Είναι κοινή παραδοχή πως ο πληθωρισμός στην Ελλάδα θα συνεχίσει να αυξάνεται. Τουλάχιστον κατά 2% μεσοπρόθεσμα εκτιμά το ΔΝΤ και η Κομισιόν. Με τις οικονομικές και γεωπολιτικές συνθήκες που επικρατούν παγκοσμίως, αλλά και με την ελληνική οικονομία σε αναπτυξιακή τροχιά, είναι λογικό να υπάρχει κάποια άνοδος τιμών. Άλλωστε, μηδενικός πληθωρισμός θα σήμαινε επιστροφή σε ό,τι συνέβη την προηγούμενη δεκαετία, δηλαδή συνθήκες κρίσης.
Ωστόσο, είναι απολύτως αναγκαίο η άνοδος αυτή των τιμών να συνδέεται μόνο με τη δυναμική μίας αγοράς που λειτουργεί και αναπτύσσεται σε συνθήκες ανταγωνισμού. Γιατί το πλήγμα όποιων υπερβολικών/αδικαιολόγητων ανατιμήσεων είναι μεγάλο και δεν έχει σχέση μόνο με τον στόχο για πραγματική σύγκλιση με την ΕΕ σε βάθος χρόνου, αλλά και με την ανάγκη να διατηρηθεί η σταθερότητα στην οικονομία που ανακτήθηκε τα τελευταία χρόνια, με πολλές θυσίες και προσπάθειες.
Τα καμπανάκια κρούονται με το πιο επίσημο τρόπο. Η ΤτΕ στην έκθεση για την Χρηματοπιστωτική Σταθερότητα θύμισε πως το ονομαστικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών αυξήθηκε κατά 1,1% το α΄ τρίμηνο του 2024, ενώ το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα μειώθηκε κατά 2,2% ως συνέπεια του πληθωρισμού. Η ΤτΕ περιέγραψε ως επιπλέον πληγή την άνοδο τιμών στην αγορά ακινήτων που συνεχίζεται, με την Αθήνα να ξεπερνά πλέον το ιστορικό υψηλό της «φούσκας» του 2008. Ο λόγος για μία άνοδο που σύμφωνα με το ΔΝΤ την τελευταία 2ετία είναι η ταχύτερη ανάμεσα στα κράτη που μελέτησε στο δικό του Global Financial Stability Report (στα πιο πολλά κράτη πλέον οι τιμές ακινήτων μειώνονται).
Το μήνυμα περί ανατιμήσεων ήταν ξεκάθαρο και στην ομιλία του Πρωθυπουργού στη Γενική Συνέλευση του ΣΕΒ. Αναφέρθηκε στον υγιή ανταγωνισμό, «τον οποίο πλήττουν πάντα οι αθέμιτες πρακτικές και η αισχροκέρδεια, όπου αυτή υπάρχει», καλώντας τον επιχειρηματικό κόσμο να τηρεί τους κανόνες, εξηγώντας πως «όταν μειώνεται το κόστος παραγωγής, ακολουθεί και μια ανάλογη μείωση των τιμών» και «είναι συνεπώς και δική σας ευθύνη όταν αυτό τελικά δεν συμβαίνει, πλήττοντας τον καταναλωτή».
Το μήνυμα του Πρωθυπουργού έχει ειδική σημασία την περίοδο που διανύουμε και τα χρόνια που θα έρθουν, γιατί δημιουργείται ένας «γόρδιος δεσμός»: αν οι τιμές αυξάνονται με ρυθμό της τάξης του 2% τα επόμενα χρόνια, μοιραία προκαλούν πίεση για ακόμη πιο ταχεία άνοδο του ΑΕΠ προς το φάσμα του 3% ώστε να διασφαλισθεί η σύγκλιση, η ανθεκτικότητα και η ευημερία.
Μόνο που στους καιρούς που διανύουμε και στο πεδίο της ανάπτυξης, οι διεθνείς συνθήκες καθιστούν πολύ δύσκολο έναν στόχο για αρκετά ταχύτερο αναπτυξιακό βηματισμό. Ήδη η άνοδος του ΑΕΠ στην Ελλάδα είναι υπερδιπλάσια του μέσου όρου της ΕΕ. Ναι, για πολλούς λόγους η εγχώρια δυναμική μπορεί να ενισχυθεί και άλλο (για παράδειγμα, λόγω των μεταρρυθμίσεων ή της υλοποίησης του ΕΣΠΑ και του Ταμείου Ανάκαμψης), όπως μπορεί να δεχθεί όμως και νέες πιέσεις, ειδικά σε ένα σενάριο επιπλέον διεθνών τριγμών σε γεωπολιτικό και σε οικονομικό επίπεδο.
Έχει, λοιπόν, σημασία, να ισχυροποιήσουμε την οικονομία από όλες τις πλευρές, να διασφαλισθεί κάθε κίνηση που δίνει επιπλέον αναπτυξιακή ώθηση, αλλά πρώτα απ' όλα θα πρέπει να αναχαιτισθεί το μέτωπο της ακρίβειας, να αρθούν οι στρεβλώσεις όπου υπάρχουν και να εδραιωθούν παντού συνθήκες ανταγωνισμού. Για να μην υπάρχουν απώλειες, για να μην «εξαερώνονται» τα οφέλη της ανάπτυξης.