Χαμένη χρονιά χαρακτηρίζει το 2020 για την Ελλάδα ο Αθανάσιος Βαμβακίδης, δεδομένου του ισχυρού πλήγματος που δέχθηκε ο τουριστικός κλάδος της χώρας και της άμεσης και έμμεσης συμβολής του στο ελληνικό ΑΕΠ, αλλά και του μη διευρυμένου δημοσιονομικού χώρου.
Σε συνέντευξή του στο insider.gr ο παγκόσμιος επικεφαλής επενδύσεων στις αγορές συναλλάγματος του G10 (Global Head of G10 Foreign Exchange Strategy) της Bank of America αναφέρει πως το Ταμείο Ανάκαμψης της ΕΕ αποτελεί μια μοναδική ευκαιρία για την Ελλάδα, που θα πρέπει να εκμεταλλευτεί πλήρως, αφήνοντας στην άκρη λανθασμένες πρακτικές του παρελθόντος. Ο κ. Βαμβακίδης αναγνωρίζει το σημαντικό έργο που έχει καταγραφεί στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα σε ότι αφορά την μείωση του όγκου των NPLs, ωστόσο υποστηρίζει ότι «απαιτείται ακόμη πολλή δουλειά». Σε ότι αφορά τη νομισματική στήριξη που προσφέρει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, σημειώνει ως «αγκάθι» την έλλειψη του investment grade για την Ελλάδα, επισημαίνοντας ωστόσο πως οι πιστωτικές γραμμές του ESM μπορούν να αποτελέσουν το νέο «μαξιλάρι» για τη χώρα.
Στην τελευταία έκθεσή της, η BofA εκτιμά ότι η ύφεση στην Ελλάδα θα φτάσει το 9,1% το 2020, μικρότερη δηλαδή σε σύγκριση με τη Γαλλία, την Ιταλία και την Ισπανία. Πού οφείλετε αυτό, δεδομένου ότι στο πρώτο κύμα της πανδημίας μπορεί να υπήρξε καλύτερη διαχείριση από την κυβέρνηση, αλλά οι χρόνιες αγκυλώσεις και τα βάρη της δεκαετούς οικονομικής κρίσης παραμένουν σε ένα βαθμό (υψηλό χρέος, ανεργία, NPLs, γραφειοκρατία - επενδύσεις); Ποια θα μπορούσε να είναι μια θετική έκπληξη για την Ελλάδα που θα αλλάξει τo momentum;
Οι εκτιμήσεις μας για την ελληνική οικονομία ευθυγραμμίζονται με αυτές που δημοσίευσε πρόσφατα το ΔΝΤ στο τελευταίο «World Economic Outlook». Έτσι αναμένουμε μια πιο έντονη ύφεση στην Ελλάδα σε σύγκριση με τις περισσότερες χώρες της Ευρωζώνης για δύο βασικούς λόγους. Πρώτον, η βιομηχανία του τουρισμού και της φιλοξενίας καλύπτουν ένα πολύ μεγαλύτερο ποσοστό -σε σύγκριση με άλλες χώρες- της ελληνικής οικονομίας. Δεύτερον, οι περισσότερες από τις χώρες της Ευρωζώνης έχουν το δημοσιονομικό χώρο για τη λήψη περισσότερων μέτρων από αυτά που μπορεί να αντέξει η Ελλάδα. Νομίζω ότι η φετινή χρονιά έχει χαθεί για την Ελλάδα. Η ελπίδα κινείται γύρω από το να έχουμε αρκετά σύντομα ένα εμβόλιο ώστε να σώθει η επόμενη τουριστική σεζόν.
