Αυτό που προκύπτει σαν άμεση συνέπεια από την απόφαση της ΕΚΤ να προχωρήσει στην ομολογουμένως μεγάλη – παρ' ότι από πολλούς αναμενόμενη – αύξηση στο κόστος του χρήματος είναι ότι οδηγεί σε μία αλλαγή στάσης των χρηματαγορών. Με το επιτόκιο στο ύψος αυτό, 1,25%, το σήμα προς τις χρηματαγορές είναι οτι αυξάνεται το κόστος της αγοράς ρίσκου για τις επενδύσεις.
Με απλά λόγια, οι επενδύσεις, είτε γίνονται ακριβότερες, αφού οι επενδυτές μπορούν και οφείλουν να απαιτήσουν μεγαλύτερη διασφάλιση, είτε ακυρώνονται αν η αποδόσεις πλέον δεν υπερκαλύπτουν το ρίσκο που αναλαμβάνει ο επενδυτής. Καθώς η εποχή του μηδενικού κόστους του χρήματος έχει περάσει μάλλον ανεπιστρεπτί,, αντιθέτως το χρήμα αναμένεται προοδευτικά να γίνει πιο ακριβό, η διάθεση για ανάληψη επενδυτικού ρίσκου ιδιαίτερα από τα funds που ως γνωστόν κινούνται με δανεικό χρήμα περιορίζεται. Και αλλάζει προφανώς και η δυνατότητα διασφάλισης αποδόσεων επί της χρήσης των κεφαλαίων αυτών.
Αυτό από μόνο του οδηγεί σε ανατροπή ή μεγαλύτερη δυσκολία εξασφάλισης χρηματοδοτήσεων για επενδύσεις, που είτε έχουν δρομολογηθεί, είτε έχουν σχεδιασθεί για το άμεσο μέλλον. Επενδυτικά Funds και τράπεζες πρέπει να κάνουν ξανά τους λογαριασμούς τους προκειμένου να αναπροσαρμόσουν τους ισολογισμούς τους στα νέα όρια ασφάλειας που ορίζει η αύξηση των επιτοκίων από την ΕΚΤ. Ολα αυτά βέβαια δρομολογούνται σε ενα περιβάλλον που οι χρηματαγορές περιμένουν το επόμενο μήνυμα από την Fed στις 21 του Σεπτέμβρη. Μετά οι λογαριασμοί πρέπει να... ξαναγίνουν.
Μέχρι τότε όμως αρκετά σχέδια παραμένουν παγωμένα και ενδεχομένως θα αναθεωρηθούν προσεχώς με το βλέμμα στο «ακριβό» μέλλον. Ιδιαίτερα στην Ελλάδα της ισχυρής συμμετοχής των funds σε όλα σχεδόν τα μεγάλα projects, υποδομών, τραπεζικά κλπ, θα έχει μεγάλο ενδιαφέρον να φανεί πώς τα νέα δεδομένα αλλά και τα εκτιμώμενα μελλούμενα, θα αλλάξουν συσχετισμούς δυνάμεων και ενδεχομένως θα διαφοροποιήσουν σημαντικά υφιστάμενους σχεδιασμούς και προσδοκίες...