Η τροπή που πήρε η αξιολόγηση είναι η χειρότερη δυνατή. Δεν είναι πρωτόγνωρο, αλλά αυτό που «πέτυχε» αυτή τη φορά η κυβέρνηση είναι να της δοθεί η ευκαιρία να επιλέξει με ποιον τρόπο θα ηττηθεί.
Παλινωδίες στην υλοποίηση των εδώ και ενάμιση χρόνο συμφωνηθέντων μέτρων. Αδυναμία εκπόνησης του παραμικρού ελληνικού «προγράμματος». Παγιοποίηση του «διπλού λόγου» -κατευναστικού έναντι των θεσμών, «αντιμνημονιακού» για το ελληνικό ακροατήριο. Αποτυχημένη προσπάθεια συμπερίληψης και άλλων πολιτικών μετώπων, ιδίως του μεταναστευτικού, σε ενιαίο διαπραγματευτικό «πακέτο». Τοποθέτηση του ΔΝΤ στο κέντρο της συζήτησης –στην αρχή ως δυνητικού συμμάχου και μετά ως του «κακού» της υπόθεσης: ιδού, κατά τη γνώμη μου, οι βασικές αιτίες απώλειας της ελληνικής αξιοπιστίας.
Αλλά και οι «θεσμοί» δεν πήγαν πίσω. Αντί να προσπαθήσουν να καλύψουν το έλλειμμα εμπιστοσύνης με τη δική τους σοβαρή και στιβαρή στάση, έχασαν σταδιακά κάθε αίσθηση μέτρου, συγκροτώντας και αυτοί το δικό τους «διπλό λόγο»: συνεχείς αναβαθμίσεις στόχων και αναβολές ολοκλήρωσης διαδικασιών συνοδευόμενες με ενθαρρύνσεις και καλά λόγια για την «πρόοδο» της κυβέρνησης στα μέτωπα ακριβώς εκείνα που δεν επιτρέπουν την έγκαιρη εκταμίευση των δόσεων. Απόγειο αυτής της στάσης ήταν η πρόσφατη πέρα από κάθε λογική, αλλά και πέρα από κάθε διαπραγματευτική «ηθική», απαίτηση να νομοθετηθούν από τώρα και ως προϋπόθεση της τωρινής αξιολόγησης μέτρα προοριζόμενα να τεθούν σε εφαρμογή μετά το τέλος της θητείας της παρούσας κυβέρνησης. Σε κρισιμότατα μάλιστα πολιτικά και κοινωνικά πεδία: εργασιακά, ασφαλιστικό, φόροι.
Όλοι βγαίνουν χαμένοι από αυτό το «παιχνίδι τυφλών», στο οποίο η κάθε πλευρά γνωρίζει ότι αυτά που ζητά δεν έχουν λογική αλλά ποντάρει ότι θα «συνετίσουν», ή θα βγάλουν εκτός εαυτού, τον εταίρο-αντίπαλο. Η κυβέρνηση υποχωρεί διαρκώς, η Ελλάδα ξαναπηγαίνει προς το γκρεμό, οι «θεσμοί» προσχωρούν στο μέτωπο του ανορθολογισμού, η Ευρώπη εμφανίζεται άδικη και εκδικητική. Το αδιέξοδο είναι πλήρες: κανείς δεν εμπιστεύεται κανέναν, η έλλειψη εμπιστοσύνης καθιστά σχεδόν αδύνατη την πραγματική πρόοδο, η αδυναμία προόδου σκληραίνει τη στάση και των δύο πλευρών, η σκλήρυνση οδηγεί σε περισσότερη υποκρισία.
Τα δεδομένα που προκαλεί το αδιέξοδο είναι απολύτως ορατά και απολύτως εκτός ελληνικής επιρροής: οι «θεσμοί» ενώθηκαν γύρω από τη γραμμή του ΔΝΤ, η γραμμή του ΔΝΤ είναι «περισσότερη λιτότητα τώρα, ελάφρυνση του χρέους αργότερα», η κυβέρνηση έχει προ-συμφωνήσει τη λιτότητα αλλά αδυνατεί να πάρει μέτρα προς αυτή την κατεύθυνση, τα δε περιθώρια είναι ασφυκτικά: ως τα τέλη Φεβρουαρίου, καθώς μετά αρχίζει ο κύκλος των ευρωπαϊκών εκλογών και οι εθνικές κάλπες θα «μιλάνε» στη θέση των διεθνών διαπραγματεύσεων.
Όπως είναι τα πράγματα, δύο είναι οι μόνοι πιθανοί δρόμοι –και οι δύο ταπεινωτικοί για την κυβέρνηση. Ο ένας είναι να ψηφίσει τα εμπροσθοβαρή μέτρα λιτότητας, πασπαλίζοντας τα με μπόλικη θεωρία του τύπου «αμάρτησα για το παιδί μου». Όμως, ενώ και μόνη η ψήφιση τέτοιων μέτρων θα προσδώσει βίαια χαρακτηριστικά στην κυβερνητική αποδόμηση, τα ίδια τα μέτρα δεν θα μπορέσουν, ειδικά τώρα, να εφαρμοστούν, με συνέπεια την εξάντληση των ανοχών των Ευρωπαίων. Η άλλη επιλογή της κυβέρνησης είναι να μείνει πιστή, για μια φορά, στη δήλωση περί μη συμφωνίας σε «παράλογες» και μη εξαρτώμενες από τις δικές της επιδόσεις απαιτήσεις –κάτι που συνεπάγεται την καταφυγή στο λαό για να αποφασίσει αυτός ποιός και με ποιους όρους θα αποκρούσει τον παραλογισμό.
Ο πρώτος δρόμος ενέχει τον κίνδυνο να λιμνάσουν τόσο τα νερά που να γίνουν βάλτος, σε μια περίοδο που οι προοπτικές της πραγματικής οικονομίας είναι ήδη μαύρες, καθώς λείπουν οι επενδύσεις και μεγαλώνει η δομική αστάθεια και η έλλειψη εμπιστοσύνης. Εύγλωττος δείκτης: οι καταθέσεις όχι μόνο δεν επιστρέφουν στις ελληνικές τράπεζες αλλά μειώνονται. Η δεύτερη επιλογή θα φορτώσει στις πλάτες της κοινωνίας και άλλων πολιτικών δυνάμεων την αποτυχία μιας κυβέρνησης με ονοματεπώνυμο να υπηρετήσει το δημόσιο συμφέρον. Και στις δύο περιπτώσεις η Ελλάδα απομακρύνεται και από την ανάκαμψη και από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Και η άμμος στην κλεψύδρα τελειώνει.
Επιμέλεια: Στέλλα Κεμανετζή