Μεγάλος βραχνάς για το ελληνικό τραπεζικό σύστημα συνεχίζει να παραμένει ο υψηλός όγκος Μη Εξυπηρετούμενων Δανείων (NPLs). Η πανδημία έδειξε να «φρενάρει» σε ένα βαθμό τις τιτλοποιήσεις που «έτρεχαν» οι τέσσερις συστημικές τράπεζες ενώ παράλληλα η ΤτΕ (όσο και η ΕΚΤ) θέτει επί τάπητος το πλάνο της δημιουργίας μιας bad bank. Εκτιμάτε πως είναι μια υψηλού ρίσκου και κόστους κίνηση τόσο για τις τράπεζες όσο και για το ελληνικό κράτος; Πιστεύετε ότι η πανδημία θα προκαλέσει σοβαρά προβλήματα στα χαρτοφυλάκια των τραπεζών δημιουργώντας μια νέα γενιά κόκκινων δανείων;
Η δουλειά και το έργο που έκαναν οι ελληνικές αρχές και το ελληνικό τραπεζικό σύστημα τα τελευταία χρόνια για την αντιμετώπιση του προβλήματος των «κόκκινων» δανείων είναι τρομερή. Πέρυσι η τωρινή κυβέρνηση παρουσίασε το σχέδιο «Ηρακλής» που κινούνταν επίσης σε ένα καλό δρόμο ώστε να υπάρξει ακόμη μεγαλύτερη πρόοδος τα επόμενα χρόνια. Ωστόσο, το πρόβλημα των «κόκκινων» δανείων στην Ελλάδα είναι τόσο σοβαρό που απαιτείται ακόμη πολλή δουλειά. Είναι λοιπόν ιδιαίτερα άτυχο για τον τραπεζικό κλάδο να πρέπει να αντιμετωπίσει τώρα άλλη μια βαθιά οικονομική κρίση. Εάν το οικονομικό σοκ είναι προσωρινό και υπάρξει μια ισχυρή ανάκαμψη της οικονομίας το επόμενο έτος, δεν θα ανησυχώ ιδιαίτερα για μια συνεχιζόμενη επιδείνωση της ποιότητας των περιουσιακών στοιχείων των τραπεζών. Ωστόσο, χωρίς να υπάρξει ανάκαμψη το επόμενο έτος, τα NPLs θα αρχίσουν ξανά να αυξάνονται.
Το Ταμείο Ανάκαμψης αποτελεί μια μοναδική ευκαιρία για την Ελλάδα και η χώρα δεν πρέπει να χάσει τίποτα από αυτό
Εγκλωβισμένο στην αβεβαιότητα παραμένει το Χρηματιστήριο Αθηνών εδώ και καιρό μην μπορώντας να ακολουθήσει σε μεγάλο βαθμό τη διεθνή τάση και το κλίμα ευφορίας που κυριάρχησε το προηγούμενο διάστημα. Ποιοι παράγοντες μπορούν να αποδειχθούν καταλυτικοί για να αναβαθμιστεί η ελληνική χρηματιστηριακή αγορά. Πώς εκτιμάται ότι μπορεί να προσελκύσει σημαντικά ξένα κεφάλαια;
Αν υποθέσουμε ότι θα υπάρξει ένα ασφαλές εμβόλιο μέχρι το τέλος του τρέχοντος έτους ή στις αρχές του επόμενου, θα περιμέναμε μια δυναμική ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας, ενισχύοντας τις ελληνικές μετοχές και το Χρηματιστήριο. Σε αυτό το σενάριο, η ελληνική κυβέρνηση μπορεί να μεγιστοποιήσει τον θετικό αντίκτυπο εστιάζοντας σε δύο βασικές προτεραιότητες. Πρώτον, στην εφαρμογή διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων για τη βελτίωση του επιχειρηματικού και επενδυτικού περιβάλλοντος της χώρας. Σε τελική ανάλυση, η συγκεκριμένη κυβέρνηση κέρδισε τις εκλογές με βάση ένα μεταρρυθμιστικό πλαίσιο πρασανατολισμένο στην ανάπτυξη. Δεύτερον, η αξιοποίηση των σημαντικών πόρων που θα λάβει η Ελλάδα τα επόμενα χρόνια από το Ταμείο Ανάκαμψης. Πρέπει να θυμόμαστε ότι η Ελλάδα δεν εκμεταλλεύτηκε και δεν απορρόφησε πάντα και πλήρως τα κονδύλια από τα προηγούμενα προγράμματα χρηματοδότησης της ΕΕ, μένοντας μερικές φορές πολύ μακριά από τον στόχο, είτε λόγω των χαμηλών ποσοστών απορρόφησης είτε λόγω λανθασμένων προτεραιοτήτων στο σκέλος των δαπανών και ενός κακού προγραμματισμού. Το Ταμείο Ανάκαμψης αποτελεί μια μοναδική ευκαιρία για την Ελλάδα και η χώρα δεν πρέπει να χάσει τίποτα από αυτό.
