Εντάξει, τα 43 δισεκατομμύρια μέτρων στήριξης της πανδημίας ήταν πράγματι πολλά. Προφανώς και έκαναν τη δουλειά τους, έμεινε Ελλάδα στον «αφρό», δεν έκλεισαν επιχειρήσεις, δεν έγιναν μαζικές απολύσεις. Πού να φανταστεί άλλωστε τότε η κυβέρνηση ότι θα ερχόταν κι άλλη κρίση, ενδεχομένως χειρότερη.
Ήταν και η πίεση της αντιπολίτευσης που ζήταγε κι άλλα, κι άλλα. Αλλά και η Ευρώπη ήταν διαλλακτική τότε. Πώς να το κάνουμε, υπήρχε πλήρης δημοσιονομική ελευθερία γιατί τα «θέλω» ήταν κοινά για όλους, όπως και η φύση της κρίσης.
Τώρα όμως ήρθε η ώρα του «λογαριασμού», αλλά και των διαφορετικών «αναγκών» ανά την Ευρώπη. Η νέα κρίση βρίσκει τα κράτη στο Βορρά να αλλάζουν στάση και να επικεντρώνονται σε όσα ταιριάζουν στις δικές τους ανάγκες. Μη κατανοώντας ότι χωρίς μία κοινή στάση και αντίδραση δεν μπορεί να βρεθεί βιώσιμη λύση.
Τώρα η σύσταση λοιπόν αλλάζει ανά την ΕΕ. Το αίτημα είναι σαφές: να σφίξουμε και άλλο το ζωνάρι. Τα μέτρα ζητείται να γίνουν ακόμη πιο στοχευμένα, ειδικά στα κράτη υψηλού χρέους.
Κάτι ακούγεται ακόμα και για το ρεύμα. Για σύσταση στα κράτη ανά την ΕΕ να πάνε προς ένα μοντέλο δύο επιπέδων στην τιμολόγηση της ενέργειας, στο πλαίσιο του οποίου οι καταναλωτές θα έχουν επιδότηση μόνο έως ένα ορισμένο επίπεδο κατανάλωσης. Για την επιπλέον κατανάλωση, ο καθένας… μόνος του λένε κάποιοι στις Βρυξέλλες.
Όμως, τέτοιες λογικές περιορισμού της κάλυψης σε όσους ορίζονται ως «ευάλωτοι» ή σε όσους κρίνεται πως έτσι κάνουν οικονομία και βοηθούν τον κοινό σκοπό είναι λογικές φτιαγμένες με βάση το πώς λειτουργεί η αγορά και η κοινωνία σε άλλες χώρες. Γιατί πώς να το κάνουμε, σε κράτη όπως η Ελλάδα τα εισοδήματα είναι χαμηλά, αλλά και η βασική πηγή θέρμανσης δεν είναι το φυσικό αέριο: το ρεύμα διαδραματίζει πολύ πιο κεντρικό ρόλο στα νοικοκυριά και στις επιχειρήσεις.
Για να δούμε λοιπόν πού το πάει η Ευρώπη. Με την ευχή η διαπραγμάτευση για το πλαφόν στη τιμή του αερίου να οδηγήσει σε μία βιώσιμη συμφωνία. Αλλά και με την ελπίδα να γίνει κατανοητό πως οι λύσεις θα πρέπει να είναι βιώσιμες και επωφελείς για όλους.