Με τα μάτια του όλου κόσμου στραμμένα στους συνεχιζόμενους πολέμους στην Ουκρανία και τη Γάζα, ένας άνευ προηγουμένου αριθμός δυνητικά «καταστροφικών» συγκρούσεων βρίσκεται στο ραντάρ, προειδοποιούν οι αναλυτές.
Η Διεθνής Επιτροπή Διάσωσης (IRC) δημοσίευσε νωρίτερα αυτόν τον μήνα τη λίστα εποπτείας έκτακτης ανάγκης για το 2024, καταγράφοντας τις 20 χώρες που διατρέχουν τον μεγαλύτερο κίνδυνο επιδείνωσης της ασφάλειας τους. Σε αριθμούς, αυτές οι χώρες αντιπροσωπεύουν περίπου το 10% του παγκόσμιου πληθυσμού αλλά περίπου το 70% των εκτοπισθέντων, μαζί με περίπου το 86% των παγκόσμιων ανθρωπιστικών αναγκών.
Σύμφωνα με υπολογισμούς του ΟΗΕ τον περασμένο Οκτώβριο, πάνω από 114 εκατομμύρια άνθρωποι εκτοπίστηκαν λόγω πολέμου και συγκρούσεων σε όλο τον κόσμο. Το ποσοστό αυτό είναι πλέον πιθανότατα υψηλότερο.
Σύμφωνα με το CNBC, o Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος του IRC, Ντέιβιντ Μίλιμπαντ, δήλωσε ότι για πολλούς από τους ανθρώπους που εξυπηρετεί ο οργανισμός του, αυτή είναι η «χειρότερη εποχή», καθώς η έκθεση στον κλιματικό κίνδυνο, η ατιμωρησία σε έναν συνεχώς αυξανόμενο αριθμό συγκρούσεων και το αυξανόμενο δημόσιο χρέος συγκρούονται με τη «μείωση διεθνούς υποστήριξης».
«Στα πρωτοσέλιδα σήμερα κυριαρχεί δικαίως η κρίση στη Γάζα. Υπάρχει καλός λόγος για αυτό - αυτή τη στιγμή είναι το πιο επικίνδυνο μέρος στον κόσμο», ανέφερε ο Μίλιμπαντ.
«Αλλά η λίστα παρακολούθησης είναι μια ζωτική υπενθύμιση ότι και άλλα μέρη του κόσμου φλέγονται επίσης, για δομικούς λόγους που σχετίζονται με τις συγκρούσεις, το κλίμα και την οικονομία. Πρέπει να είμαστε σε θέση να αντιμετωπίσουμε περισσότερες από μία κρίσεις ταυτόχρονα», πρόσθεσε ο επικεφαλής του IRC.
Η Ιζαμπέλ Αραντόν, διευθύντρια έρευνας στο International Crisis Group, δήλωσε στο CNBC ότι οι θάνατοι από συγκρούσεις παγκοσμίως είναι στο υψηλότερο επίπεδο από το 2000.
«Όλες οι «κόκκινες σημαίες» είναι εκεί, και επιπλέον, υπάρχει έλλειψη μέσων για την επίλυση των συγκρούσεων. Υπάρχει μεγάλος γεωπολιτικός ανταγωνισμός και λιγότερη όρεξη για επίλυση αυτών των θανατηφόρων συγκρούσεων», πρόσθεσε.
Σουδάν
Το νούμερο ένα στη λίστα παρακολούθησης του IRC είναι το Σουδάν, όπου ξέσπασαν μάχες τον Απρίλιο του 2023 μεταξύ των δύο στρατιωτικών φατριών της χώρας και οι ειρηνευτικές συνομιλίες στη Σαουδική Αραβία με διεθνή μεσολάβηση δεν έδωσαν λύση.
Η σύγκρουση έχει πλέον επεκταθεί σε «πόλεμο μεγάλης κλίμακας» που συγκεντρώνει «ελάχιστη» διεθνή προσοχή και θέτει σοβαρό κίνδυνο να διαχυθεί περιφερειακά, ανέφερε το IRC, με 25 εκατομμύρια ανθρώπους σε επείγουσα ανθρωπιστική ανάγκη και 6 εκατομμύρια εκτοπισμένους.
