του Δρ. Πλάτωνα Μονοκρούσου, Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος, Hellenic Value Investment Services, Σύμβουλος επενδύσεων Διεθνών Χρηματοοικονομικών Οίκων, Επισκέπτης Καθηγητής, Οικονομικό Πανεπιστήμιο Λονδίνου (LSE)
H βραχυπρόθεσμη δυναμική και η μεσοπρόθεσμη εξέλιξη του ελληνικού δημοσίου χρέους ήταν αναμφίβολα μια από τις κυριότερες, αν όχι η πλέον σημαντική, παράμετρος βάση της οποίας τα επιτελεία των θεσμών (δηλ. η τρόικα των ΕκΤ/ΔΝΤ/Ευρωπαϊκή Επιτροπής) σχεδίασαν τα τρία διαδοχικά προγράμματα προσαρμογής τα χρόνια της ελληνικής κρίσης (2009-2018). Αυτό δεν ήταν κάποιου είδους πρωτοτυπία που εφαρμόστηκε αποκλειστικά στην περίπτωση της χώρας μας. Τόσο στην περίπτωση της Ελλάδας όσο και σε άλλες περίπτωσης χωρών που είτε κήρυξαν επισήμως πτώχευση (ή έφτασαν πολύ κοντά στη στάση πληρωμών) και ετέθη, εκ των πραγμάτων, ζήτημα ελάφρυνσης χρέους, το ΔΝΤ εκλήθη να καταρτίσει ένα πολυετές πλάνο εξέλιξης του δημοσίου (και του εξωτερικού) χρέους για την εκάστοτε χώρα.
Το πλάνο αυτό με την σειρά του καθόρισε και το πλαίσιο βάση του οποίου σχεδιάσθηκαν και οι αναγκαίες πολιτικές δημοσιονομικής και μακροοικονομικής προσαρμογής με στόχο την εκπλήρωση πολυετών στόχων για το δημοσίου (και, συνολικά, για το εξωτερικό) χρέους της χώρας. Υπό μια έννοια, ο εν λόγω σχεδιασμός φαντάζει σαν άσκηση επί χάρτου που έχει πολλά χαρακτηριστικά ανάδρομης οικονομοτεχνικής μελέτης. Για παράδειγμά, εάν σε βάθος 10ετίας κρίνεται αναγκαίο να υποχωρήσει ο λόγος δημοσίου χρέους προς ΑΕΠ προς ένα συγκεκριμένο επίπεδο (ή να σταθεροποιηθεί ο λόγος ακαθάριστων χρηματοδοτικών αναγκών προς ΑΕΠ κάτω από ένα συγκεκριμένο όριο), τότε χρειάζονται άμεση ελάφρυνση/κούρεμα χρέους μεγέθους Χ, δημοσιονομική προσαρμογή μεγέθους Υ, επιτόκια νέου δανεισμού όχι πάνω από Ζ% και ούτω καθεξής. Υπό το πρίσμα αυτό, είναι λογικό να διερωτάται κάποιος πώς είναι δυνατόν τόσο επιθετικά προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής (όπως αυτών που εφαρμόστηκαν στη χώρα μας) να αποτελούν, σε σημαντικό βαθμό, «ασκήσεις επί χάρτου» όταν η ιστορία έχει δείξει ότι οι πολιτικές αυτές μπορεί να έχουν τόσο δραματικές κοινωνικοοικονομικές επιπτώσεις για αυτούς που βρίσκονται στη δυσχερή θέση να τις εφαρμόσουν.
Για να είμαστε ακριβοδίκαιοι, πρέπει να σημειώσουμε τα ακόλουθα: α) οι προτάσεις πολιτικής του ΔΝΤ βασίζονται σε πολυετή πείρα, σχετικές θεωρητικές μελέτες και ένα τεκμηριωμένο εγχειρίδιο του οργανισμού για την αντιμετώπιση δημοσιονομικών κρίσεων που κατά περίπτωση προσαρμόζεται στα ιδιοσυγκρατικα χαρακτηριστικά της εκάστοτε οικονομίας, β) εάν έγιναν (και έγιναν) πολύ σοβαρά λάθη με τις υπέρμετρα υφεσιακές πολιτικές που επιβλήθηκαν στην Ελλάδα, οι ευρωπαίοι εταίροι και οι ευρωπαϊκοί θεσμοί φέρουν εξίσου μεγάλη (αν όχι μεγαλύτερη) ευθύνη από αυτή που πολλές φορές καταλογίζεται μονόπλευρα στο ΔΝΤ, γ) η εμπειρία (και η κοινή λογική) υποδεικνύει ότι σε πολλές περιπτώσεις η πολιτική του εφικτού αποτελεί σημαντικό στοιχείο τέτοιου είδους προγραμμάτων προσαρμογής.
