Η συμφωνία, έστω και μετά από πολύμηνες διαπραγματεύσεις και από πολλά σκαμπανεβάσματα, για το πλαφόν στη τιμή του φυσικού αερίου προσέφερε και ικανοποίηση και ανακούφιση. Αποτελεί μία ασπίδα για τα… χειρότερα, έναντι δηλαδή μιας νέας κερδοσκοπικής πίεσης από τις 15 Φεβρουαρίου του 2023 και μετά, όταν δηλαδή θα τεθεί σε ισχύ. Γιατί, ας μη ξεχνάμε, αυτός ο μηχανισμός δεν έχει φτιαχτεί για το τώρα αλλά για το αύριο της ΕΕ.
Η απόφαση λήφθηκε κυρίως για το χειμώνα του 2023. Γενικά, για τις πιέσεις που μπορεί να σημειωθούν στην αγορά όταν θα πρέπει να ξαναγεμίσουν οι αποθήκες της Ευρώπης με φυσικό αέριο.
Ουσιαστικά, επιβεβαιώνει αυτό που η αγορά εκτιμά: πως οι υψηλές τιμές φυσικού αερίου ήρθαν για να μείνουν. Η ακρίβεια στην ενέργεια δεν θα εξαφανιστεί δια μαγείας, αν και βεβαίως κάνεις δεν αποκλείει οι τιμές να αποκλιμακωθούν, λίγο ή περισσότερο παραμένοντας - σε κάθε σενάριο που τώρα είναι στο τραπέζι – σε πολύ πιο υψηλές τιμές από τα επίπεδα που ξέραμε προ ενεργειακής κρίσης.
Ο πληθωρισμός ενέργειας λοιπόν μπορεί να επιβραδύνεται το τελευταίο διάστημα λόγω της μικρής αυτής αποκλιμάκωσης των διεθνών τιμών, αλλά και του γεγονότος ότι η ενεργειακή κρίση έκλεισε ένα χρόνο. Δηλαδή γιατί μετράμε την άνοδο σε σχέση με την ήδη υψηλή τιμή που ίσχυε στο τέλος του 2021. Αλλά, είναι ξεκάθαρο πως οι τιμές αυτές είναι ακριβές, και στην Ελλάδα και σε όλη την ΕΕ.
Ακριβές τιμές ενέργειας όμως σημαίνει και ακριβό ρεύμα, άρα και υψηλό κόστος παραγωγής. Άρα, σημαίνει ακριβές τιμές σε τρόφιμα και σε πολλά άλλα προϊόντα. Άλλωστε, τα στοιχεία το αποδεικνύουν αφού ο πληθωρισμός στα τρόφιμα και σε πολλά άλλα είδη και υπηρεσίες συνεχίζει να επιταχύνεται. Γιατί, να μην ξεχνάμε, υπάρχει μία χρονική απόκλιση μέχρι να φανεί η ακρίβεια από τον παραγωγό στο «ράφι».
Ακόμα λοιπόν και αν πετύχει το σχέδιο για τη συγκράτηση της ανόδου στις τιμές των τροφίμων και των άλλων βιομηχανικών προϊόντων τους επόμενους μήνες, ακόμη δηλαδή και αν ο πληθωρισμός επιβραδυνθεί, η ακρίβεια θα παραμείνει και σε αυτό το πεδίο.
Το ίδιο ισχύει και με την ανάγκη για μέτρα στήριξης και στο ρεύμα και στην «τσέπη» του καταναλωτή και στο κόστος λειτουργίας μίας επιχείρησης. Ανάγκες θα υπάρχουν και θα πρέπει (προφανώς εν μέρει) να καλύπτονται. Και εδώ είναι το πολύ κρίσιμο στοιχείο γιατί θα πρέπει να ξεδιπλωθούν, ομαλά και επιτυχώς, παρεμβάσεις που θα στηρίζουν ισόρροπα πολλές ανάγκες: τη λειτουργία της αγοράς και τον ανταγωνισμό, την κοινωνία και την κατανάλωση, αλλά και τη βιώσιμη ανάπτυξη μέσω της οποίας θα μπορέσουν να αντισταθμισθούν, στο μέλλον, οι απώλειες.