Για τις μεγάλες δυσκολίες που αντιμετωπίζει η ομογένεια στην Μαριούπολη κι ευρύτερα στην εμπόλεμη Ουκρανία, μίλησε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Γιάννης Οικονόμου σε συνέντευξη του στο τηλεοπτικό σταθμό «OPEN», καθώς και για τις προσπάθειες που καταβάλει η ελληνική Πολιτεία για την στήριξη τους.
«Οι Έλληνες της Μαριούπολης είναι στην καρδιά της εμπόλεμης ζώνης. Είναι πολύ δύσκολες οι συνθήκες. Παραμένει σε λειτουργία το Προξενείο μας εκεί, επιστρέφει και ο Πρέσβης στην περιοχή. Οι προξενικές μας Αρχές βρίσκονται σε συνεχή επαφή με το ελληνικό στοιχείο. Το Υπουργείο Εξωτερικών καθημερινά έχει επικοινωνία με τις προξενικές μας Αρχές εκεί, παρά το γεγονός ότι οι συνθήκες είναι πάρα πολύ δύσκολες. Ό,τι καλύτερο μπορούμε να κάνουμε για τους ανθρώπους μας εκεί, για όσους από αυτούς θελήσουν να φύγουν», ανέφερε ο εκπρόσωπος, ενώ τόνισε πως «χρειάστηκε συντονισμένη επιχείρηση για την τελευταία απομάκρυνση Ελλήνων πολιτών από τη Μαριούπολη και δόξα τω Θεώ τα πράγματα πήγαν καλά. Είμαστε έτοιμοι ανά πάσα στιγμή, μέσα στο πλαίσιο του εφικτού, διότι μιλάμε για πόλεμο, να κάνουμε αυτά που πρέπει για να προστατέψουμε τους ανθρώπους μας και να τους παράσχουμε όποια συνδρομή οι ίδιοι θελήσουν μέσα σε αυτές τις εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες που αντιμετωπίζουν. Οι συνθήκες δεν είναι καθόλου εύκολες. Κόβεται το ρεύμα. Πολλές φορές δεν υπάρχει επικοινωνία. Περιμένουμε με κάποιες, μικρές γεννήτριες που έχει εκεί το Προξενείο, να αποκατασταθεί η επικοινωνία».
Όσον αφορά στους Έλληνες ναυτικούς ο κ. Οικονόμου τόνισε πως το αρμόδιο Υπουργείο, αλλά και το Υπουργείο Εξωτερικών, βρίσκονται σε συνεχή επικοινωνία.
«Έχουμε καταστήσει προς όλες τις πλευρές σαφείς τις θέσεις μας και τις δικές τους ευθύνες για την ασφάλεια ανθρώπων, που προφανώς, είναι άμαχοι και δεν εμπλέκονται κατά τον οιονδήποτε τρόπο στην εισβολή της Ρωσίας. Αυτήν την ώρα δεν υπάρχει κάποιος κίνδυνος για τους ναυτικούς μας. Καταλαβαίνει κανείς, όμως, ότι όσο πιο κοντά βρίσκεται κάποιος στην εστία του πολέμου, τόσο πιο εύλογη είναι η ανησυχία των συγγενών του, των δικών του ανθρώπων και των ίδιων των ανθρώπων που είναι εκεί».
Για το ζήτημα των ελληνοτουρκικών σχέσεων ο Γιάννης Οικονόμου εξήγησε ότι από την πλευρά της Ελλάδας είναι πάντοτε ανοιχτοί οι δίαυλοι επικοινωνίας, και πως η κυβέρνηση θέλει τις συνομιλίες με την Τουρκία, χωρίς να έχει μεγάλες προσδοκίες.
«Παρακολουθώντας την κλιμάκωση της προκλητικότητας της Τουρκίας το προηγούμενο διάστημα, τη ρητορική της, όλα αυτά αντανακλούν μια νευρικότητα, για διάφορους λόγους της απέναντι πλευράς. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι η Ελλάδα δεν είναι προσηλωμένη σε έναν διάλογο θεσμικό, όπως αυτός γίνεται μέσα κι από τις διερευνητικές επαφές. Ο Έλληνας Πρωθυπουργός είναι πάντοτε έτοιμος να συνομιλήσει με τον Τούρκο Πρόεδρο. Είναι γνωστές και πολύ συγκεκριμένες ποιες είναι οι διαφορές μας και ποιος είναι ο τρόπος αναζήτησης της διευθέτησής τους».
