Η επιβράδυνση του ρυθμού ανόδου του ΑΕΠ το τρίτο τρίμηνο ήταν για πολλούς αναμενόμενη. Ναι, η ελληνική αναπτυξιακή δυναμική παραμένει από τις πιο ισχυρές στην ΕΕ. Ωστόσο, αυτός ο βραδύτερος ρυθμός ανόδου του ΑΕΠ είναι ένα ακόμη «δείγμα» των οικονομικών δυσκολιών που υπάρχουν στην Ευρώπη και «βαραίνουν» μοιραία και την Ελλάδα.
Η Ελλάδα τα πάει καλά, πολύ καλά, αλλά πρέπει να θωρακισθεί για πιο δύσκολες εποχές. Οι παρενέργειες που προκαλεί σε ολόκληρη την Ευρώπη η δημοσιονομική (και όχι μόνο) κρίση στη Γερμανία, είναι μία απόδειξη των μετώπων που δημιουργούνται, αλλά υπάρχουν και άλλα. Στο πιο καλό σενάριο ο πληθωρισμός δεν θα επιστρέψει στα επίπεδα σταθερότητας (στο 2%) παρά μετά το 2025. Το ίδιο ισχύει και για τα επιτόκια της ΕΚΤ. Να προσθέσουμε πως η ενεργειακή κρίση δεν έχει τελειώσει (είναι απλώς σε ύφεση), αλλά και πως πλέον και ο πληθωρισμός ο ίδιος έχει ενδογενή χαρακτηριστικά, έχει αρχίσει να ριζώνει.
Το κρίσιμο στοιχείο είναι λοιπόν να υπάρξει συνεχής ισχυρή και βιώσιμη ανάπτυξη, για πολλά χρόνια. Και τούτο για να έχει η χώρα ανθεκτικότητα, αλλά και για να υπάρξει πραγματική ευημερία και εισοδηματική σύγκλιση με την ΕΕ, με διατήρηση της δημοσιονομικής ισορροπίας.
Για να γίνει αυτό υπάρχουν όμως προϋποθέσεις. Προς το παρόν, αυτός ο πολύ πιο ισχυρός (σχετικά με άλλα κράτη της ΕΕ) ρυθμός ανάπτυξης που βιώνει η Ελλάδα θρέφεται και από τα κοινοτικά κονδύλια. Θρέφεται μάλιστα όχι τόσο από το ΕΣΠΑ (γιατί πάντα το είχαμε, άρα δεν προσφέρει κάτι επιπλέον), αλλά από το Ταμείο Ανάκαμψης και τα 36 δισεκατομμύρια ευρώ που έχει διαθέσιμα η Ελλάδα και πρέπει να αξιοποιηθούν μαζί με τις μεταρρυθμίσεις με τις οποίες συνδέονται, πολύ πολύ γρήγορα και αποτελεσματικά.
Υπό τα σημερινά δεδομένα, το Ταμείο Ανάκαμψης λήγει μετά το 2026 και έτσι είναι πολύ σημαντικό τα χρήματα αυτά θα αξιοποιηθούν πλήρως και ορθώς, ούτως ώστε στη συνέχεια να υπάρχει εγχώρια αναπτυξιακή δυναμική. Χωρίς καθυστερήσεις και αρρυθμίες. Γιατί, ακόμη και αν «περάσει» η θέση κρατών, όπως η Γαλλία που έχουν ήδη ζητήσει ατύπως μία παράταση (αν δηλαδή ξεπεραστεί η άρνηση της Γερμανίας για παρατάσεις), το όφελος θα είναι απλά να τελειώσουν έργα που ξεκίνησαν τώρα και όχι να υπάρξει μία νέα γενιά έργων και μεταρρυθμίσεων. Με άλλα λόγια τώρα, είναι η ώρα των κινήσεων που θα δώσουν μία αναπτυξιακή δυναμική.
Αυτή είναι η μία «ρήτρα» για να πάμε καλά και μετά το 2026: Αποτελεσματικές επενδύσεις και μεταρρυθμίσεις να στηρίξουν μία ενδογενή και βιώσιμη ανάπτυξη.
Η δεύτερη «ρήτρα» συνδέεται με το χρέος. Ετσι, συνδέεται μοιραία και με το ΑΕΠ που είναι ο παρονομαστής στον σχετικό δείκτη. Η ισχυρή ανάπτυξη είναι σημαντική για μία σχετικά «ανώδυνη» σε όρους λιτότητας απομείωση του χρέους. Γιατί το ελληνικό χρέος μειώνεται μεν με πολύ ταχύ ρυθμό, τον ταχύτερο στην ΕΕ, αλλά παραμένει πολύ υψηλό και οι δυσκολίες είναι μπροστά. Οι δυσκολίες αυτής της προσπάθειας θα ενταθούν και αυτές προς το τέλος της δεκαετίας και αμέσως μετά.
Να μην ξεχνάμε πως τώρα το ονομαστικό ΑΕΠ το «θρέφει» και ο πληθωρισμός. Επίσης, από το 2032 θα πρέπει να αρχίσουμε να αποπληρώνουμε τα δάνεια που λάβαμε τα χρόνια των μνημονίων. Ακόμη, το γεγονός ότι έχει αυξηθεί το κόστος δανεισμού σε συνδυασμό με την επαναφορά σε επενδυτική βαθμίδα αλλάζει το μείγμα έκθεσής μας στις αγορές και άρα είναι πολύ πιθανό να πρέπει να πληρώνουμε πιο ακριβά τα νέα δάνεια τα οποία θα λαμβάνουμε, εκτός και αν βελτιώσουμε πάρα πολύ την πιστοληπτική μας ικανότητα, κάτι που επίσης σημαίνει πάρα πολύ προσεκτική και σφιχτή δημοσιονομική πολιτική.
Αν λοιπόν υποχρεωθούμε σε σφιχτή δημοσιονομική πολιτική χωρίς ανάπτυξη, τότε δημιουργείται μία «παγίδα» και για την οικονομία, για τα εισοδήματα, για την κατανάλωση, αλλά και για το χρέος στο τέλος της «διαδρομής». Είναι μία παγίδα την οποία πρέπει να αποφύγει η Ελλάδα.
Τα χρονικά περιθώρια στενεύουν προκειμένου να δρομολογηθούν οι όποιες κινήσεις απαιτούνται για να θωρακίσουν πλήρως τις αναπτυξιακές προϋποθέσεις και προοπτικές της χώρας. Και βέβαια ελπίζουμε (γιατί θα μεσολαβήσουν εκλογές), η επόμενη κυβέρνηση/κυβερνήσεις να στηρίξουν τη συνέχεια του κράτους και των μεταρρυθμίσεων χωρίς πισωγυρίσματα που θα μας κάνουν να χάσουμε χρόνο, αλλά και ο σχεδιασμός που απομένει να γίνει, να εμπεριέχει μακρόπνοες πολιτικές.