Για παράδειγμα, εκ του καταστατικού του, το ΔΝΤ αποτελεί πρωτεύοντα πιστωτή (senior creditor) που δεν μπορεί να υποβάλλεται σε στάση πληρωμών ή κούρεμα δανείων. Επίσης, η διαγραφή χρέους που επιβάλλεται στους (ή συμφωνείται με) τους ιδιώτες ή/και επίσημους πιστωτές δεν μπορεί εκ των πραγμάτων να υπερβαίνει κάποια συγκεκριμένα επίπεδα. Τέλος, δεν πρέπει να λησμονούμε ότι η κρίση χρέους της Ελλάδος δεν προέκυψε από παρθενογένεση. Για την κρίση αυτή τεράστιες ευθύνες πρέπει να καταλογισθούν στις αλόγιστες πολιτικές που εφαρμόστηκαν και στις γνωστές σε όλους παθογένειες που χαρακτήρισαν το πολιτικό και επιχειρηματικό περιβάλλον της Ελλάδας τα προηγούμενα χρόνια. Πιο ήταν λοιπόν το αποτέλεσμα των ιδιαίτερα σκληρών πολιτικών λιτότητας στα χρόνια της κρίσης; Καταφέραμε ως χώρα να μεταβούμε σε ένα βιώσιμο μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης και κοινωνικής ευημερίας; Ήταν τελικά το υπέρμετρος κοινωνικοοικονομικό κόστος της κρίσης ανάλογο (αν όχι μικρότερο) των όποιων ωφελειών προκύπτουν από την επιτευχθείσα δημοσιονομική και μακροοικονομική προσαρμογή; Εδώ σειρά επιχειρημάτων μπορούν να τεκμηριωθούν από την μια και την άλλη πλευρά αλλά πρακτικοί περιορισμοί δεν επιτρέπουν μια εκτενή παρουσίαση των επιχειρημάτων αυτών στο παρόν άρθρο.
Αυτό που γίνεται όμως όλο και περισσότερο εμφανές στην παρούσα συγκυρία είναι ότι η συνεχιζόμενη κρίση της πανδημίας πέρα από το τεράστιες κοινωνικές και υγειονομικές της επιπτώσεις αποκαλύπτει τις συνεχιζόμενες (και ιδιαίτερα επικίνδυνες) αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας. Μία εξ αυτών αποτελεί το ιδιαίτερα υψηλό δημόσιο χρέος της χώρας. Σύμφωνα με πρόσφατες εκτιμήσεις του ΔΝΤ, o λόγος δημοσίου χρέους προς ΑΕΠ της Ελλάδας αναμένεται φέτος να διαμορφωθεί στο 208,2%, καθιστώντας την χώρα μας την 3η κατά σειρά πιο υπερχρεωμένη χώρα μετά την Ιαπωνία και το Σουδάν. Σημειώνεται εδώ ότι ο λόγος δημοσίου χρέους προς ΑΕΠ της χώρας έκλεισε το 2008 (δηλ. το έτος έναρξης της ελληνικής κρίσης) στο 109,5%. Αν και το βασικό σενάριο του ΔΝΤ προβλέπει ότι ο λόγος αυτός θα αποκλιμακωθεί τα επόμενα έτη (προσεγγίζοντας το 150% το 2030), ένα αρνητικό σοκ της τάξης των 4 ποσοστιαίων μονάδων (κατ’ έτος) στο ρυθμό μεταβολής του ΑΕΠ της χώρας την περίοδο 2021-2022 θα απαγόρευε την προβλεπόμενη αποκλιμάκωση του, με τον λόγο χρέους-ΑΕΠ να παραμένει άνω του 200% το 2023.
Τι πρακτικά σημαίνουν όλα αυτά για μια χώρα όπου το ύψος της εθνικής αποταμίευσης δεν είναι επαρκές να χρηματοδοτήσει της αναγκαίες επενδύσεις για την ουσιαστική επανεκκίνηση της οικονομίας της και την διατήρηση βιώσιμων ρυθμών οικοδομικής μεγέθυνσης τα επόμενα έτη; Πολύ απλά, την αναγκαιότητα διατήρησης «σφικτής» δημοσιονομικής πολιτικής (δηλ. υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων) και την υπέρμετρη εξάρτηση από ξένα κεφάλαια. Πράματι, δεν τίθεται ζήτημα εξυπηρετησιμότητας του ελληνικού δημόσιου χρέους τα αμέσως επόμενα έτη αλλά η μόνη διέξοδος από την «παγίδα χρέους» είναι οι υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης σε βάθος χρόνου. Στο πλαίσιο αυτό, η ορθή αξιοποίηση των υψηλών κονδυλίων που αναμένεται να λάβει η χώρα από τα ταμείο της ΕΕ τα επόμενα έτη αποτελεί ίσως μια τελευταία ευκαιρία για την αποφυγή μιας νέας μεγάλης κρίσης με σοβαρότατο οικονομικό και κοινωνικό κόστος.