Οι Δυνάμεις Ταχείας Υποστήριξης (RSF) - με επικεφαλής τον στρατηγό Μοχάμεντ Χαμντάν Νταγκάλο (γνωστός ως Χεμένττι) που φέρεται να υποστηρίζονται από τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και τον Λίβυο πολέμαρχο Χαλίφα Χάφταρ - επέκτειναν το πεδίο δράσης τους από το επίκεντρο της σύγκρουσης στην πρωτεύουσα Χαρτούμ, ως τις δυτικές περιοχές του Νταρφούρ όπου σύμφωνα με μαρτυρίες προέβησαν σε θηριωδίες.
Οι RSF φέρονται να μετέφεραν τη δράση τους στο κεντρικό Σουδάν για πρώτη φορά τις τελευταίες ημέρες, προκαλώντας περαιτέρω μαζικές εξόδους ανθρώπων από περιοχές που προηγουμένως κατείχαν οι Σουδανικές Ένοπλες Δυνάμεις.
Η Αραντόν του ICG δήλωσε στο CNBC ότι παράλληλα με τον συνεχιζόμενο κίνδυνο για περαιτέρω μαζικές θηριωδίες στο Νταρφούρ, υπάρχει η πιθανότητα μιας «ολικής εθνοτικής σύγκρουσης» καθώς προσελκύονται περισσότερες ένοπλες ομάδες στην περιοχή.
«Οι ειρηνευτικές πρωτοβουλίες είναι πολύ περιορισμένες αυτή τη στιγμή. Σαφώς, σε παγκόσμιο επίπεδο, υπάρχει πολλή απόσπαση της προσοχής από άλλα γεγονότα, και έτσι η κατάσταση στο Σουδάν είναι μια περίπτωση όπου δεν νομίζω ότι υπάρχει αρκετή σοβαρή δέσμευση αυτή τη στιγμή, σε υψηλό επίπεδο για διαπραγματεύσεις κατάπαυσης του πυρός, και επομένως πρέπει να υπάρξει μεγαλύτερη ώθηση προς αυτή την κατεύθυνση», ανέφερε.
Η ροή των προσφύγων στο γειτονικό Νότιο Σουδάν και την Αιθιοπία, οι οποίες πλήττονται από τις εσωτερικές συγκρούσεις, τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής και τις ακραίες οικονομικές δυσκολίες, ενισχύουν τους κινδύνους διάχυσης της σύγκρουσης, πιστεύουν οι αναλυτές.
Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, Ρουάντα
Οι χαοτικές εκλογές της περασμένης εβδομάδας στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, σηματοδότησαν την έναρξη ενός νέου εκλογικού κύκλου που θα συνεχιστεί έως το 2024 σε ένα εύθραυστο σκηνικό.
Η ψηφοφορία αμαυρώθηκε από μεγάλες καθυστερήσεις στα εκλογικά τμήματα, με μερικά να μην ανοίγουν όλη την ημέρα των εκλογών, με την ψηφοφορία να παρατείνεται σε ορισμένες περιοχές της τεράστιας πλούσιας σε ορυκτά χώρας, με τα 44 εκατομμύρια εγγεγραμμένους ψηφοφόρους.
Αρκετοί υποψήφιοι της αντιπολίτευσης ζήτησαν την ακύρωση των εκλογών, ενώ η προεκλογική περίοδος χαρακτηρίστηκε από βία, καθώς 18 υποψήφιοι αμφισβήτησαν τον νυν Πρόεδρο Φέλιξ Τσισεκέντι.
Μερικά προκαταρκτικά αποτελέσματα δείχνουν ότι ο Τσισεκέντι έχει αποκτήσει προβάδισμα στις εκλογές, αλλά η κυβέρνηση απαγόρευσε την Τρίτη τις διαδηλώσεις κατά των εκλογών που ζητήθηκαν από πέντε υποψήφιους της αντιπολίτευσης.
Η πολιτική αναταραχή έρχεται εν μέσω συνεχιζόμενων ένοπλων συγκρούσεων στα ανατολικά της χώρας και της εκτεταμένης φτώχειας, την ώρα που η ΛΔΚ πρέπει να διεξάγει περιφερειακές εκλογές στις αρχές του επόμενου έτους.