Οι γενναίες παρεμβάσεις της ΕΚΤ στα κρατικά ομόλογα κυρίως των χωρών του Νότου, όπως τα ιταλικά και τα ελληνικά, μέσω του προγράμματος PEPP έχουν καταφέρει να συγκρατήσουν τις πιέσεις και τα spread. Θεωρείτε ότι θα συνεχιστεί το «ράλι» στα ελληνικά ομόλογα αλλά και ευρύτερα στα ομόλογα της ευρωπαϊκής περιφέρειας; Επιπλέον πώς μπορεί η Ελλάδα να καλύψει το χαμένο έδαφος μιας και δεν έχει το investment grade για να συμμετέχει κανονικά στο επόμενο QE και ειδικά κόντρα στο ρεύμα της στασιμότητας ή και των υποβαθμίσεων από τους οίκους αξιολόγησης; Μπορεί το πρόγραμμα του ESM να αποτελέσει το νέο «μαξιλάρι» (waiver) για την Ελλάδα;
Το πρόγραμμα PEPP (Pandemic Emergency Purchase Programme, ύψους 1,35 τρισ. ευρώ) υπήρξε το πραγματικό μπαζούκα της ΕΚΤ κατά τη διάρκεια της κρίσης του κορονοϊού, καθώς της έχει επιτρέψει να αγνοήσει το capital key και να σώσει την ευρωπαϊκή περιφέρεια. Χωρίς αυτό, θα μπορούσαμε να έχουμε δει άλλη μία κρίση να ξετυλίγεται στην Ευρωζώνη, πιθανώς και χειρότερη από την τελευταία. Παράλληλα αναμένουμε από την ΕΚΤ να παρατείνει το PEPP μέχρι το τέλος του επόμενου έτους, το οποίο θα συνεχίσει να υποστηρίζει τόσο την Ελλάδα όσο και τις υπόλοιπες χώρες. Ωστόσο, ένα βασικό ερώτημα είναι τι θα συμβεί μετά τη λήξη του PEPP. Στην τελική, το πρόγραμμα υποτίθεται ότι είναι προσωρινό και μετά την πανδημία, η ΕΚΤ θα επιστρέψει στο κανονικό πρόγραμμα Ποσοτικής Χαλάρωσης (QE), το οποίο υπόκειται στο capital key, περιορίζοντας με αυτό τον τρόπο τις αγορές της σε ομόλογα της ευρωπαϊκής περιφέρειας. Έτσι η ικανότητά της να απορροφά την αυξημένη πίεση στις αγορές ομολόγων της ευρωπαϊκής περιφέρειας θα είναι πολύ ασθενέστερη. Πρόκειται για σημαντικές προκλήσεις που θα πρέπει να αντιμετωπίσει η ΕΚΤ, πιθανότατα κατά τη διάρκεια της αναθεώρησης της πολιτικής της στρατηγικής, τα αποτελέσματα της οποίας θα είναι διαθέσιμα στα μέσα του 2021. Εν τω μεταξύ, η Ελλάδα και οι υπόλοιπες χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας πρέπει να γνωρίζουν ότι η στήριξη που προσφέρει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δεν θα διαρκέσει για πολύ και θα πρέπει να ενισχύσουν τις οικονομίες τους ώστε να προετοιμαστούν για πιο δύσκολές συνθήκες στις αγορές. Είναι πρόβλημα για την Ελλάδα το να μην έχει το investment grade (επενδυτική βαθμίδα), αλλά το capital key υποδηλώνει ότι οι υπόλοιπες χώρες δεν μπορούν επίσης να υπολογίσουν σε περισσότερο QE μετά το PEPP. Έτσι σε αυτό το σημείο, ο ESM θα μπορούσε πράγματι να αποτελέσει μια λύση, εφόσον οι προϋποθέσεις και οι όροι του είναι πολύ ελαφρύτεροι.
