Ο Εμανουέλ Μακρόν δεν κέρδισε, θριάμβευσε. Δεν χρειάζεται να εξηγήσουμε το γιατί, αφού όλα τα στοιχεία –αριθμητικά, πολιτικά, ψυχολογικά, κοινωνιολογικά- το αποδεικνύουν. Τόλμησε, εκμεταλλεύτηκε τη συγκυρία και το άστρο του (γιατί τι άλλο είναι η περιλάλητη «τύχη» από το συνδυασμό των δύο αυτών στοιχείων;) και θριάμβευσε. Η συνέχεια βέβαια, δηλαδή η πραγματικότητα της εξουσίας, υπακούει στον αιώνιο νόμο της πολιτικής, που αποκρυσταλλώθηκε στη φράση του Φρανσουά Μιτεράν το βράδυ της δικής του νίκης: «επιτέλους οι δυσκολίες αρχίζουν». Βέβαιες και μεγάλες δυσκολίες, που συμπληρώνονται, ιδίως στην περίπτωση ενός θριάμβου σαν του Μακρόν, από εξίσου μεγάλες και αδήριτες οφειλές: όποιος παίρνει μια τόσο ηχηρή και αναμφισβήτητη λαϊκή εντολή, οφείλει να το ανταποδώσει με πράξεις.
Στην περίπτωση του Μακρόν, οι πράξεις –εκεί εξάλλου βρίσκονται οι ρίζες του εκλογικού θριάμβου του- έχουν ένα όνομα: αλλαγές. Μεταρρυθμίσεις εντός Γαλλίας και επανακαθορισμός της πορείας της Ευρώπης. Βουνά, ίσως απάτητα, και τα δύο, αλλά που ο νέος Πρόεδρος δεν δικαιούται να μην προσπαθήσει να σκαρφαλώσει. Παρόλο που το εσωτερικό μέτωπο είναι πιο επείγον και, για τους πολίτες που τον ψήφισαν, πιο σημαντικό, ας στραφούμε στο ευρωπαϊκό πεδίο, στο οποίο επίσης διακυβεύονται πολλά.
Ο Μακρόν έκανε μια ανοιχτά φιλοευρωπαϊκή, αν και όχι με συγκεκριμένες προτάσεις, εκστρατεία, έφερε δε, από το βράδυ της νίκης του, συμβολικά και προγραμματικά, την Ευρώπη στο επίκεντρο της πολιτικής του. Ξέρουμε ότι, ως υποψήφιος ακόμα, δημιούργησε και κρατά ως εφεδρείες βαθιές ευρωπαϊκές επαφές και ότι από τις πρώτες πράξεις του ως Προέδρου θα είναι να επισκεφτεί το Βερολίνο και τις Βρυξέλλες. Άλλες όμως οι προθέσεις και άλλη η πραγματικότητα στα κρίσιμα ευρωπαϊκά μέτωπα:
-Ο Γαλλο-γερμανικός άξονας. Εύκολο να λέει κανείς, όπως επανειλημμένα έκανε ο Μακρόν, ότι θέλει να τον επανασυστήσει –μιας και η διαπίστωση ότι δεν πρόκειται πια για «άξονα», αλλά για γερμανικό μονόδρομο, είναι παραπάνω από προφανής. Προς ποια κατεύθυνση, όμως, και πάνω σε ποιές βάσεις, είναι εφικτή μια τέτοια φιλοδοξία; Η προσωπική χημεία μεταξύ των ηγετών των δύο χωρών είναι μια πρώτη και σημαντική παράμετρος, η οποία θα πρέπει μεν να περιμένει τη διεξαγωγή και των γερμανικών εκλογών για να πάρει οριστική απάντηση, ήδη όμως στηρίζεται σε κάποια δεδομένα: την πολύ μεγάλη πιθανότητα μιας νέας επικράτησης της νυν Καγκελαρίου και την εκ προοιμίου καλή της διάθεση έναντι του νέου Γάλλου Προέδρου (λόγω ηλικίας, κάτι που φάνηκε και στη σχέση της με το δικό μας Πρωθυπουργό, αλλά και σεβασμού που ο κύριος Μακρόν, αντίθετα από ό,τι ο δικός μας Πρωθυπουργός, έχει ήδη επιδείξει έναντι της Γερμανίας και της Μαντάμ- επιτέλους εδώ η έκφραση κυριολεκτεί- Μέρκελ). Ας θυμηθούμε πάντως ότι η προσωπική χημεία συνήθως χτίζεται περισσότερο