Από εκεί και πέρα, ανέφερε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, πως είναι, επίσης, γνωστό ότι η χώρα έχει με το μέρος της τις διεθνείς Συνθήκες, το Διεθνές Δίκαιο, ισχυρές συμμαχίες και έχει ανεβεί πολλά σκαλοπάτια σε ό,τι αφορά την ενίσχυση του γεωπολιτικού της αποτυπώματος τα δύο τελευταία χρόνια, με τις συμμαχίες και με τις συμφωνίες που έχει συνάψει, με την ενίσχυση της αποτρεπτικής της δύναμης, όχι για να συμπεριφέρεται αλαζονικά ή αναθεωρητικά, αλλά για να είναι απόλυτα ξεκάθαρο παντού ότι θα υπερασπιστεί αποτελεσματικά τα κυριαρχικά της δικαιώματα και τα εθνικά δίκαια και, δεύτερον, ότι η χώρα θέλει να είναι ένας παράγοντας σταθερότητας στο Αιγαίο και στην ΝΑ Μεσόγειο. Το ίδιο αναζητά και από την απέναντι πλευρά, συμπλήρωσε ο κ. Οικονόμου.
«Αυτό που έκανε η χώρα ήταν το ηθικά σωστό, αλλά και το εθνικά επιβεβλημένο. Εθνικά επιβεβλημένο για τη θέση που βρισκόμαστε και για τους κινδύνους και τις απειλές που αντιμετωπίζουμε. Από εκεί και πέρα είναι προφανές ότι η χώρα δικαιούται πλέον, από οποιαδήποτε διάσταση κι αν το δει κανείς -πολιτική, ηθική, ρεαλιστική- αν οποτεδήποτε χρειαστεί αντίστοιχη, ανάλογη στήριξη. Από εκεί και πέρα, η θέση μας σε ό,τι αφορά την αντιμετώπιση της Τουρκίας, των προκλήσεών της, της πολιτικής της, της γενικότερης φιλοσοφίας της, είναι μια θέση που έχει βάθος και διάρκεια.
Η χώρα μας απέναντι στις προκλήσεις της Τουρκίας έχει και νου και γνώση. Mε μεθοδικότητα, με πολύ ουσιαστικό τρόπο, η πολιτική της Κυβέρνησης τα τελευταία χρόνια μας έχει οδηγήσει να μην εγκλωβιζόμαστε σε επώδυνα διλήμματα. Και προς αυτή την κατεύθυνση θα συνεχίσουμε ως παράγοντας ειρήνης και σταθερότητας στην ευρύτερη περιοχή, πρωτοστατώντας και στην καινούργια αρχιτεκτονική της στρατηγικής αυτονομίας της Ευρώπης και βεβαίως πάντα υπερασπιζόμενοι τα κυριαρχικά μας δικαιώματα και τα εθνικά μας δίκαια».
Σχετικά με την στάση της χώρας μας απέναντι στη ρωσική εισβολή ο κ. Οικονόμου ανέφερε: «Βλέπουμε χώρες, οι οποίες ήταν παραδοσιακά ουδέτερες, να έχουν πάρει απέναντι σε αυτό τον αναθεωρητισμό της Ρωσίας, ήδη πολύ καθαρή θέση, όχι μόνο στην καταδίκη στα λόγια, αλλά και σε ό,τι αφορά τη συμμετοχή στη στήριξη του ουκρανικού λαού. Είδαμε τη στήριξη της Γερμανίας, είδαμε την αντίδραση της Σουηδίας. Χωρίς αμφιβολία, αυτή η θέση πρέπει να έχει ανάμεσα στα άλλα και ένα στοιχείο αυτοκριτικής για τον περιορισμένο βαθμό αντίδρασης της Διεθνούς Κοινότητας απέναντι στις προκλήσεις που κατά καιρούς αντιμετωπίζει και η χώρα μας. Οπωσδήποτε, αυτό πρέπει να αλλάξει. Νομίζω και η ίδια η Τουρκία έχει πάρει τα μηνύματα, ότι τέτοιου είδους προσπάθειες αμφισβήτησης διεθνών Συνθηκών και Διεθνούς Δικαίου, δεν περνούν απαρατήρητες και ότι δεν είναι διατεθειμένος ο πολιτισμένος κόσμος, ο δυτικός κόσμος, οι εταίροι μας στην Ε.Ε. και στο ΝΑΤΟ να τους ανεχθούν. Να συμπληρώσω, δε εδώ, ότι τη στιγμή που η χώρα χρειάστηκε τα τελευταία δύο χρόνια τη συνδρομή της Ε.Ε., των εταίρων μας εκεί, και μιλώ για την ασύμμετρη απειλή στον Έβρο, για την απόπειρα εισβολής προσφύγων - μεταναστών τότε, που είχε οργανωθεί από την τουρκική πλευρά, υπήρχε στήριξη από την ευρωπαϊκή πλευρά.
