H αποχή μπορεί να αναδειχθεί, όντως, σε πρώτο κόμμα στην ιταλική εκλογική αναμέτρηση. Σύμφωνα με πολλές εκτιμήσεις των δημοσκόπων, θα μπορούσε ακόμη και να αγγίξει το 38%. Αιτία, το ότι πολλοί Ιταλοί δεν κατάλαβαν για ποιο λόγο προκλήθηκε η πτώση της κυβέρνησης Ντράγκι, αλλά και το ότι η προεκλογική περίοδος, μέσα στο καλοκαίρι, δεν προκάλεσε έντονο ενδιαφέρον. Δεν βοηθούν και οι κακές καιρικές συνθήκες που επικρατούν την Κυριακή σε πολλές περιφέρειες της χώρας. Παράλληλα, υπολογίζεται ότι περίπου ένας στους πέντε ψηφοφόρους, αποφασίζει ποια πολιτική δύναμη θέλει να στηρίξει την τελευταία στιγμή, κυριολεκτικά βγαίνοντας από το σπίτι για να πάει στο εκλογικό τμήμα.
Σύμφωνα με την γενικότερη εκτίμηση “φαβορί” είναι η συντηρητική συμμαχία της Λέγκα, της Φόρτσα Ιταλία και των Αδελφών της Ιταλίας. Αυτό που θα πρέπει να διαπιστωθεί, είναι αν η ιταλική Δεξιά και «βαθιά Δεξιά», θα καταφέρει να εξασφαλίσει την απόλυτη πλειοψηφία τόσο στην Βουλή, όσο και στην Γερουσία. Στην δεύτερη, μπορεί να είναι πιο δύσκολο.
Συνωστισμός για τη Μελόνι
Η ακροδεξιά Τζόρτζια Μελόνι είχε ανακοινώσει ότι θα ψηφίσει το πρωί της Κυριακής, αλλά το ανέβαλε για τις 10 το βράδυ, διότι, όπως έγινε γνωστό, στο σχολείο της Ρώμης στο οποίο έπρεπε να μεταβεί υπήρχε συνωστισμός δημοσιογράφων και φωτογράφων. Ο πρόεδρος της Δημοκρατίας Σέρτζιο Ματαρέλα και οι περισσότεροι πολιτικοί ηγέτες, πήγαν στις κάλπες νωρίς, για να στείλουν και ένα μήνυμα υπέρ της συμμετοχής των πολιτών.
Το Σάββατο και την Κυριακή η Λέγκα και τα Αδέλφια της Ιταλίας έσπασαν την καθιερωμένη προεκλογική σιωπή. Με έκκληση προς τους ψηφοφόρους να εκφράσουν την προτίμησή τους, αλλά και κατηγορώντας το κεντροαριστερό Δημοκρατικό Κόμμα ότι, στην τελευταία του συγκέντρωση, υπήρχαν κόκκινες σημαίες με το σύμβολο του σφυροδρέπανου. Οι «Δημοκρατικοί» αποφάσισαν να μην απαντήσουν.
Τώρα όλοι περιμένουν την καταμέτρηση των ψήφων, η οποία θα διαρκέσει μέχρι το πρωί της Δευτέρας, να καταλάβουν αν η Ιταλία θα γυρίσει όντως σελίδα. Με νέες, και ίσως επισφαλείς ισορροπίες στις σχέσεις με την Ευρώπη, την Ουάσιγκτον, αλλά και σε ό,τι αφορά τον σεβασμό των κοινωνικών και ατομικών δικαιωμάτων.
Πηγή: Deutsche Welle