο Eurogroup αναφορικά με τους δημοσιονομικούς κανόνες, την επιστροφή σε πειθαρχία, την εμμονή σε πολιτικές οι οποίες μειώνουν τη ζήτηση στην οικονομία (για να μην τροφοδοτούν τις πληθωριστικές πιέσεις με βάση την μανιέρα που ακολουθείται σε περιόδους ανατιμήσεων), είναι απολύτως κατανοητό ότι η Ευρώπη συνεχίζει και σκέφτεται με «κουτάκια» προσπαθώντας να ισορροπήσει ανάμεσα στα διαφορετικά «θέλω» του Βορρά και του Νότου. Η Ευρώπη κάνει δειλά βήματα και ετοιμάζεται ένα ακόμη μεγάλο λάθος. Ελπίζουμε, έστω και στο… και πέντε, για το καλό όλων, να το αποφύγει.