Υπήρξαν αυστηρές προειδοποιήσεις και υπήρξαν, θα σας έλεγα, και συνεννοήσεις που εμπόδισαν, μαζί με την πολύ ισχυρή αποτρεπτική δυνατότητα που έδειξε η χώρα μας τότε, στο να έχουμε επανάληψη τέτοιου είδους φαινομένων. Δεν είναι άσχετα τα όσα ακολούθησαν με τη συμπεριφορά της Ευρώπης, με αφορμή εκείνο το περιστατικό στον Έβρο. Είναι, επίσης, γεγονός ότι και η χώρα μας αναπτύσσει μια πολύ ουσιαστική πολιτική αποτροπής σε ό,τι αφορά το συγκεκριμένο ζήτημα. Βεβαίως, στο θέμα των κυρώσεων, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι εταίροι μας και οι σύμμαχοί μας δεν είχαν συμπεριφερθεί όλο το προηγούμενο διάστημα με την ίδια αποτελεσματικότητα, όπως ορθώς κάνουν τώρα απέναντι στη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Είναι κι αυτό ένα μάθημα, το οποίο νομίζω όλοι πρέπει να έχουν πάρει. Αυτό το μάθημα που έχει πάρει όλος ο κόσμος με αυτή την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, με αυτή την πρωτοφανή κίνηση αναθεώρησης όλων των σταθερών που ξέραμε μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και τον Ψυχρό Πόλεμο, είναι κάτι που, προφανώς, θα μείνει ως παρακαταθήκη, ως πλαίσιο αντίδρασης όλων μας.
Η χώρα έχει, με τη θέση και τη στάση που έχει πάρει, τιμήσει το ρόλο της απέναντι στην ανάγκη για σταθερότητα, για ειρήνη, για Δημοκρατία. Βρίσκεται στο πλευρό των ανθρώπων που τούτη την ώρα κινδυνεύει η ζωή τους, των αμάχων που πηγαίνουν στα καταφύγια για να γλιτώσουν τη ζωή τους, βρίσκεται στο πλευρό του Διεθνούς Δικαίου. Αυτό έπρεπε να κάνει η χώρα και αυτό μπορεί να αξιοποιήσει οποτεδήποτε χρειαστεί, αν βρεθεί σε αντίστοιχη θέση. Όμως, αντιλαμβανόμαστε όλοι ότι ο κόσμος έχει έναν φόβο, μια ανησυχία για την ασφάλεια ευρύτερα, βλέπει στην ήπειρό μας σκηνές πολέμου. Η χώρα δεν βρίσκεται εκεί, δεν είναι αδύναμη, δεν είναι μόνη της, δεν είναι φτερό στον άνεμο και αυτό δεν έχει γίνει στην τύχη. Η Ελλάδα έχει δυναμώσει πάρα πολύ. Έχουν δυναμώσει η οικονομία μας, η εικόνα μας στο εξωτερικό, οι Ένοπλες Δυνάμεις μας. Έχουμε εφαρμόσει μια πολύ συγκροτημένη πολιτική συμμαχιών στη βάση του Διεθνούς Δικαίου, έχουμε οριοθετήσει θαλάσσιες ζώνες, έχουμε σημαντικές διμερείς συμμαχίες και με τη Γαλλία και με τις Η.Π.Α.. Έχουμε τη δυνατότητα και στο πεδίο, στην αποτρεπτική μας ικανότητα να είμαστε αποτελεσματικοί, γιατί αυτό είναι, επίσης, πάρα πολύ σημαντικό».