Η πιθανή παρατεταμένη αμφισβήτηση των εκλογικών αποτελεσμάτων, που οφείλεται σε μακροχρόνιες υποψίες της κατακερματισμένης αντιπολίτευσης του Τσισεκέντι για την ανεξαρτησία της εκλογικής επιτροπής, θα μπορούσε να πυροδοτήσει περαιτέρω σύγκρουση με επιπτώσεις στην ευρύτερη περιοχή, θεωρούν οι αναλυτές.
«Ανησυχούμε πολύ για τον κίνδυνο μιας σοβαρής κρίσης. Είδαμε ήδη από το 2018 πώς η αμφισβήτηση της ψηφοφορίας ήταν ένα μεγάλο πρόβλημα, αλλά τώρα έχουμε πάνω από αυτήν τους αντάρτες της οργάνωσης Μ23, που υποστηρίζονται από τη Ρουάντα, οι οποίοι εντείνουν τις μάχες και πλησιάζουν πολύ στην πόλη της Γκόμα», εξήγησε η Αραντόν.
Αντάρτες M23 επανεμφανίστηκαν στην επαρχία του Βόρειου Κίβου στην ανατολική ΛΔΚ τον Νοέμβριο του 2021 και έχουν κατηγορηθεί από ομάδες ανθρωπίνων δικαιωμάτων για πολλαπλά προφανή εγκλήματα πολέμου από τα τέλη του 2022 καθώς επέκτειναν την δράση τους.
Η γειτονική Ρουάντα φέρεται να έχει αναπτύξει στρατεύματα στο ανατολικό Κονγκό για να παράσχει άμεση στρατιωτική υποστήριξη στο M23, πυροδοτώντας εντάσεις μεταξύ Κιγκάλι και Κινσάσα και ωθώντας τον Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ Αντόνιο Γκουτέρες να εκφράσει επανειλημμένα ανησυχία για τον κίνδυνο μιας «άμεσης αντιπαράθεσης».
Ο συνδυασμός ενός κατακερματισμένου και δύσπιστου πολιτικού σκηνικού, μιας συνεχιζόμενης ένοπλης εξέγερσης και των ακραίων κοινωνικοοικονομικών πιέσεων, καθιστούν την περιοχή γόνιμο έδαφος για συγκρούσεις το επόμενο έτος.
Η Αραντόν περιέγραψε την κατάσταση στη ΛΔΚ- καθώς και σε άλλες ενεργές και πιθανές ζώνες συγκρούσεων σε όλο τον κόσμο - ως «καταστροφική». Όπως ανέφερε, στη ΛΚΔ αυτή τη στιγμή υπάρχουν έξι εκατ. εκτοπισμένοι. «Δεν έχουμε δει ποτέ τόσους πολλούς ανθρώπους να μετακινούνται παγκοσμίως, κυρίως λόγω συγκρούσεων. Δεν είναι μόνο άνθρωποι εν κινήσει, είναι το γεγονός ότι συχνά οι άμαχοι πληθυσμοί ζουν δίπλα-δίπλα με ένοπλες ομάδες, και αυτό συμβαίνει στη Μιανμάρ, αυτό συμβαίνει στα ανατολικά της ΛΔΚ, στο Σουδάν και στο Νταρφούρ», πρόσθεσε.
Μιανμάρ
Ο εμφύλιος πόλεμος στη Μιανμάρ βρίσκεται σε εξέλιξη ύστερα από το στρατιωτικό πραξικόπημα του Φεβρουαρίου του 2021 και η επακόλουθη βίαιη καταστολή των διαδηλώσεων κατά του πραξικοπήματος, προκάλεσε μια κλιμάκωση μακροχρόνιων εξεγέρσεων από εθνοτικές ένοπλες ομάδες σε όλη τη χώρα.
Οι κυβερνητικές δυνάμεις έχουν κατηγορηθεί για αδιάκριτους βομβαρδισμούς και τόσο το IRC όσο και το IGC φοβούνται ότι οι αυτές οι τακτικές μπορεί να ενισχυθούν το 2024, καθώς εθνοτικές ένοπλες ομάδες και δυνάμεις αντίστασης έχουν σημειώσει σημαντικά κέρδη στο βόρειο τμήμα της χώρας.