πάνω σε πολιτικές συμφωνίες, ή ακριβέστερα σε «συμπτώσεις οραμάτων», και όχι σε ατομικές ιδιότητες –το αποδεικνύουν τα δίδυμα Σμιτ-Ζισκάρ και Κολ-Μιτεράν, που έγραψαν ιστορία, ενώ τους χώριζαν βαθιές διαφορές στην ιδιοσυγκρασία και τις πολιτικές καταβολές. Σημασία έχει πού θα βάλει τον πήχυ ο Μακρόν, με δεδομένο ότι επαφή με τη Γερμανία χωρίς αποδοχή τουλάχιστον του δόγματος της δημοσιονομικής πειθαρχίας δεν είναι δυνατή –ιδίως μετά την άνευ όρων συνθηκολόγηση του Σαρκοζί έναντι της Μέρκελ στη Ντοβίλ, στην αρχή της ελληνικής κρίσης
-Η αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης. Παρόλο που κάνουμε πως την ξεχάσαμε, όλα –όπως είδαμε, και η σχέση με τη Γερμανία- περνάνε από εκεί. Ο Μακρόν έρχεται στην εξουσία σε μια σχετικά ευνοϊκή συγκυρία: η ανάπτυξη επιστρέφει, έστω και δειλά, στην Ευρώπη και την Ευρωζώνη, ενώ ο προκάτοχός του στο προεδρικό αξίωμα, ο Φρανσουά Ολάντ, φρόντισε να θέσει, έστω στα χαρτιά, τις προϋποθέσεις για εξισορρόπηση της λιτότητας με αναπτυξιακά στοιχεία. Η λεγόμενη «οικονομική διακυβέρνηση», δηλαδή η διακυβέρνηση της ευρωζώνης, αποκτά κεντρική σημασία και αναγκαιότητα, όπως και η σχέση με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Ως προς την πρώτη, ο Μακρόν έχει κάθε λόγο να θέσει στο προσκήνιο και να παλέψει για τη δημιουργία θέσης «Ευρωπαίου Υπουργού Οικονομίας» (που θα αναλάβει και θα ενισχύσει, με θεσμικά και πολιτικά επίσημο τρόπο, τις σήμερα άτυπες αρμοδιότητες του επικεφαλής του Eurogroup), θέση την οποία εξάλλου έχει εξαγγείλει στο πρόγραμμά του, γνωρίζοντας ότι και η Γερμανία δεν είναι καταρχάς αντίθετη. Ως προς το δεύτερο, θα μπορούσε, εκμεταλλευόμενος και τη δεδομένη εγγύτητα του με την Κριστίν Λαγκάρντ, να διεκδικήσει με ομαλό τρόπο το σταδιακό απεγκλωβισμό του Ταμείου και την αντικατάσταση του με ένα κοινοτικό αντίστοιχό του, έναν ενισχυμένο ή ένα νέο όργανο. Ιδέες –πολύ ενδιαφέρουσες κατά τη γνώμη μου- όπως μιας ειδικής «Βουλής της Ευρωζώνης» (την οποία έχει «δανειστεί» ο νέος Πρόεδρος από τον Τομά Πικετί), ή του δημιουργικού ξανακοιτάγματος της φιλοσοφίας του κοινοτικού προϋπολογισμού, απαιτούν βαθύτερες πολιτικές συγκλίσεις και δυσκολότερες θεσμικές διευθετήσεις, θα ήταν όμως χρήσιμο –και ενδεικτικό- αν ο Μακρόν τις θέσει στην ατζέντα αμέσως
-Ο χειρισμός του Brexit. Ο νέος Πρόεδρος δεν μπορεί, από θεσμική άποψη, να κάνει πολλά πράγματα, η άφιξη του όμως στο προσκήνιο είναι ικανή, εάν το θελήσει, να αλλάξει το πολιτικό κλίμα, που αυτή τη στιγμή βρίσκεται στο ναδίρ. Φυσικά δεν τίθεται θέμα μη ενότητας ή υπαναχώρησης των 27 και φυσικά το «σκληρό Brexit» πρέπει να αντιμετωπιστεί ως αυτό που είναι, δηλαδή ως η μόνη νομικά εφικτή συνέπεια της απόφανσης του βρετανικού λαού στο δημοψήφισμα του 2016 και της επιμονής της Βρετανής Πρωθυπουργού για ειδική αντιμετώπιση των εργαζομένων από