Το μεγάλο πλεονέκτημα της Ελλάδας είναι ότι βρέθηκε σε αυτή την κρίση με ένα σημαντικό cash buffer
Πότε πιστεύετε πως η Ελλάδα θα επιχειρήσει την επόμενη έξοδό της στις αγορές, εκμεταλλευόμενη το χαμηλό benchmark, προκειμένου να χρηματοδοτήσει νέα μέτρα τόνωσης της οικονομίας; Κρίνετε πιθανό η Ελλάδα να τηρήσει μια στάση αναμονής ενόψει των υψηλών ταμειακών διαθεσίμων και των πόρων από το Ταμείο Ανάκαμψης;
Το μεγάλο πλεονέκτημα της Ελλάδας είναι ότι βρέθηκε σε αυτή την κρίση με ένα σημαντικό cash buffer (απόθεμα ρευστότητας). Η πρόσβαση στις αγορές τα τελευταία χρόνια γινόταν προκειμένου να δημιουργηθούν οι κατάλληλες συνθήκες, εκμεταλλευόμενοι τις βελτιωμένες προοπτικές, παρόλο που η Ελλάδα δεν χρειαζόταν ρευστότητα. Κοιτώντας ωστόσο στο άμεσο μέλλον το Ταμείο Ανάκαμψης θα προσφέρει ακόμη μεγαλύτερη ρευστότητα την ελληνική οικονομία. Παράλληλα εκτιμώντας πως τα επιτόκια θα παραμείνουν σε χαμηλά επίπεδα στο άμεσο μέλλον, οι ελληνικές αρχές θα συνεχίσουν να εκμεταλλεύονται τις ιστορικά ευνοϊκές συνθήκες της αγοράς, ιδίως μέχρι να ολοκληρωθεί το πρόγραμμα PEPP.
Θέλοντας να διώξει όποια «σύννεφα» υπήρχαν πάνω από την Ευρωζώνη γύρω από τη δυναμική του ενιαίου νομίσματος η πρόεδρος της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ ξεκαθάρισε στην τελευταία συνεδρίαση ότι η κεντρική τράπεζα δεν έχει στόχο για τη συναλλαγματική ισοτιμία. Πιστεύετε ότι θα συνεχιστεί η άνοδος του ευρώ έναντι του δολαρίου και αν ναι, πώς αυτό θα επηρεάσει τις οικονομίες της ευρωπαϊκής περιφέρειας;
Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα βρίσκεται σε δύσκολη θέση. Παρόλα τα αρνητικά επιτόκια και τις απεριόριστες αγορές ομολόγων κάτω από την «ομπρέλα» του PEPP, ο πληθωρισμός είναι ο χαμηλότερος που υπήρξε ποτέ, πολύ χαμηλότερος από ότι ήταν πριν από 6 χρόνια όταν η ΕΚΤ ξεκίνησε το QE. Αυτό οφείλεται σε ένα βαθμό στην ύφεση λόγω πανδημίας, αλλά αποτελεί και δομικό πρόβλημα της ΕΚΤ, καθώς έχει απώλεσει τον στόχο για τον πληθωρισμό εδώ και χρόνια. Σε αυτό το πλαίσιο, ένα ισχυρό ευρώ δεν βοηθά, αλλά δεν υπάρχει και κάτι που να μπορεί να κάνει η ΕΚΤ, καθώς εξαρτάται από το παγκόσμιο περιβάλλον και τους κίνδύνους που ελλοχεύουν σε αυτό αλλά και από τις πολιτικές της Fed. Συνολικά, αναμένουμε κάποια αδυναμία του ευρώ για το υπόλοιπο του έτους, που οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στους κινδύνους που καραδοκούν στις αγορές, καθώς τα κρούσματα κορονοϊού, ιδιαίτερα στην Ευρώπη, συνεχίζουν να αυξάνονται. Για το επόμενο έτος, υποθέτοντας ότι θα υπάρξει ένα ασφαλές εμβόλιο, περιμένουμε ότι το ευρώ θα αρχίσει να προσεγγίζει το ιστορικό μέσο όρο του. Όλα αυτά υποδηλώνουν ότι από τη μία πλευρά το ευρώ είναι απίθανο να ενισχυθεί πολύ περισσότερο δημιουργώντας ισχυρά προβλήματα στο «στρατηγείο» της Φρανκφούρτης, και από την άλλη ότι το ευρώ δεν θα αποδυναμωθεί αρκετά ώστε να αποτελέσει μια λύση στο πρόβλημα του χαμηλού πληθωρισμού.
