Μία επισήμανση του Ιταλού αρμόδιου για τα δημοσιονομικά Επιτρόπου Πάολο Τζεντιλόνι από τις Ηνωμένες Πολιτείες κατά τη διάρκεια των εργασιών της συνόδου του ΔΝΤ δίνει το στίγμα της κατάστασης στην Ε.Ε.. Μιλώντας για τη Γερμανία και για τα μέτρα στήριξης των 200 δισ. ευρώ επισήμανε ότι όλα τα κράτη δεν έχουν το ίδιο «βαθιές τσέπες» όπως η Γερμανία και επομένως με τη στάση της, χωρίς κοινή δράση, υπάρχει «ζήτημα διατήρησης της ακεραιότητας της ενιαίας αγοράς και αποφυγής του κατακερματισμού της». Η ρήση έρχεται από έναν πολιτικό που έχει διπλό ρόλο λόγω της καταγωγής του, αλλά και της θέσης του στην άσκηση δημοσιονομικής πολιτικής σε μία Ευρώπη που συνεχίζει να διστάζει να πάρει αποφάσεις, τη στιγμή που ο χειμώνας πλέον πραγματικά ζυγώνει. Κυριολεκτικά και μεταφορικά…
Τα κράτη-μέλη οριστικοποιούν τους προϋπολογισμούς για το 2023. Από τη Δευτέρα ξεκινά και την Ελλάδα η συζήτηση στη Βουλή με την κυβέρνηση να υπολογίζει αν έχει το περιθώριο για «μπαλώματα». Για ακόμα ένα Fuel Pass αν χρειαστεί ή για μία ακόμα επιδότηση στο diesel κίνησης, μετρώντας αν τελικά θα μπορέσει να βάλει λίγα ακόμα χρήματα στον «κουμπαρά» του αποθεματικού έκτακτων μέτρων για την ενεργειακή κρίση του 2023.
Τι να λέμε… Αυτά τα λεφτά από μόνα τους, όσο καλά και αν πηγαίνει η ελληνική οικονομία, όσο γρήγορα και αν τρέξει το αναπτυξιακό αντιστάθμισμα που επιχειρεί να δημιουργήσει η κυβέρνηση για τον επόμενο (πιθανόν υφεσιακό σε κάποια τρίμηνα) χρόνο μέσω των χρημάτων του Ταμείου Ανάκαμψης και του ΕΣΠΑ, δεν φτάνουν. Δεν φτάνουν δεδομένου ότι επιβεβαιώθηκε την προηγούμενη εβδομάδα και από τις δύο πλευρές του Ατλαντικού ότι η δημοσιονομική πολιτική το 2023 θα είναι ακόμα πιο σφιχτή στο βωμό του πληθωρισμού.
Ίσως ακόμα και η πρόταση του Επιτρόπου Τζεντιλόνι για ένα νέο πρόγραμμα τύπου SURE (δηλαδή φθηνά δάνεια της Κομισιόν προς τα κράτη για να τονώσουν τα διαθέσιμα τους και να λάβουν μέτρα επιβαρύνοντας όμως το χρέος) ή ακόμα και μία επιπλέον ενίσχυση του REPowerEU στην οποίο αναφέρθηκε επίσης η Επιτροπή, δεν φτάνουν, δεν επαρκούν. Γιατί γίνεται κατανοητό ότι (σε αντίθεση με την πανδημία) τα κράτη μέλη δεν έχουν την κοινή στάση του τύπου «whatever it takes». Δεν υπάρχει αλληλεγγύη. Και έτσι δεν μπορεί να μεταφερθεί ένα αίσθημα ασφάλειας για το μέλλον στους πολίτες και στην οικονομία. Η ώρα της Ευρώπης έχει έρθει και η ευχή είναι τις επόμενες ημέρες αυτό να φανεί με κοινές αποφάσεις που θα δώσουν το σωστό μήνυμα για το μέλλον της.