Η οργή που προκλήθηκε από την προσπάθεια της Τουρκίας να εμποδίσει την ένταξη της Φινλανδίας και της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ είναι κατανοητή. Ωστόσο, όπως αναφέρει ο Ρόμπερτ Έλλις σε ανάλυσή του που μεταδίδει η Ahval, δεν είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει αυτό. Το 2009, η Τουρκία προσπάθησε να εμποδίσει τον διορισμό του Δανού πρωθυπουργού Άντερς Φογκ Ράσμουσεν ως γενικού γραμματέα του ΝΑΤΟ λόγω του ρόλου του στην κρίση που είχε προκληθεί από τη δημοσίευση σκίτσων του προφήτη Μωάμεθ το 2005.
Το 2019, η Τουρκία απείλησε να ακυρώσει τα σχέδια του ΝΑΤΟ για την άμυνα της Πολωνίας και των χωρών της Βαλτικής, εκτός εάν χαρακτήριζε τις Συριακές Δημοκρατικές Δυνάμεις (SDF) υπό την ηγεσία των Κούρδων ως τρομοκράτες. Τώρα, ο Τούρκος πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν ισχυρίζεται ότι η Φινλανδία και η Σουηδία είναι χώρες που «φιλοξενούν τρομοκρατικές οργανώσεις».
Ο επικεφαλής σύμβουλος εξωτερικής πολιτικής και εκπρόσωπος του Τούρκου προέδρου, ο Ιμπραήμ Καλίν, έχει επίσης ανάγει το θέμα σε ζήτημα εθνικής ασφάλειας.
Η αντιπαράθεση που έχει προκύψει, φυσικά, εγείρει το ερώτημα τι θέλει η Τουρκία για να μπορέσει να συναινέσει στην ένταξη των δύο χωρών στη Συμμαχία, χωρίς να απολέσει τα προσχήματα που έχει θέσει. Ή μάλλον, τι είναι αυτό που είναι διατεθειμένος να δεχτεί ο Ερντογάν, για το οποίο, με την Τουρκία ως μέλος του ΝΑΤΟ, είναι ένα στοίχημα υψηλού διακυβεύματος.
Αντιμέτωπος τόσο με τις βουλευτικές όσο και τις προεδρικές εκλογές του επόμενου έτους, ο πρόεδρος της Τουρκίας κάθεται σε μια πυριτιδαποθήκη: Την οικονομία. Και όποια κίνηση κι αν κάνει, για παράδειγμα, στην εξωτερική πολιτική, μπορεί να έχει αρνητικό αποτέλεσμα. Τα ακαθάριστα συναλλαγματικά αποθέματα της κεντρικής τράπεζας έχουν ενισχυθεί από συμφωνίες ανταλλαγής νομισμάτων με τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, τη Νότια Κορέα και άλλες χώρες, αλλά στην πραγματικότητα η κίνηση δεν έφερε τα προσδοκώμενα αποτελέσματα.
Την περίοδο 2019-2020, η κεντρική τράπεζα «έκαψε» 128 δισ. δολάρια σε αποθεματικά για να στηρίξει τη λίρα, ενώ παράλληλα η Τουρκία έχει 124 δισ. δολάρια βραχυπρόθεσμο χρέος, επομένως οι προοπτικές είναι δυσοίωνες. Η τουρκική λίρα είναι το τρίτο νόμισμα με τις χειρότερες επιδόσεις στον κόσμο φέτος, μετά τη ρουπία της Σρι Λάνκα και το σέντι της Γκάνας, και οι αντιρρήσεις του Ερντογάν για την ένταξη της Φινλανδίας και της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ έχουν ρίξει πάνω από 2% από την αξία της μέσα σε μια εβδομάδα.
Σύμφωνα με τον Έλλις, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Ερντογάν εκμεταλλεύεται την «ενοχλητική» (για τη Δύση) αξία της Τουρκίας, αλλά τι ελπίζει να κερδίσει;
Δεν έχει θέση
Σύμφωνα με τον Μάικλ Ρούμπιν, ανώτερο συνεργάτη στο American Enterprise Institute (AEI), αναζητά μια «δωροδοκία». Και αυτή δεν είναι άλλη από τα F-16 που ζητά η Άγκυρα από την Ουάσινγκτον. Στην ανάλυση του, ο Ρούμπιν τονίζει ότι η Δύση οφείλει να μην προχωρήσει στη «δωροδοκία», καθώς έτσι θα νομιμοποιήσει τις τακτικές του Ερντογάν. Μάλιστα πηγαίνει και ένα βήμα παρακάτω, αφού σε άρθρο του στην Washington Post καλεί σε αποβολή της Τουρκίας από το ΝΑΤΟ, αναλύοντας τους λόγους που η Άγκυρα δεν έχει θέση στη Συμμαχία.
