Μπορεί το φαινόμενο του brain drain να έχει υποχωρήσει, αλλά οι Έλληνες δεν απορρίπτουν το ενδεχόμενο της μετανάστευσης ακόμα και σήμερα. Με αφορμή έρευνα του Jobseeker για τις χώρες που αποτελούν τους δημοφιλέστερους προορισμούς των παγκόσμιων ταλέντων, εξετάζουμε τις ελληνικές μεταναστευτικές ροές του παρελθόντος και τις τάσεις του παρόντος.
Αναλύοντας δεδομένα κοινωνικών τάσεων, οι ειδικοί καριέρας του Jobseeker διερεύνησαν την πρόθεση μετακίνησης ταλέντων από κάθε μέρος της Γης προς 30 ανεπτυγμένες χώρες με ισχυρή αγορά εργασίας. Στόχος της μελέτης τους, να ανακαλύψουν ποιοι ελκυστικοί προορισμοί πρωταγωνιστούν στις προτιμήσεις του παγκόσμιου εργατικού δυναμικού.
Η έρευνά τους έδειξε ότι το μέρος που εξεταζόταν πιο συχνά για μετεγκατάσταση το 2024 ήταν ο Καναδάς, με αμέσως επόμενη στη σειρά προτίμησης την Αυστραλία. Στην τρίτη θέση ισοβάθμησαν δύο χώρες: οι ΗΠΑ και η Ελβετία.
Αν και η λίστα προέκυψε με βάση παγκόσμια δεδομένα, και οι τέσσερις αυτές χώρες έχουν συγκεντρώσει, σε διαφορετικές χρονικές περιόδους, το ενδιαφέρον των Ελλήνων που αναζήτησαν -ή σκέφτονται να αναζητήσουν- καλύτερη τύχη στο εξωτερικό.
Οι μεταναστευτικές ροές των Ελλήνων
Η ιστορία του ελληνικού κράτους έχει ήδη καταγράψει τρία σημαντικά μεταναστατευτικά κύματα, ποιοτικά χαρακτηριστικά των οποίων ανέλυσε σε έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδας η Σοφία Λαζαρέτου, οικονομολόγος και ερευνήτρια της Διεύθυνσης Οικονομικής Ανάλυσης και Μελετών.
Το πρώτο κύμα (1903-1917) αφορούσε κυρίως αγρότες και ανειδίκευτους εργάτες χαμηλού μορφωτικού επιπέδου, στην πλειονότητά τους 15-44 ετών, οι οποίοι κατευθύνθηκαν σε υπερπόντιες οικονομίες, για να απασχοληθούν σε μεγάλο βαθμό ως υπηρέτες ή εργάτες. Οι βασικοί προορισμοί τους ήταν οι ΗΠΑ, η Αυστραλία, ο Καναδάς, η Βραζιλία και η Νότια Αφρική.
Κατά το δεύτερο (1960-1972), έφυγαν κυρίως νέοι ηλικίας 20-34 ετών, οι οποίοι δήλωναν χειρωνάκτες ή ανεπάγγελτοι, με τους 6 στους 10 να μετακινούνται στη Γερμανία και στο Βέλγιο για να απασχοληθούν ως βιομηχανικοί εργάτες.
Το τρίτο εντοπίζεται στο πρώτο μισό της περασμένης δεκαετίας και διαφοροποιείται αισθητά από τα προηγούμενα. Ο λόγος που η μαζική μετανάστευση Ελλήνων μετά το 2010 αποκαλείται «brain drain» είναι γιατί αφορούσε μορφωμένους και ταλαντούχους επαγγελματίες, στην πλειονότητά τους 25-44 ετών.
Αν και η Γερμανία ήταν η βασική χώρα υποδοχής Ελλήνων και κατ’ αυτό το κύμα, οι συμπατριώτες μας στράφηκαν επίσης σε νέους προορισμούς, όπως το Ηνωμένο Βασίλειο, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, η Ολλανδία, η Ελβετία και η Σουηδία, όπως προκύπτει από στατιστικά στοιχεία.
Από τη μαζική φυγή στην επιλεκτική επιστροφή
Κάθε μεταναστευτικό κύμα υπήρξε επώδυνο, τόσο για εκείνους που ξενιτεύτηκαν όσο και για τις οικογένειές τους πίσω στην Ελλάδα. Το τρίτο, όμως, υπήρξε επίσης επώδυνο για την ελληνική οικονομία, στερώντας της πολύτιμο ανθρώπινο κεφάλαιο.
Η Τράπεζα της Ελλάδας έχει υπολογίσει ότι έως το 2016 είχαν πάρει την έξοδο 680.000 άτομα, στην πλειονότητά τους υψηλής εξειδίκευσης. Έρευνα του ΣΕΒ σημειώνει ότι το 5,9%-8% του συνόλου των Ελλήνων πτυχιούχων εγκατέλειψε τη χώρα από το 2008 έως το 2017.