Οι αμερικανικές εκλογές θα μπορούσαν να εξελιχθούν σε μια πιο στενή «μάχη» από αυτό που αποτυπώνεται στις δημοσκοπήσεις
Οι διεθνείς αγορές δείχνουν πως έχουν σε ένα σημαντικό βαθμό προεξοφλήσει την εύρεση ενός εμβολίου για τον κορονοϊό φτάνοντας σε ιστορικά υψηλά επίπεδα, κόντρα σε ύφεση, ανεργία, πανδημία και Brexit. Θεωρείτε πως απλά οι αγορές δεν μπορούν να πάνε «κόντρα» στις κεντρικές τράπεζες και αυτός είναι ο λόγος που είδαμε τόσο σύντομα να λήγει η bear market στη Wall Street ή υπάρχει κάτι άλλο; Παράλληλα πώς εκτιμάτε ότι θα επηρεάσει το αποτέλεσμα το αμερικανικών εκλογών τις αγορές, καθώς κυριαρχεί η ακραία πόλωση και αυτό ίσως συνεχιστεί και μετά τις κάλπες;
Πράγματι, οι αγορές έχουν αποτιμήσει ένα πολύ θετικό σενάριο. Στα στοιχεία έρευνας που κάναμε αποτυπώνεται ότι οι περισσότεροι επενδυτές αναμένουν σύντομα ένα ασφαλές εμβόλιο και μια ισχυρή ανάκαμψη τύπου V για την παγκόσμια οικονομία το επόμενο έτος. Οι επενδυτές που ενδέχεται να ανησυχούν περισσότερο δεν μπορούν να χάσουν και να αφήσουν το «ράλι», και αυτό γιατί σε ένα σημαντικό βαθμό πίσω από αυτό βρίσκονται οι κεντρικές τράπεζες. Αν και η νομισματική χαλάρωση δικαιολογείται κατά τη διάρκεια της χειρότερης παγκόσμιας κρίσης από τη δεκαετία του 1930, το κόστος αυτών των πολιτικών είναι ότι στρεβλώνουν την αποτίμηση κινδύνου (pricing of risk). Ένα θετικό σενάριο μπορεί να αποδειχθεί, αλλά τι γίνεται εάν διαψευστεί; Χωρίς εμβόλιο, δεν μπορούμε να δούμε ανάκαμψη το επόμενο έτος. Αλλά ακόμη και με ένα εμβόλιο, μπορεί να χρειαστεί χρόνος για να εμβολιαστεί μια ευαίσθητη πληθυσμιακή ομάδα, προκειμένου η παγκόσμια οικονομία να μπορέσει να επιστρέψει σε φυσιολογικά επίπεδα. Από την άλλη οι αμερικανικές εκλογές θα μπορούσαν να αποτελέσουν άλλη μία πήγη αβεβαιότητας που οι αγορές ενδέχεται να υποτιμούν. Θα μπορούσαν να εξελιχθούν σε μια πιο στενή «μάχη» από αυτό που αποτυπώνεται στις δημοσκοπήσεις. Παράλληλα αβεβαιότητα εντοπίζεται και γύρω από την πολιτική που θα ακολουθήσουν οι ΗΠΑ μετά τις εκλογές, ανεξάρτητα από το ποιος θα επικρατήσει. Το δυσθεώρητο αμερικανικό χρέος και οι εμπορικές εντάσεις με τον υπόλοιπο κόσμο είναι δύο προκλήσεις που θα πρέπει να αντιμετωπίσει ο επόμενος πρόεδρος των ΗΠΑ. Επίσης, η θητεία του Τζερόμ Πάουελ στην προεδρία της Fed λήγει στις αρχές του 2022 και το αν και με ποιον θα αντικατασταθεί θα είναι ιδιαίτερα σημαντικό για τις αγορές.