Η εφαρμογή των αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας, το οποίο έκρινε αντισυνταγματικές τις περικοπές των συντάξεων και την κατάργηση των δώρων των συνταξιούχων, αποτελεί το σημαντικότερο δημοσιονομικό κίνδυνο για τη χώρα στο άμεσο μέλλον.
Αυτό επισήμανε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, κατά την παρουσίαση της Έκθεσης του Διοικητή για το 2018 στη γενική συνέλευση της ΤτΕ σήμερα, Δευτέρα. Σύμφωνα με τις αναθεωρημένες εκτιμήσεις της κεντρικής τράπεζας, η ανάπτυξη αναμένεται να κυμανθεί στα επίπεδα του 1,9% για το 2019.
Ο διοικητής υπογράμμισε τον κίνδυνο να επιβραδυνθεί η μεταρρυθμιστική πορεία της χώρας, καθώς εισέρχεται σε εκλογικό κύκλο και να παρατηρηθεί δημοσιονομική χαλάρωση. «Ελλοχεύει ο κίνδυνος ανατροπής της σημαντικής προόδου που έχει συντελεστεί μέχρι σήμερα», τόνισε από το βήμα της Γενικής Συνέλευσης.
Στο 20% ο στόχος για τα NPEs το 2021
Όσον αφορά στις τράπεζες, αποκάλυψε ότι σύμφωνα με τους νέους στόχους που υπέβαλαν οι τέσσερις συστημικές τράπεζες στον εποπτικό βραχίονα της ΕΚΤ (SSM) στις 31 Μαρτίου 2019, ο στόχος μείωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων τίθεται στο 20% για τον δείκτη NPE έως το τέλος του 2021, από 21,2% που ήταν τον Σεπτέμβριο. Το ύψος των NPEs διαμορφώνεται στα 81,2 δισ. ευρώ (31/12/2018), επίπεδα «εξαιρετικά υψηλά», όπως επισήμανε ο κ. Στουρνάρας.
Προκειμένου να μειωθούν σε βιώσιμα επίπεδα τα κόκκινα δάνεια, παράλληλα με τις προσπάθειες των τραπεζών θα πρέπει οι ελληνικές αρχές να καταλήξουν σε νέα, πιο συστημικά εργαλεία, τα οποία θα λειτουργούν συμπληρωματικά, τόνισε. Στο πλαίσιο αυτό, ο διοικητής αναφέρθηκε στην πρόταση που έχει καταθέσει η ΤτΕ για αξιοποίηση των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων που συνυπολογίζονται στο ενεργητικό των τραπεζών. Για την προώθηση της πρότασης αυτής, ΤτΕ και κυβέρνηση βρίσκονται σε συνεννόηση με τις αρμόδιες ευρωπαϊκές αρχές, σημείωσε.
Αναφορικά με τον νέο νόμο για την προστασία της πρώτης κατοικίας, ο κ. Στουρνάρας τόνισε ότι «αποτελεί το πρώτο βήμα για την πλήρη αναμόρφωση του νομοθετικού πλαισίου για την ολιστική αντιμετώπιση της αφερεγγυότητας των φυσικών προσώπων». Όπως σημειώνει, ο νέος Νόμος Κατσέλη «περιέχει συγκεκριμένες προϋποθέσεις επιλεξιμότητας και δικλείδες ασφαλείας προκειμένου να διασφαλίσει την προστασία των πλέον ευάλωτων κοινωνικών ομάδων και να αποτραπεί η δημιουργία ηθικού κινδύνου έναντι των συνεπών δανειοληπτών».
Στους εγχώριους κινδύνους για την ελληνική οικονομία περιλαμβάνονται επίσης, σύμφωνα με τον κ. Στουρνάρα, η υψηλή φορολόγηση και γενικότερα το μίγμα της δημοσιονομικής πολιτικής.
Όπως προειδοποίησε στη συνέχεια ο κεντρικός τραπεζίτης, στην αγορά εργασίας η αύξηση του κατώτατου μισθού που νομοθετήθηκε τον Ιανουάριο του τρέχοντος έτους, παρότι εκτιμάται ότι θα αποφέρει βραχυχρόνια οφέλη όσον αφορά την ενίσχυση του διαθέσιμου εισοδήματος και κατ’ επέκταση της ιδιωτικής κατανάλωσης, μεσοπρόθεσμα αναμένεται να επηρεάσει αρνητικά την απασχόληση, κυρίως των νέων, καθώς και την ανταγωνιστικότητα. Σε κάθε περίπτωση, η αύξηση του μέσου μισθού πρέπει να συμβαδίζει με την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας, ώστε να διασφαλιστούν τα οφέλη σε όρους ανταγωνιστικότητας και απασχόλησης από την επίπονη μεταρρυθμιστική προσπάθεια από το 2010 μέχρι σήμερα.
Η μόνιμη επιστροφή της χώρας στις αγορές με βιώσιμους όρους αποτελεί τη σημαντικότερη πρόκληση στο άμεσο μέλλον, προειδοποίησε ο κ. Στουρνάρας και εξήγησε πως «η ύπαρξη ταμειακού αποθέματος ασφαλείας, αν και χρήσιμη, είναι προσωρινό μέσο αναχρηματοδότησης των δανειακών αναγκών του Δημοσίου και με περιορισμένη αποτελεσματικότητα σε περίπτωση μελλοντικών αναταράξεων στις διεθνείς αγορές. Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να υποκαταστήσει την ανάγκη εξόδου στις αγορές σε τακτά χρονικά διαστήματα και με βιώσιμους όρους».