Στο ίδιο μήκος κύματος και ο Ντάνιελ Πάιπς, πρόεδρος του Φόρουμ Μέσης Ανατολής, καθώς αποκαλεί τη στάση της Τουρκίας «εκβιασμό». Όπως ανέφερε χαρακτηριστικά, εμμέσως πλην σαφώς η Τουρκία λέει στις ΗΠΑ «δώστε μας αυτό που θέλουμε, για να σας δώσουμε αυτό που θέλετε». Σύμφωνα με τον Πάιπς, είναι ώρα η Τουρκία να αποβληθεί από το ΝΑΤΟ. «Ας πάει με τη Ρωσία, ας πάει με την Κίνα», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Όπως κατέστησε σαφές ο Νέιτ Σένκαν πριν από πέντε χρόνια- ο διευθυντής του ινστιτούτου για τη Δημοκρατία Freedom House με έδρα την Ουάσινγκτον- η ομηρεία είναι χαρακτηριστικό της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής. Τότε ήταν ο Αμερικανός ευαγγελικός πάστορας Άντριου Μπράνσον που κρατήθηκε, για να χρησιμοποιηθεί ως αντάλλαγμα για τον Τούρκο ιμάμη Φετουλάχ Γκιουλέν, ο οποίος κατηγορείται από την τουρκική κυβέρνηση ότι ήταν ο υποκινητής της απόπειρας πραξικοπήματος τον Ιούλιο του 2016.
Όπως εξήγησε τότε ο Ερντογάν στις Ηνωμένες Πολιτείες: «Έχετε έναν άλλο πάστορα στα χέρια σας (σσ. τον Γκιουλέν). Δώστε μας αυτόν τον πάστορα και θα κάνουμε ό,τι μπορούμε με την τουρκική δικαιοσύνη για να σας δώσουμε τον δικό σας».
Με το ένα μάτι στραμμένο στους Ευαγγελικούς, η αντίδραση του Προέδρου Ντόναλντ Τραμπ ήταν ακλόνητη. Επιβλήθηκαν κυρώσεις σε δύο κορυφαίους Τούρκους υπουργούς, με αποτέλεσμα η τουρκική λίρα και το 10ετές ομόλογο αναφοράς να φτάσουν σε ιστορικό χαμηλό. Εκείνο το έτος, η λίρα που ήταν ήδη δεχόταν πιέσεις, έπεσε σχεδόν 40% έναντι του δολαρίου. Συνέπεια των αμερικανικών πιέσεων ήταν ο πάστορας Μπράνσον να αφεθεί ελεύθερος.
Ο πρεσβευτής Έρικ Έντελμαν (υπηρέτησε στην Άγκυρα επί προεδρίας Μπους του νεότερου), σύμβουλος στο Εβραϊκό Ινστιτούτο Εθνικής Ασφάλειας της Αμερικής (JINSA), θεωρεί ότι ο Ερντογάν επιδιώκει να ενισχύσει τη θέση του στο εσωτερικό, αναζητώντας παράλληλα μοχλό πίεσης τόσο με τη Δύση, όσο και με τη Ρωσία.
Κατά την άποψη του Έντελμαν, η Τουρκία παραμένει ένας απρόβλεπτος και αναξιόπιστος σύμμαχος σε μια κρίσιμη γεωστρατηγική τοποθεσία. Αυτό επιβεβαιώνεται από έκθεση του Clingendael (του Ολλανδικού Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων), η οποία δεν προμηνύει καλά νέα για την προοπτική σταθερότητας στην Ανατολική Μεσόγειο, καθώς εστιάζει στις τουρκικές γεωπολιτικές βλέψεις στην Κύπρο.
Αναφορικά με τον ισχυρισμό του Ερντογάν ότι η Φινλανδία και η Σουηδία λειτουργούν ως «ξενώνες» για τρομοκρατικές οργανώσεις, υπάρχει μια πρόσθετη διάσταση. Σύμφωνα με τη σουηδική εφημερίδα Expressen και τον αρχισυντάκτη της Ahval, Yavuz Baydar, το τουρκικό Υπουργείο Εξωτερικών υπέβαλε κατάλογο με 21 Τούρκους αντιφρονούντες που έχουν καταφύγει στη Σουηδία και τους οποίους η Τουρκία θα ήθελε να εκδοθούν. Υπάρχει επίσης ένας αριθμός ατόμων των οποίων η έκδοση έχει ζητηθεί από τη Φινλανδία.
Δεδομένης της στάσης της Σουηδίας για τα ανθρώπινα δικαιώματα, θεωρείται απίθανο να ικανοποιηθούν οι τουρκικές απαιτήσεις.
«Δεν είμαστε έμποροι χαλιών»
Στο παρελθόν, σε μια σύνοδο κορυφής της ΕΕ τον Δεκέμβριο του 2004, η συμφωνία για την ημερομηνία έναρξης της ενταξιακής διαδικασίας της Τουρκίας σχεδόν εκτροχιάστηκε όταν ο Ερντογάν, τότε πρωθυπουργός, αρνήθηκε να αναγνωρίσει την Κύπρο. Αγανακτισμένος ο υπουργός Εξωτερικών του Λουξεμβούργου, Ζαν Άσελμπορν, αναφώνησε: «Δεν είμαστε έμποροι χαλιών εδώ στην Ευρώπη».
Ο Henri Barkey, ανώτερος συνεργάτης στο Council on Foreign Relations, πιστεύει ότι ο Ερντογάν θα υποχωρήσει κάτω από τεράστιες πιέσεις και θα αποδεχτεί ορισμένες παραχωρήσεις που θα σώσουν τα προσχήματα.
Ωστόσο, καταλήγει ο Έλλις, ας μην έχουμε την παραμικρή αμφιβολία ότι ο Ερντογάν επέστρεψε στο «μεγάλο παζάρι». Μένει να δούμε πώς θα εξελιχθεί.
Επιμέλεια Τέρρυ Μαυρίδης