H επιτυχία του προϋπολογισμού του 2024 που ψηφίστηκε πλέον από τη Βουλή έχει σημασία, ειδικά φέτος. Όχι μόνο γιατί -όπως ανέφερε ο Πρωθυπουργός- είναι ο πρώτος μετά από 14 χρόνια που συντάχθηκε σε συνθήκες κανονικότητας, δηλαδή με τη χώρα να έχει επανέλθει σε επενδυτική βαθμίδα και με μεγαλύτερο βαθμό ελευθερίας στο μείγμα μέτρων πολιτικής που επιλέγει, αλλά και γιατί τα δύσκολα είναι μπροστά.
Τα δύσκολα είναι μπροστά όχι μόνο στο εσωτερικό, αλλά και διεθνώς υπάρχουν προβλήματα, θολά πεδία και δυνητικά μεγάλοι κίνδυνοι, αλλά και σοβαρές αλλαγές και διαπραγματεύσεις που ήδη γίνονται σε επίπεδο ΕΕ και αφορούν άμεσα στο μέλλον της Ελλάδας. Κατά συνέπεια, η καλή οικονομική «εικόνα» θα είναι ένα καθοριστικό «εισιτήριο» για το πώς θα τοποθετηθεί η χώρα στη νέα πραγματικότητα που διαμορφώνεται στο ευρωπαϊκό οικονομικό πεδίο.
Σε εγχώριο επίπεδο το πιο «απτό» στοίχημα για την κυβέρνηση είναι προφανώς η πάταξη της ακρίβειας και η επιτυχία του μείγματος μέτρων πολιτικής που επέλεξε. Επέλεξε να δώσει αυτή τη μάχη κυρίως μέσα από ελέγχους στην αγορά και με στοχευμένες παρεμβάσεις μέτρων στήριξης έναντι της απώλειας εισοδημάτων (αφού μόνο αυτό επιτρέπεται να γίνει πλέον λόγω των ευρωπαϊκών περιορισμών), αλλά και με τον νέο βασικό στόχο της πραγματικής αύξησης των απολαβών που θα οδηγήσει πιο κοντά στο στόχο της εισοδηματικής σύγκλισης με την ΕΕ. Βεβαίως ο εν λόγω στόχος της ανόδου των εισοδημάτων, περνά μέσα από όλες τις υπόλοιπες πολιτικές που προτάσσονται: από την πάταξη της φοροδιαφυγής (ώστε να διασφαλιστούν τα έσοδα προς τα κρατικά ταμεία), αλλά και από τη στήριξη της ανάπτυξης κυρίως μέσω μεταρρυθμίσεων αλλά και κρατικών επενδύσεων 12,1 δισ. ευρώ. Όλα αυτά πάντα με κεντρικό δημοσιονομικό στόχο να διασφαλιστούν «υγιώς» τα πρωτογενή πλεονάσματα και η συνεχής και ταχεία μείωση του χρέους.
Ωστόσο, η επιτυχία (ή όχι) των εγχώριων πολιτικών επιλογών στο οικονομικό πεδίο, συνδέεται με τα διεθνή δεδομένα και με όσα κυοφορούνται στις Βρυξέλλες, ορατά ή μη. Το πιο απτό και το πιο «φρέσκο» παράδειγμα είναι η τοποθέτηση του Πρωθυπουργού περί διπλής ανάγκης να πάει καλά το Σχέδιο Ανάκαμψης των 36 δισ. ευρώ όχι μόνο για να στηρίξει το ΑΕΠ και την οικονομία αλλά και γιατί είναι «προαπαιτούμενο» για συζητήσεις που θα ξεκινήσουν στην ΕΕ για επιπλέον κονδύλια. Συγκεκριμένα, ανέφερε πως «θα έρθει κάποια στιγμή η συζήτηση στην Ευρώπη», για το «αν υπάρχει τρόπος αυτό το εργαλείο του Ταμείου Ανάκαμψης να μετατραπεί από ένα προσωρινό σε ένα μόνιμο μέτρο», και τότε «αυτό το οποίο θα κοιτάξουν όλες οι χώρες του βορρά, αυτές δηλαδή που πληρώνουν περισσότερα από όσα εισπράττουν, είναι αν οι πόροι που διέθεσαν στους αποδέκτες του Ταμείου Ανάκαμψης αξιοποιήθηκαν με σωστό τρόπο». Έβαλε έτσι ακόμη πιο ψηλά τον πήχη για ένα σχήμα επιδοτήσεων και δανείων που απαιτεί ούτως η άλλως πολύ μεγάλη προσπάθεια (λόγω πολλών οροσήμων και ελάχιστου χρόνου). Η επιτυχία του είναι προϋπόθεση για τον επενδυτικό/αναπτυξιακό στόχο του 2024 και των επόμενων ετών, αλλά πλέον είναι και προϋπόθεση για τις διαπραγματεύσεις που θα κάνει η Αθήνα για την επόμενη «γενιά» κονδυλίων της ΕΕ. Για το αν δηλαδή το 2027 θα πορευόμαστε με πολύ λιγότερα μόνο με τις δικές μας δυνάμεις (και με το ΕΣΠΑ) ή και με κάτι ανάλογο με αυτό που τώρα λαμβάνουμε ως «χρήμα» από τις Βρυξέλλες.
