Αυτή τη φορά η Ελλάδα παίρνει σωστά και έγκαιρα θέση απέναντι στη νέα πρόκληση. Ο λόγος για το νέο Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα, το οποίο αναμφισβήτητα θέτει ακόμα πιο φιλόδοξους στόχους, οι οποίοι όμως είναι πλέον απολύτως αναγκαίοι δεδομένης της πολύ δύσκολης κατάστασης που βιώνει η παγκόσμια κοινότητα.
Οι ταχύτεροι ρυθμοί στη μετάβαση της χώρας μας σε συνθήκες μίας πλήρους κλιματικά ουδέτερης οικονομίας θα έχουν άμεσα μεγαλύτερο οικονομικό αντίκτυπο, αλλά θα έχουν και πολλαπλάσια οφέλη στο μέλλον. Άλλωστε, οι επιπτώσεις έχουν μετρηθεί και από τον ΟΟΣΑ ο οποίος υπολογίζει ότι η γρηγορότερη μετάβαση περιορίζει έως το 2030 τις πιο σοβαρές αρνητικές επιπτώσεις στην οικονομία.
Είναι ξεκάθαρο πως το κόστος της ενεργειακής μετάβασης είναι πολύ μεγάλο, αλλά, κακά τα ψέματα, είναι αναπόφευκτο. Επιπλέον, μία ταχεία μετάβαση έχει και οφέλη σε όρους επενδύσεων που – αναγκαστικά - κινητοποιούν σημαντικά κεφάλαια. Μία έγκαιρη προετοιμασία λοιπόν διασφαλίζει ότι τα χρήματα που θα διαθέτουν το επόμενο διάστημα από τις Βρυξέλλες θα μπορέσουν να απορροφηθούν και να αξιοποιηθούν σωστά και πλήρως από την Ελλάδα, αποδίδοντας όσο το δυνατόν περισσότερο και δημιουργώντας υπεραξίες. Αλλά και διασφαλίζοντας πως θα αποφευχθούν νέες ανισότητες σε όρους ενεργειακής φτώχειας. Οι ανάγκες στη χώρα μας είναι πολλές και οι δημοσιονομικοί περιορισμοί υψηλοί, γι’ αυτό και έχει πολύ μεγάλη σημασία θα αξιοποιηθούν πλήρως και τα κονδύλια του ΕΣΠΑ και του Ταμείου Ανάκαμψης και του REPowerEU και των νέων πρωτοβουλιών που θα ληφθούν σε Ευρωπαϊκό επίπεδο.
Η Ελλάδα πρέπει, και σε αυτό το πεδίο, να έχει την ετοιμότητα και τη δυνατότητα να αναλάβει πρωτοβουλίες και να πρωτοπορεί, καλύπτοντας όσο γίνεται το χαμένο έδαφος σε διάφορα πεδία και διαμορφώνοντας τις προϋποθέσεις ούτως ώστε να είναι διασφαλισμένη από τους ενεργειακούς κινδύνους που ήδη υπάρχουν και από όσους εμφανιστούν στο μέλλον.