άλλες χώρες. Όμως η φρεσκάδα του νέου Γάλλου Προέδρου, η βιωματική σχέση του με τους διεθνείς οικονομικούς-χρηματοπιστωτικούς κύκλους και ειδικά με το Σίτι του Λονδίνου, σε συνδυασμό με τον αδιαμφισβήτητο ευρωπαϊσμό του και τη σχέση που μπορεί σχετικά εύκολα να οικοδομήσει με τον εκπρόσωπο της Ένωσης Μισέλ Μπαρνιέ (εκτός των άλλων, η εκλογή Μακρόν αποτελεί μια μεγάλη ευκαιρία για αναβάθμιση του ρόλου των Γάλλων αξιωματούχων εντός της Ένωσης), θα μπορούσε να βοηθήσει στην αναζήτηση των όποιων κοινών συμφερόντων από το επώδυνο διαζύγιο και να εξισορροπήσει κάπως την ανοιχτά επιθετική στάση της Κομισιόν και της Γερμανίας
-Η προώθηση κοινών αναπτυξιακών σχεδίων. Αυτό είναι, κατά τη γνώμη μου, το μεγάλο στοίχημα εάν η Ένωση θέλει να ανακάμψει –οικονομικά και πολιτικά. Δίπλα στα διάφορα «σχέδια Γιούνκερ», που αποτελούν περισσότερο συνονθυλεύματα εθνικών προγραμμάτων, υπάρχει ανάγκη για μακρόπνοα και πραγματικά κοινά σχέδια παραγωγικού χαρακτήρα σε πολλούς τομείς αιχμής, με πρώτους τις επικοινωνίες και συγκοινωνίες, την έρευνα, την παιδεία και τον πολιτισμό. Ο Μακρόν θα πρόσφερε μεγάλη υπηρεσία στην Ευρώπη αν, όπως φαίνεται να ταιριάζει στην ιδιοσυγκρασία αλλά και στην πολιτική λογική του, έμπαινε επικεφαλής αυτού του αγώνα, ακόμα και αν χρειαζόταν να «χειριστεί» τη Γερμανία –όλα τελικά αρχίζουν και καταλήγουν εκεί-, για την οποία η δική της ισχύ περνά μέσα από την καθαρή οικονομική πρωτοκαθεδρία της και άρα την υπονόμευση πρωτοβουλιών μοιράσματος της πίτας της ανάπτυξης.
Παρόλο που δεν αφορά όλους τους Ευρωπαίους και δεν θα έχει, ίσως, τόση επίπτωση στην πορεία της Ένωσης, θα ήθελα να πιστεύω ότι ο νέος Γάλλος Πρόεδρος, απαλλαγμένος από μικροκομματικά συμφέροντα, θα ξανασκεφτεί και το είδος της στήριξης που θα προσφέρει στη χώρα μας. Είναι ιστορικά αποδεδειγμένο ότι η Γαλλία στήριξε –και έσωσε- την Ελλάδα σε όλες τις δύσκολες στιγμές της κρίσης. Η στάση, ωστόσο, του προέδρου Ολάντ έναντι της παρούσας ελληνικής κυβέρνηση χαρακτηρίστηκε και από μια διάθεση οικειοποίησης, σε βάρος της αλήθειας, χαρακτηριστικών και επιλογών που θα προσέδιδαν στην προεδρική παράταξη, δηλαδή στους Γάλλους σοσιαλιστές, ένα «αριστερό άλλοθι». Πιστεύω ότι θα ήταν προς το καλό και της Ευρώπης και της χώρας μας, η Γαλλία, ως μείζων προστάτης της κοινοτικής αλληλεγγύης, να βοηθήσει περισσότερο την Ελλάδα στον κρίσιμο δρόμο των μεταρρυθμίσεων και της επαναπρόσδεσης στον πυρήνα της Ένωσης και λιγότερο στην οικοδόμηση ενός ψευδο-ιδεολογικού προφίλ αντίστασης στην «κακή Ευρώπη».
Αν κάνει, ή έστω ξεκινήσει, κάποια από όλα τα παραπάνω, ο νέος Γάλλος Πρόεδρος θα δικαιώσει την επιλογή του Ύμνου της Χαράς που τον συνόδεψε το βράδυ του εκλογικού θριάμβου του. Θα μπορούσε να τον μετατρέψει μάλιστα σε κάτι εξίσου ευρωπαϊκό και ακόμα πιο χρήσιμο, σε Ύμνο της Αποφασιστικότητας.