Έχουμε μπει πλέον στην τελική ευθεία προς τις Ευρωεκλογές. Σε μια περίοδο που η Ευρώπη βράζει, που όλος ο κόσμος βράζει, που η Ευρωπαϊκή Ένωση ετοιμάζεται να «αλλάξει», να ανασχηματισθεί. Η 9η Ιουνίου λοιπόν έχει μία ειδική σημασία, πρωτόγνωρα υψηλή ενδεχομένως. Ίσως για πρώτη φορά στην ιστορία των ευρωπαϊκών οργάνων οι εκπρόσωποι της Ελλάδας θα πρέπει να γνωρίζουν σε βάθος μία ευρύτατη γκάμα θεμάτων. Να είναι έτοιμοι. Για να μπορούν να σταθούν και μέσα στο Ευρωκοινοβούλιο αλλά και… εκτός.
Τα ανοικτά θέματα δεν συνδέονται μόνο με τις τεράστιες γεωπολιτικές βόμβες, με τις παρενέργειες των εκλογών στις ΗΠΑ και το τι θα σημάνει μία νίκη Τραμπ για την αμυντική και για την εμπορική πολιτική της Ευρώπης. Έχουν σχέση και με την κλιματική/ενεργειακή κρίση, με το επενδυτικό χάσμα της ΕΕ έναντι των ΗΠΑ και της Κίνας. Αλλά και με την άνοδο της ακροδεξιάς και των συσχετισμών στην ΕΕ που μπορεί να αποβούν – αν δεν γίνουν προσεκτικές κινήσεις - και οικονομικά επιβλαβείς για τα κράτη του φτωχότερου και υπερχρεωμένου Νότου.
Οι Ευρωβουλευτές θα είναι πρεσβευτές των συμφερόντων της Ελλάδος σε μια Ευρωπαϊκή Ένωση που θα ανασχηματιστεί. Ήδη τα πρώτα σημάδια έχουν φανεί: Εκτείνονται από την πρόταση για ενίσχυση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, για την αλλαγή του ρόλου του ESM ως «δανειστής» των αμυντικών επενδύσεων και την ανάλογη διεύρυνση του ρόλου της ΕΤΕπ, έως τις συζητήσεις που θα ξεδιπλωθούν από τον Ιούνιο για την ενοποίηση των κεφαλαιαγορών, για κοινή αμυντική πολιτική και γενικότερα για μια πιο ισχυρή Ευρωπαϊκή Ένωση.
Αυτή η προσπάθεια ισχυροποίησης της ΕΕ κρύβει πολλές παγίδες, λόγω των διαφωνιών που έχουν ήδη αρχίσει να αποκρυσταλλώνονται στα κράτη - μέλη και των ανακατατάξεων στις «δυνάμεις» του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Ο λόγος για ανακατατάξεις που μπορεί να προκαλέσουν ανατροπές και στο επόμενο στάδιο των «εκλογών», στον ανασχηματισμό των υπολοίπων οργάνων της ΕΕ.
Το θέμα έχει πολλές κρίσιμες διαστάσεις, και οικονομικές. Γιατί σε έναν υποθετικό (αλλά όχι απίθανο) συμβιβασμό με τα «θέλω» του Βορά για λιγότερη συνεισφορά στον προϋπολογισμό της ΕΕ, τούτο θα συνεπάγεται λιγότερα κονδύλια τύπου συνοχής μετά το 2026. Προς αυτή τη κατεύθυνση άλλωστε κάποιοι ερμηνεύουν πώς κινείται και η συζήτηση που έχει αρχίσει για συγχώνευση των (διαφορετικών σήμερα) αναπτυξιακών εργαλείων (π.χ. ΕΣΠΑ, ΚΑΠ, Ταμείο Ανάκαμψης) με το πρόσχημα της αποτελεσματικότητας και της σύνδεσης των μεταρρυθμίσεων με τις επενδύσεις. Και τούτο κόντρα στο αίτημα του Νότου αλλά και της υφιστάμενης Κομισιόν για πιο αποδοτικά μεν και με μεταρρυθμιστικό πρόσημο ενωσιακά κονδύλια, αλλά και πιο ισχυρά σε αξία, ικανά να καλύψουν τις πολύ μεγάλες ανάγκες που υπάρχουν, να φέρουν την πραγματική σύγκλιση, αποτρέποντας έτσι και «φυγόκεντρες» δυνάμεις.
Με δύο λόγια, αν δεν αποφασίσουν στην ΕΕ για «φρέσκο» χρήμα μέσω κοινού δανεισμού της ΕΕ, τότε θα πρέπει να «εξοικονομηθούν» χρήματα από άλλες πηγές για την χρηματοδότηση της βαριάς βιομηχανίας του Βορρά αλλά και της ανάπτυξης της ευρωπαϊκής Άμυνας ή της κλιματικής κρίσης Η Πολιτική Συνοχής της ΕΕ φτάνει σε αξία στο ένα τρίτο του συνολικού κοινοτικού προϋπολογισμού (περίπου 380 δισ. ευρώ) και είναι – προφανώς – εύκολο «θύμα». Αλλά μία τέτοια αλλαγή, όπως και οι πολλές άλλες που δρομολογούνται θα πρέπει να «περάσουν» και από το νέο Ευρωκοινοβούλιο.
Έχουν λοιπόν σημασία τα πρόσωπα ειδικά σε αυτές τις Εκλογές. Θα πρέπει να έχουν τη γνώση και την ικανότητα να εκπροσωπήσουν τα συμφέροντα της Ελλάδας κατά τους επόμενους, πολύ κρίσιμους, μήνες στις αλλαγές που ήδη έχουν αρχίσει να δρομολογούνται. Εμφανώς ή αφανώς.