Είπε και κάτι άλλο ο Πρωθυπουργός. Αναφέρθηκε στη διαπραγμάτευση για την εξαίρεση/ειδική μεταχείριση των αμυντικών δαπανών στο πλαίσιο των δημοσιονομικών κανόνων, μιλώντας όμως συντηρητικά, για μία «μεγάλη μάχη» που «δίνουμε και δίνει το οικονομικό επιτελείο και πιστεύω ότι είναι μια μάχη που τελικά θα μπορέσουμε να την κερδίσουμε» περιγράφοντας ως στόχο «να εξαιρούνται οι αμυντικές δαπάνες, υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις, από τους υπολογισμούς του ευρωπαϊκού υπερβολικού ελλείμματος». Γίνεται λοιπόν σαφές πως παρά την μεγάλη διαπραγματευτική προσπάθεια του Νότου όλο το προηγούμενο διάστημα για πολλές διευκολύνσεις (και στις επενδύσεις, στην κλιματική κρίση, στο μεταναστευτικό κλπ), ο συμβιβασμός με το Βορρά οδηγεί (προς το παρόν τουλάχιστο) σε μία εξαίρεση μόνο στην άμυνα και υπό πολλές προϋποθέσεις.
Ένα σημείο ακόμη είναι η αναφορά στο τι θα γίνει μετά το 2032. Ο Πρωθυπουργός εξήγησε πως ο στόχος περί πρωτογενούς πλεονάσματος στο 2,1% του ΑΕΠ φέτος «είναι αδιαπραγμάτευτος» όχι μόνο λόγω όσων είναι ορατά τώρα με επίκεντρο τις αναβαθμίσεις αλλά και γιατί «αν θέλουμε να μιλήσουμε για τη διαχρονική μείωση του δημοσίου χρέους και να σκεφτούμε και από τώρα τι θα γίνει μετά το 2032, οφείλουμε να παραμείνουμε απολύτως επικεντρωμένοι στον στόχο της επίτευξης αυτών των πρωτογενών πλεονασμάτων». Οι κινήσεις που γίνονται εδώ και καιρό και από την Αθήνα και από τις Βρυξέλλες (με ειδική αναφορά ακόμη και στην πρόταση για τους νέους κανόνες), λειαίνουν τον δρόμο προς αυτό το δύσκολο δημοσιονομικά έτος: τότε τελειώνει η περίοδος χάριτος για τα δάνεια που έλαβε η Ελλάδα τον καιρό των μνημονίων. Ναι, πηγές από τις Βρυξέλλες λένε πως ήδη εξετάζονται λύσεις/διευκολύνσεις για τα 20-25 δισ. ευρώ των αναβαλλόμενων τόκων (όπως η αποπληρωμή σε βάθος χρόνου ή μία νέα περίοδο χάριτος). Αλλά είναι σαφές πως απαιτούν και από την Αθήνα όχι μόνο πολύ ξεκάθαρη δημοσιονομική πολιτική αλλά και κινήσεις περεταίρω βελτίωσης του προφίλ του χρέους όπως η κίνηση για την πρόωρη αποπληρωμή 2πλής δόσης του GLF.
Όλα αυτά πρέπει να καταστούν εφικτά σε ένα σκηνικό πολλαπλών διεθνών κρίσεων (που είναι σε ύφεση αλλά δεν έχουν εκλείψει), υψηλού κόστους δανεισμού που θα διαρκέσει και δυνητικών νέων πηγών κινδύνου είτε από το γεωπολιτικό πεδίο, είτε από το εσωτερικό της ΕΕ. Γι’ αυτό και το 2024 έχει ειδική σημασία ο σχεδιασμός στο πεδίο της οικονομικής πολιτικής να γίνει πράξη…