Ο στρατός αντιμετωπίζει επί του παρόντος προκλήσεις από μια συμμαχία τριών εθνοτικών ένοπλων ομάδων στο βόρειο κρατίδιο Shan, μαζί με μία από τις μεγαλύτερες ένοπλες ομάδες της χώρας στη βορειοδυτική περιοχή Sagaing και μικρότερες δυνάμεις αντίστασης στην πολιτεία Kayah, στην πολιτεία Rakhine και κατά μήκος των ινδικών συνόρων στην δυτικά.
«Για πρώτη φορά εδώ και δεκαετίες, ο στρατός θα πρέπει να πολεμήσει πολλούς, αποφασισμένους και καλά οπλισμένους αντιπάλους ταυτόχρονα σε πολλά μέτωπα. Πιθανώς να πολλαπλασιάσει τις βάναυσες προσπάθειες για την αντιστροφή της κατάστασης στο πεδίο της μάχης, συμπεριλαμβανομένων των τακτικών της καμένης γης και των αδιάκριτων βομβαρδισμών», εκτιμά η IGC στην έκθεσή της για τις παγκόσμιες κρίσεις.
Το Σαχέλ...
Οι χώρες σε όλο το Σαχέλ (την υποσαχάρια Αφρική) έχουν βιώσει μια σειρά από στρατιωτικά πραξικοπήματα τα τελευταία δύο χρόνια, εν μέρει ως απάντηση στην αυξημένη αστάθεια καθώς οι κυβερνήσεις αγωνίζονται να αντιμετωπίσουν τις εξεγέρσεις ισλαμιστών μαχητών που εξαπλώνονται σε όλη την περιοχή.
Το Σαχέλ περιλαμβάνει την ημίξηρη ζώνη της βόρειας κεντρικής Αφρικής μεταξύ της ερήμου Σαχάρας και των περιοχών της σαβάνας και περιλαμβάνει την Μπουρκίνα Φάσο, το Καμερούν, το Τσαντ, την Γκάμπια, τη Γουινέα, τη Μαυριτανία, το Μάλι, τον Νίγηρα, τη Νιγηρία και τη Σενεγάλη.
Το Μάλι, ο Νίγηρας, η Μπουρκίνα Φάσο, η Γουινέα και το Τσαντ έχουν υποστεί πραξικοπήματα και σοβαρή αστάθεια τα τελευταία τρία χρόνια. Η Αραντόν της IGC ανέφερε ότι τα ζητήματα ασφαλείας είχαν εμβαθυνθεί από τις επιπτώσεις που προκάλεσε ο εμφύλιος πόλεμος στη Λιβύη, που οδήγησε τεράστιες ποσότητες όπλων προς τα νότια, για να τροφοδοτήσουν ένοπλες ομάδες σε χώρες με μεγάλα ποσοστά του πληθυσμού τους σε «περιφέρειες που αισθάνθηκαν παραμελημένες» από τις κυβερνήσεις τους.
«Έτσι, αυτό το γενικό πλαίσιο ασφάλειας των πληθυσμών που αισθάνονται παραμελημένοι, καθώς και η εύκολη πρόσβαση σε όπλα, έχει πράγματι δημιουργήσει έναν αυξανόμενο κίνδυνο ασφάλειας στην περιοχή του Σαχέλ, την ώρα που η δυσαρέσκεια σε αυτούς τους πληθυσμούς έχει αυξηθεί», πρόσθεσε η Αραντόν.
...και πολλοί άλλοι
Παράλληλα με αυτά, η έκθεση της ICG καταλήγει αναφέροντας επίσης σοβαρές ανησυχίες για πιθανά ξεσπάσματα ένοπλων συγκρούσεων στην Αϊτή, τη Γουατεμάλα, την Αιθιοπία και το Καμερούν, μαζί με τον καλά τεκμηριωμένο κίνδυνο εισβολής της Κίνας στην Ταϊβάν και τις παγκόσμιες γεωπολιτικές της επιπτώσεις.