Σύμφωνα με στοιχεία που συνέλεξε η ICAP Group κατά την περίοδο 2015-2019, οι κυριότεροι κλάδοι απασχόλησής τους στις χώρες που μετακινήθηκαν ήταν η πληροφορική, ο οικονομικός και τραπεζοασφαλιστικός, ο κατασκευαστικός/ενεργειακός, η επιστήμη και έρευνα, η εκπαίδευση και οι υπηρεσίες υγείας.
Με την ανεργία να χτυπάει ιστορικά υψηλά κατά την κρίση και τα εισοδήματα της μέσης ελληνικής οικογένειας να μειώνονται δραματικά, δεν προκαλεί καμία έκπληξη που οι 9 στους 10 έφυγαν, κατά δήλωσή τους, για οικονομικούς/επαγγελματικούς λόγους.
Ωστόσο, στις αιτίες του ρεύματος αυτού δεν εντοπίζονται μόνο η έλλειψη ευκαιριών στην Ελλάδα και η συνεπακόλουθη αναζήτηση εργασίας και καλύτερων απολαβών στο εξωτερικό. Στόχος των συμπατριωτών μας ήταν, ευρύτερα, οι καλύτερες συνθήκες εργασίας και ζωής, με πολλούς να δηλώνουν ως πρώτη αιτία αναχώρησης την αναξιοκρατία και τη διαφθορά και δεύτερη την οικονομική κρίση.
Σε αυτό το πλαίσιο, δεν αποτελεί έκπληξη που, σε έρευνα του Εθνικού Κέντρου Τεκμηρίωσης τον Οκτώβριο του 2024, στην ερώτηση «τι θα βοηθούσε στον επαναπατρισμό περισσότερων Ελλήνων;», το 79% όσων έχουν ήδη γυρίσει απάντησε «η καλύτερη λειτουργία των θεσμών».
Η ίδια έρευνα χαρτογραφεί και τους παράγοντες που διαμορφώνουν την τάση επιστροφής (brain gain) στην Ελλάδα, η οποία εντάθηκε μετά το 2019 και πλέον υπολογίζεται ότι έχει φέρει πίσω περίπου 350.000 συμπατριώτες μας.
Ενώ, λοιπόν, οι λόγοι της αποχώρησης ήταν οικονομικοί και επαγγελματικοί, οι λόγοι της επιστροφής είναι οικογενειακοί και προσωπικοί, με το 82% να τονίζει την ανάγκη να βρίσκεται κοντά στην οικογένεια και τους φίλους του και το 63% να προσθέτει τη σημασία του κλίματος και του φυσικού περιβάλλοντος της Ελλάδας.
Η Ελλάδα αλλάζει - Αλλάζει και η τάση
Η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας και η βελτίωση της αγοράς εργασίας δεν επαρκούν για την πλήρη αντιστροφή του κλίματος. Παρά τη μειούμενη «διαρροή εγκεφάλων» μετά τη λήξη των μνημονίων και τον επαναπατρισμό μέρους εξ αυτών, οι Έλληνες εξακολουθούν να ξενιτεύονται.
Σύμφωνα με στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, 76.158 άτομα έφυγαν για μόνιμη εγκατάσταση στο εξωτερικό το 2023 και άλλα 80.307 είχαν αναχωρήσει το 2022. Στην έρευνα «Τι πιστεύουν οι Έλληνες – 2024» της διαΝΕΟσις, το 60,7% δήλωσε ότι θα μετανάστευε αν έβρισκε δουλειά με καλύτερες συνθήκες και αποδοχές.
Μάλιστα, η χώρα στην οποία αναζήτησαν περισσότερο εργασία μέσα στο 2024 ήταν, σύμφωνα με τα ευρήματα του Jobseeker, η Ελβετία. Διόλου περίεργο αν σκεφτεί κανείς ότι πρόκειται για την χώρα που, εδώ και μια δεκαετία, αξιολογείται ως η πιο ανταγωνιστική όσον αφορά τη δημιουργία, την προσέλκυση και την ανάπτυξη ταλέντων, προσφέροντας υψηλές αποδοχές και δυνατότητες επαγγελματικής ανάπτυξης, συνδυασμένες με κοινωνικές παροχές.
Μπορεί η εργασία να αποτελεί το βασικότερο κίνητρο για όσους αποφασίζουν να μεταναστεύσουν, αλλά τα παγκόσμια ταλέντα, Ελλήνων συμπεριλαμβανομένων, αναζητούν πλέον περισσότερα από έναν καλό μισθό – θέλουν καλή ποιότητα ζωής.
Μέχρι η χώρα μας να επιλύσει θεσμικά προβλήματα και παθογένειες στην οικονομία και την αγορά εργασίας της και να δημιουργήσει συνθήκες που βελτιώνουν ουσιαστικά το βιοτικό επίπεδο των πολιτών και τις προσδοκίες τους για πρόοδο και ευημερία, η επιλογή της μετανάστευσης θα παραμένει ανοιχτή.