Στην τοποθέτηση του για τις ανατιμήσεις και τη στήριξη των πολιτών ο κ. Οικονόμου δήλωσε πως «οι στοχευμένες παρεμβάσεις που σχεδιάζει η Κυβέρνηση θα είναι σε τέτοιο επίπεδο που να μπορούν να περιορίσουν, όχι να μηδενίσουν τις πολύ δυσμενείς εξελίξεις και επιρροές που έχει και ο πόλεμος και η ενεργειακή κρίση, στη ζωή της ελληνικής κοινωνίας, των νοικοκυριών, των επιχειρήσεων, των αγροτών και κυρίως των πιο αδύναμων. Οφείλουμε να είμαστε ειλικρινείς απέναντι στον κόσμο. Υπάρχουν δυσκολίες - ενδεχομένως έρχονται ακόμη δυσκολότερα - και δεν υπάρχει εργαλείο ή πολιτική ή Κυβέρνηση στον κόσμο, που να πει ότι θα μηδενίσει τις συνέπειες.
Επειδή, λοιπόν, οι συνθήκες είναι έκτακτες, οφείλουμε δύο πράγματα: Πρώτον, να έχουμε μια σχέση εμπιστοσύνης με τον κόσμο, να μην του λέμε ψέματα, ούτε να του τάζουμε πράγματα που δεν μπορούν να γίνουν. Και δεύτερον, να μην καθόμαστε με σταυρωμένα τα χέρια. Έχει ήδη ξεπεράσει τα δύο δις η στήριξη που δίνουμε για την αναχαίτιση μέρους των ενεργειακών ανατιμήσεων. Και τώρα, όπως και χθες είπε ο Πρωθυπουργός, ερχόμαστε με επιπλέον μέτρα στήριξης, κυρίως στους πιο ευάλωτους. Πολύ σύντομα, εντός του Μαρτίου, θα είμαστε έτοιμοι να πούμε πιο συγκεκριμένα και για το ύψος και για την περίμετρο. Ο Πρωθυπουργός και τα έχει αναγνωρίσει και τα έθιξε χθες και πήγε και βήματα παραπέρα. Αναφέρθηκε στις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν τα νέα ζευγάρια στη στέγαση, είναι πράγματα που δυσκολεύουν τη ζωή τους παραπάνω. Είναι πολιτική στήριξης που έρχεται δίπλα σε μια πολιτική φοροελαφρύνσεων, που με συνέπεια εφαρμόζουμε το τελευταίο διάστημα. Μια πολιτική που οδηγεί σε μια έμμεση αύξηση του εισοδήματος».
Τέλος, αναφορικά με το ΝΑΤΟ ο κ. Οικονόμου ξεκαθάρισε: «Κατ’ αρχάς, δεν υπάρχει καμιά περίπτωση πολεμικής εμπλοκής της χώρας στην εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Καμία περίπτωση. Να το ξεκαθαρίσουμε αυτό, να μην δημιουργούνται συγχύσεις. Από εκεί και πέρα, η συμμετοχή σε μια Συμμαχία έχει συγκεκριμένες υποχρεώσεις και δεσμεύσεις, οι οποίες είναι πάγιες, είτε αυτές αφορούν ασκήσεις και γυμνάσια, είτε αφορούν κρίσεις που αντιμετωπίζει η Συμμαχία σε οποιοδήποτε σημείο του κόσμου. Η Ελλάδα, λοιπόν, εάν της ζητηθεί υποστηρικτικά να στείλει κάποιες δυνάμεις τις οποίες ήδη έχει δεσμεύσει στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ, υπό Νατοϊκή διοίκηση, θα το κάνει στις χώρες που είναι να πάνε. Δηλαδή, υποστηρικτικά στη Ρουμανία ή στη Βουλγαρία. Πάντοτε λέω υποστηρικτικά. Αυτό δεν είναι κάτι καινούργιο. Είναι υποχρεώσεις που αναλαμβάνει κανείς όταν συμμετέχει σε μία Ένωση ή Διεθνή Οργανισμό. Προφανώς, όταν συμβαίνει σε καιρούς ήρεμους, καταλαβαίνει κανείς ότι θα συμβαίνει και σε καιρούς που υπάρχουν εντάσεις. Δεν σημαίνει αυτό ότι θα πολεμήσουν Έλληνες στρατιώτες ή θα πάνε ελληνικά ελικόπτερα, αεροπλάνα ή οτιδήποτε άλλο στο μέτωπο του πολέμου».